Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
***
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
***
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
***
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
***
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα στην εμπασιά
του χωριού την εκκλησιά.
***
Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
***
Και στον πόλεμ' «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
***
Και γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
***
Αλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μάη μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
***
Κι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλιά του
και μου μίλαε κουνιστός:
- Σε καβάλησε ο Χριστός!
***
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η χώρα κ' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τι,
να ζητάς την αρετή!
***
- Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
- Ντράπου! τις προγόνοι ντράπου!
- Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
- Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
***
Κ' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
***
Οχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
***
Κι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
***
η ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!
***
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
***
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αϊ Φραγκίσκο:
- «Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
***
Σώσε το γέρο κυρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενή!
***
Το σκληρόν αφέντη κάνε,
από λύκο άνθρωπο κάνε!...»
Μα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μου 'κλεισε κι αυτί.
***
Τότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
***
- «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα οι θεοί κι οξαποδώ
εκεί δεν είναι παρά δω.
***
Αν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
***
Μη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ το αφεντικό.
***
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
***
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα άλλη γη».
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
του Κώστα Βάρναλη