Κυριακή 21 Νοέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«Καλά μας κάνουνε»

Γρηγοριάδης Κώστας

- Οσο πάει οι μέρες μικραίνουν όλο και πιο πολύ. Από τις εφτά, νυχτώνει. Είπε ο Μιχαλάκης και άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε βαθιά τον καπνό και ύστερα τον άφησε να βγαίνει από το στόμα του σε μικρά μικρά συννεφάκια. Τέντωσε και τα πόδια του, λες και ήθελε να τα ξεκουράσει από πολύωρο περπάτημα και βάλθηκε να διαβάζει τον κατάλογο με τα φαγητά.

- Ασ' τες να μικραίνουν, απάντησε ο Παντελής από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Δες τώρα τι να παραγγείλουμε και άσε τις μέρες να μικραίνουν. Στο κάτω κάτω έτσι γίνεται κάθε χρόνο. Μια μικραίνουν και μια μεγαλώνουν. Με μας τι γίνεται που μόνο μεγαλώνουμε... Μην παραγγείλεις γύρο, σε παρακαλώ, την άλλη φορά δεν τρωγότανε. Ηθελα να ξέρω πού στο διάολο βρίσκει τα κρέατά του, ο κερατάς. Στο Ιράκ; Αναψε κι αυτός τσιγάρο και έκοψε μια μπουκιά ψωμί από το καλαθάκι που τους έφερε το μικρό γκαρσονάκι, μόλις κάθισαν στο τραπέζι.

- Μα το θεό, ρε Παντελή, αυτή τη φιλοσοφία σου δεν μπορώ να την καταλάβω. O,τι και να συμβαίνει βρίσκεις τρόπο να το προσπερνάς. «Τι να κάνουμε, αφεντικά είναι αυτά, μόνο το κέρδος έχουνε στο μυαλό τους». «Κυβέρνηση είναι αυτή, αυτή κρατάει το πεπόνι αυτή και το μαχαίρι». «Αυτό είναι το μεροκάματο, μπορείς να βρεις και πιο μεγάλο». Δηλαδή, εσένα δε σε πειράζει τίποτα; Δεν το πήρες χαμπάρι ότι όπου να 'ναι θα μας πετάξουνε και μας;

- Γιατί να μας πετάξουνε;

- Τον Πυργαδιώτη και τον Ζαχαρέλλη, γιατί τους πετάξανε ένα πρωί. Τους φωνάξανε στο γραφείο και τους είπανε: Παιδιά η σύμβασή σας έληξε. Από Δευτέρα δεν έχει δουλιά. Αμάν είπανε και οι δυο φαρμακωμένοι. Τι να κάνουμε, τους κάνει ο λογιστής, με μια μύτη κρεμασμένη μέχρι το πάτωμα. Δεν ακούτε εσείς τι γίνεται στον κόσμο; Στη Φρανκφούρτη, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, να πούμε. Ασε στο Τόκιο. Οι μετοχές κατρακυλάνε. Στο Ιράκ μπήκανε οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι, για τη δημοκρατία. Εχουνε έξοδα οι άνθρωποι. Στο Αφγανιστάν μπερδέψανε τα μπούτια τους οι Ταλιμπάν με τους άλλους. Κι από πάνω ο Πούτιν τρώγεται με τους Τσετσένους. Για τον Καύκασο, λένε. Ποιος ξέρει όμως. Και ο Μπιν Λάντεν το χαβά του. Αν δεν προσκυνήσετε τον Αλλάχ, έστειλε μήνυμα με κασέτα, θα σας σφάξουμε όλους. Δε θ' αφήσουμε ουρανοξύστη για ουρανοξύστη όρθιο. Τι να κάνει και το αφεντικό, απολάει εργάτες. Ετσι το 'χουμε, δηλαδή, του κάνει ο Πυργαδιώτης. Ο Πούτιν γαμάει και μεις πληρώνουμε. Μπράβο ρε παιδιά.

- Τι να σου κάνει και ο λογιστής, πήρε ένα μολύβι κι έγραφε τ' άγραφα. Περάστε την άλλη βδομάδα για να λογαριαστούμε, είπε στο τέλος και φτερνίστηκε. Κοιτάχτηκαν τα παιδιά και βγήκανε έξω, στο προαύλιο. Εκεί βρήκανε κι άλλους. Απολυμένοι κι αυτοί από τα υφαντουργία του Πλασταρά. Δυο από τη Μενεμένη, κάνα-δυο-τρεις από την Τούμπα και δύο απ' την Καλαμαριά. Κάθισαν όλοι μαζί κάτω από τα δέντρα χωρίς να μιλάνε. Μερικοί απ' αυτούς άνοιξαν τα δεματάκια τους κι άρχισαν να τρώνε. Εφτά το πρωί, ε; Αλλος ιμάμ μπαϊλντί, άλλος γεμιστά. Εφτά το πρωί, τ' άκουσες φιλόσοφε Παντελή.

- Εσένα λοιπόν δεν μπορώ να σε καταλάβω. Το τόσο το κάνεις τόσο. Επειδή, δηλαδή, απολύσανε τον Πυργαδιώτη και τα παιδιά από την Τούμπα, πρέπει να απολύσουνε και μας; Αλλη η περίπτωση η δική τους και άλλη η δική μας.

- Ρε Παντελή θα ξυπνήσεις καμιά φορά; Σήμερα, ρε, δεν υπάρχει η δική σου και η δική μου. Σημασία έχει ποιανού έρχεται η σειρά. Μη στεναχωριέσαι, θα 'ρθει και η δική μας. Αυτό θα πει ελεύθερη αγορά. Να κάνει το κεφάλαιο ό,τι θέλει, Σήμερα ο Πυργαδιώτης, αύριο εσύ. Λογαριασμό θα σου δώσει;

- Και λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε, δηλαδή. Να πάμε να πιάσουμε τον Μπιν Λάντεν και να του πούμε, να χαρείς τον Αλλάχ σου, ρε φίλε. Σταμάτα να γκρεμίζεις τους ουρανοξύστες, γιατί θα μας απολύσουνε. O,τι είναι να γίνει θα γίνει, πάρ' το χαμπάρι Μιχαλάκη, «το πετρωμένο φαγείν αδύνατο» έλεγε ο παππούς μου που είχε τελειώσει το σχολαρχείο. Δηλαδή, άμα πετρώσει το φαΐ, άντε να το φας. Aσ' τα να πάνε που λέει και ο Πάριος.

- Το «πεπρωμένο φυγείν αδύνατο», ρε αγράμματε. Δηλαδή, είναι αδύνατο να ξεφύγεις τη μοίρα σου. «φυγείν», απαρέμφατο του «φεύγω». Δεν το θυμάσαι από το γυμνάσιο; Φεύγω, έφευγον, φεύξομαι, έφυγον, πέφευγα, τον υπερσυντέλικο τον ξέχασα.

- Τι με λες τώρα, ρε Μιχαλάκη; Εγώ ξέρεις πόσες τάξεις πήγα στο γυμνάσιο; Ε, ξέρεις; Μία. Ναι μία. Κάτι οι παρέες, κάτι τα οικονομικά της οικογένειας. Στο πρώτο εξάμηνο έπεφτα σε πέντε μαθήματα. Στο δεύτερο σε όλα. Γύρισε φαρμακωμένη η κυρία Χαρίκλεια, η μάνα μου, απ' το σχολείο, που πήγε να πάρει τους βαθμούς. Της τα 'ψαλε κι ένας μαλάκας μαθηματικός. Πάρτε τον, την είπε, δεν κάνει για γράμματα. Γιατί, βρε αγόρι μου, έκανε η μάνα μου, όλο πίκρα. Και με πήρανε. Με στείλανε στο ΤΕΕ. Εκεί να δεις. Δυο μήνες δεν είχε πρόγραμμα, γιατί, λέει, είχανε ελλείψεις από προσωπικό. Τελικά ήρθανε κάνα-δυο καινούριοι, ήρθε και το πρόγραμμα. Πού ν' αρχίσουμε όμως, δεν είχαμε βιβλία. Ερχόταν ένας ψηλέας. Με μούσι και ζιβάγκο, και μας έκανε «Πολιτική Αγωγή». Ξέρεις ε; Τι είναι Δημοκρατία, τι είναι Σύνταγμα, για την ΕΟΚ και τα τέτοια. Λέω και γω ένα πρωί στον πατέρα μου. Ρε πατέρα, δε γίνεται να πάω στ' αγγλικά; Εδώ πιο κάτω άνοιξε ένα εγγλεζάδικο. Ολα τα παιδιά της γειτονιάς εκεί πάνε. Χρειάζονται τα αγγλικά. Είναι πρώτη γλώσσα στον κόσμο. Θες με τα όπλα, θες με την «κόκα-κόλα» επιβάλλεται, πώς να το κάνουμε. Με στείλανε και κει. Μόλις τελείωσε ο πρώτος μήνας, μπαίνει στην αίθουσα η εγγλέζα με ένα μίνι μέχρι τον αφαλό, κι όλο θλίψη. Ξέρετε παιδιά, μας κάνει, ακρίβυνε το ΙΚΑ, το ενοίκιο, το ηλεκτρικό. Από τον άλλο μήνα θα πληρώνετε χίλιες δραχμές παραπάνω. Τότε ζούσανε ακόμα οι δραχμές. Δαγκώθηκε ο πατέρας μου. Τα 'δωσε. Υστερα από δυο μήνες να πάλι η εγγλέζα με το μίνι. Ξέρετε παιδιά το ΙΚΑ. Ούτε έμεινα για ν' ακούσω παρακάτω. Πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Πάνε και τ' αγγλικά. Εμεινα με το ΤΕΕ και τον ψηλέα με το μούσι, το ζιβάγκο και την «Πολιτική Αγωγή». Στο μεταξύ, εγώ καταλάβαινα πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο σπίτι μας. Ο πατέρας όλο έβηχε και έβηχε και η μάνα μου να ψευτοκλαίει πίσω από τις κουρτίνες. Ενα πρωί, λοιπόν, όλα βλέπεις τα κακά το πρωί συμβαίνουν. Και τον Μπελογιάννη πρωί δεν τον σκοτώσανε; Με φωνάζει ο πατέρας μου. Παντελή, με λέει. Εγώ δεν είμαι καλά. Οπου να 'ναι θα σταματήσω κι απ' τη δουλιά. Οπως καταλαβαίνεις, πρέπει να δουλέψεις και συ. Να ξεκουραστεί κι η μάνα σου, που χάνει τα μάτια της στο βελόνι. Κατάλαβα. Σ' ένα εξάμηνο πάρ' τον κάτω τον κυρ Χαράλαμπο. Μείναμε οι δυο μας. Εγώ στην ΑΓΝΟ και η μάνα μου στο βελόνι. Δεν πέρασε ένα εξάμηνο πάρ' την κάτω και την κυρία Χαρίκλεια. Ηρθα κι έμεινα μόνος μέσα σε ένα ολόκληρο σπίτι. Ενα βράδυ έκατσα μπροστά στον καθρέφτη και ξέσπασα στο κλάμα. Θυμήθηκα με τι καμάρι με πήγανε στο σχολείο την πρώτη μέρα. Αγιασμός, κακό. Το μεγάφωνο έπαιζε Θεοδωράκη. Παλιά κομμούνα, βλέπεις, ο διευθυντής. Με παππού στο ΕΑΜ, έτσι έλεγε, και τον Λένιν πίσω από το πέτο σε καρφίτσα. Κι από μπροστά, περάστε κύριε υπουργέ. Υπόκλιση μέχρι το μωσαϊκό. Αϊ σιχτίρ.

- Και γιατί δεν παντρεύτηκες; Εγώ ξέρω πως η Αθηνούλα σε ήθελε. Το είχε πει και στην αδερφή μου.

- Πού να παντρευτώ, ρε Μιχαλάκη. Με τρεις κι εξήντα; Ανειδίκευτος εργάτης, σου λέει ο άλλος. Γι' αυτό επιμένω, δε γίνεται τίποτα. Nothing.

- Τι δε γίνεται, δηλαδή.

- Δε γίνεται να σταματήσουμε το κακό. Τα πράματα πήρανε το δρόμο τους. Δεν ακούς; Παγκοσμιοποίηση. Ολοι στο ίδιο καζάνι. Και το Ιράκ και οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι. Ασε τον Πούτιν τον μαλάκα. Δεν είδες πώς έγινε, σαν χοιρινή πανσέτα.

- Να απεργήσουμε.

- Ποιοι; Τρεις και ο κούκος.

- Θα τους φωνάξουμε στο καφενείο του Μαργαρίτη. Θα ρθούνε και κάνα-δυο παιδιά από το ΠΑΜΕ να μας μιλήσουνε.

- Τώρα, σώθηκες. Αμα ακούσουνε αυτοί ΠΑΜΕ, θα κουμπωθούνε όλοι τους. Χέστηδες είναι, δεν τους βλέπεις; Αλλος θέλει να δει Τσάμπιονς Λιγκ, άλλος τη δίκη της Δευτέρας. Η τηλεόραση, Μιχαλάκη, η τηλεόραση. Εκανε τον κύκλο ημικύκλιο. Κάτι οι ξανθιές με τα μπούτια έξω. Κάτι ο Τερζής κι ο Σάκης. Χάσαμε. Οι κομμουνιστές δεν τραγουδάνε ούτε κουνιούνται. Αγώνες σου λένε. Αγώνες και πάλη. Ρε, κάτσε εκεί που κάθεσαι καμένε.

- Εσύ λέγε ό,τι θες. Εγώ από αύριο θ' αρχίσω να μοιράζω την ανακοίνωση σε φέιγ βολάν. Μέρα, ώρα, διεύθυνση και κάνα-δυο λόγια για ενημέρωση.

Ετσι κι έγινε. Μοιράσανε τα χαρτιά. Μοίρασε και ο Παντελής, με το ζόρι δυο-τρία. Η συγκέντρωση ορίστηκε την Παρασκευή το απόγεμα. Ούτε ματς είχε, ούτε σίριαλ, ούτε Πασχάλη Τερζή. Βάλανε και λίγο μουσική με τον Καζαντζίδη, αγοράσανε και κάνα-δυο μπουκάλια «κόκα-κόλα» και κάτι αρμυρά με την viza του Μιχαλάκη και περιμένανε. Οκτώ ήτανε η συγκέντρωση. Ηρθανε και τα παιδιά από το ΠΑΜΕ. Ολα τακτοποιημένα. Πήγε οκτώμισι, εννιά. Μέχρι τις εννιάμισι ήρθανε καμιά εικοσαριά από 320 που είχε το εργοστάσιο. Ν' αρχίσουμε είπε ο Μιχαλάκης στα παιδιά του ΠΑΜΕ. Κι αρχίσανε.

- Κατ' αρχήν, σύντροφοι, λέει ο παμίτης, να σας ευχαριστήσουμε που ήρθατε, δε θα σας κουράσουμε. Μια ενημέρωση θα σας κάνουμε. Εγώ, έτσι, για τη γενική κατάσταση. Κι ο σύντροφος από δω θα σας μιλήσει για τις θέσεις του κόμματος.

Με το που είπε «κόμματος» σηκώθηκαν δυο κι έφυγαν.

- Τα πράματα, λοιπόν, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, τα πράματα δεν πάνε καλά και θα πάνε ακόμα χειρότερα. Τώρα που τελείωσαν τα πανηγύρια και οι γιορτές, τα ποδόσφαιρα και τα τέτοια θα κληθούμε να σφίξουμε το ζωνάρι. Από τη μια μεριά ο ΣΕΒ, οι βιομήχανοι, δηλαδή, από την άλλη το Διεθνές Ταμείο και μεις στη μέση. Κάτι το ασφαλιστικό, κάτι το έλλειμμα και το χρέος, θα μας τρελάνουνε στα αντιλαϊκά. Το κεφάλαιο θέλει κι άλλο κεφάλαιο, το είπε κι ο Μαρξ. Η πλουτοκρατία θέλει να εξασφαλιστεί και φωνάζει. Ούτε επενδύσεις κάνει ούτε τίποτε. Μόνο το κόστος παραγωγής κοιτάει σαν τα μάτια της. Απολάει εργάτες, κλείνει εργοστάσια, τρομοκρατεί τον κόσμο της δουλιάς, την εργατική τάξη. Και οι τέσσερις ελευθερίες του Μάαστριχτ καλά κρατάνε. Το κεφάλαιο ελεύθερο για να ταξιδεύει παντού και να υποδουλώνει. Τα προϊόντα πάνε κι έρχονται χωρίς σύνορα, χωρίς τίποτε. Πας ν' αγοράσεις πατάτες, να πούμε, και φλομώνει το μάτι σου στην εισαγωγή. Ολα ελεύθερα, ασύδοτα, δηλαδή. Μόνο οι πεινασμένοι, οι φτωχοί και οι διωγμένοι. Αυτοί είναι λαθρομετανάστες, σου λέει. Επάνω τους. Γι' αυτό σας λέω. Αν δεν αντισταθούμε, θα χαθούμε. Ολοι μαζί. Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φως, έγραψε ο Χικμέτ. Το «καούμε», βέβαια, στην περίπτωση αυτή, δε σημαίνει θάνατο. Σημαίνει ζωή. Εδώ τελείωσε.

Υστερα σηκώθηκε ο άλλος ο σύντροφος. Είπε για το κόμμα, για τους αγώνες του, για το συλλαλητήριο. Είπε, ακόμα, πως όσοι ανέχονται αυτή την κατάσταση είναι και οι ίδιοι ένοχοι. Δυο-τρεις χειροκρότησαν κιόλας. Και η συγκέντρωση τελείωσε κατά τις δέκα. Πριν να διαλυθούν, σηκώθηκε ο Μιχαλάκης και ρώτησε αν ήθελε κανείς να τοποθετηθεί ή να ζητήσει διευκρινίσεις για την απεργία. Κανένας. Στο μεταξύ, στο καφενείο είχανε μείνει καμιά δεκαπενταριά. Σε μια γωνία του καφενείου ο Παντελής πήρε ένα μπουκάλι ρετσίνα και κουτσόπινε. Ησυχία. Τη Δευτέρα άρχισε η απεργία. Την πρώτη μέρα από τους 320 δεν πήγανε στη δουλιά οι 300. Η καθοδήγηση έτριβε τα χέρια της. Την άλλη το ίδιο, την άλλη, την άλλη. Καμιά είδηση από την εργοδοσία. Μόνο με το κλείσιμο της βδομάδας βγήκε στην καγκελόπορτα του εργοστασίου μια ανακοίνωση. Οσοι δεν πάνε τη Δευτέρα για δουλιά απολύονται, έλεγε η ανακοίνωση. Και τα μεροκάματα της απεργίας κομμένα. Τη Δευτέρα ο Μιχαλάκης κατέβηκε από τις έξι. Αρχισε να μετράει. Ενας, δύο, τρεις, εκατόν είκοσι, διακόσιοι, 310. Οι υπόλοιποι δέκα έκατσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο και άνοιξαν τα δεματάκια τους. Ωρα επτά. Ο Παντελής άνοιξε το δικό του το δεματάκι. Ψωμί, τυρί και μια ντομάτα. Κοίταξε τον Μιχαλάκη και τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα.

- Τι γίνεται για;

- Τι να γίνει. Εγώ ξέρεις τι λέω;

- Τι;

- Καλά μας κάνουνε. Αφεντικά είναι, αυτή τη δουλιά ξέρουνε.

Υστερα πλησίασε τον Παντελή, τον χτύπησε στην πλάτη και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

- Κερδίσαμε εσένα όμως. Κάτι είναι κι αυτό!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ