Το δρόμο ανοίγει η ποιήτρια Γαβριέλα Μιατράλ (1889-1957). Αγροτική δασκάλα, ασκητική και γήινη, κόντρα στον κοσμοπολιτισμό και στους ευρωπαϊστές, πιστή στην Αμερική της, υμνεί τη χιλιανή γη (το ψωμί, το αλάτι, το καλαμπόκι, τον αέρα, το νερό). Ινδιάνα η ίδια, αγωνίζεται για τα δικαιώματα των Ινδιάνων και των μιγάδων. Ανήσυχη για την τύχη των ακτημόνων αγροτών, ρώτησε αυτούς που επαίρονταν για το μεγαλείο και τη δόξα της Χιλής: «έχουν επιστραφεί τα κτήματα στους αγρότες;».
Με απλή λαϊκή γλώσσα εξέφρασε τους πόθους του λαού για την ειρήνη και δικαιοσύνη.
Οι επικριτές της (λ.χ. ο Μπόρχες) την ονόμαζαν «χιλιανή πρόληψη». Αυτή όμως ήταν υπερήφανη για την «πρόληψή της», γιατί αγαπούσε βαθιά τη γη της.
Ο Νερούντα υπήρξε «μαθητής» της και βάδισε στα χνάρια της, στρατευόμενος με όλους τους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους.
Ο Vicente Huidohro (Βισέντε Χουιντόχρο, 1893-1948) στο συνολικό του έργο (που περιλαμβάνει το αριστουργηματικό «Altazor») θίγει τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, την έλλειψη επικοινωνίας και την τρομαχτική αίσθηση του κενού που δημιούργησαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Gasanueva (Καζανουέβα). Με σουρεαλιστικό τρόπο υμνεί τη χιλιανή φύση.
Η μακρά του πορεία ξεκινά από τον υστερομοντερνισμό, το νεομοντερνισμό, τον υπαρξισμό και το συμβολισμό, και καταλήγει στην υιοθέτηση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Με το σπαρακτικό του θρήνο για τον κόσμο, εκφράζει την πραγματικότητα (όχι μόνο της Χιλής) όπως διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα των δύο παγκοσμίων πολέμων. Συμμετέχει στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και σαν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής αφιερώνει την τέχνη του στην υπηρεσία του προλεταριάτου και όλων των καταπιεσμένων.
Η επική σύνθεση «Canto General» («Κάντο Χενεράλ») απευθύνεται σ' όλο τον κόσμο. Γραμμένη με απλότητα και σύγχρονη λυρικότητα είναι αριστουργηματικό παράδειγμα της στρατευμένης τέχνης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Σημαντική μορφή, σύγχρονη του Νερούντα, είναι ο Nicanor Parra (Νικάνορ Πάρα). Λαϊκός, απλός, κάνει αντιποίηση και έχει μια αναρχική χροιά.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ξεχωρίζει η ποιητική μορφή του Gonzalo Rojas (Γκονζάλο Ρόχας). Η ποίησή του αντλεί τις πηγές της από τους κλασικούς, καθώς και από τους Γάλλους Βαλερί, Μποντλέρ και Ρεμπό. Αγαπάει πολύ τη Χιλή και το λαό της. Η παιδική του ηλικία είναι γεμάτη από τις αναμνήσεις των ορυχείων του κάρβουνου και της σκληρής ζωής των εργατών.
Η τυραννία της χούντας του Πινοσέτ εμπνέει τον Rojas να γράψει ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του.
Το ελικόπτερο
«Βρώμικη μηχανή, μητέρα των σπιούνων κορανιών/ Δεν υπάρχει άβυσσος συγκρίσιμη μ' αυτή την έρημη πατρίδα,/ Με αυτό το κάρβουνο του ουρανού,/ Με αυτό το κάρβουνο του αέρα/ μολυσμένου από το βούισμα του φόβου...»
Η δικτατορία του 1973 και η πτώση του Αλιέντε, τον γεμίζουν θλίψη. Με τους στίχους του θρηνεί για την καταπίεση, τα βασανιστήρια, τους εξαφανισμένους.
«Η πατρίδα προσβεβλημένη και εκπορνευμένη/ Με ποτάμια αίματος, σκηνές ολοκαυτώματος/ Οπου βρέχει μόλυβδο και θλίψη».
Μια σημαντική ομάδα ποιητών κλείνει τον κύκλο του 20ού αιώνα: οι Lihn (Λιχν), Teiller (Τέιλερ) και Hahn (Χαχν) κάτω από την επίδραση των Σαρτρ, Καμί και Ρεμπό, αφιερώνουν την ποίησή τους στους περιθωριοποιημένους, προσπαθώντας συγχρόνως να επικοινωνήσουν με την εποχή τους.
Ο Lihn απευθυνόμενος στους ανθρώπους που δημιουργούν την ιστορία, λέει: «Εργαζόμενοι του κόσμου, ενωμένοι στο άλλο μέρος, σας βρίσκω...».
Οι Han και Teiller, οπαδοί της ηθικής ποίησης, προσπαθούν να γράψουν απλά: «Οι ποιητές, απλοί αδελφοί των όντων και των πραγμάτων».