Η συγγραφέας (και εξαιρετική συνάδελφος), με τον κομψό και πολύ ιδιαίτερό της λόγο, έβγαλε από το οπλοστάσιό της τα υπέροχα ελληνικά της, τη λογοτεχνική της παιδεία, το υποδόριο χιούμορ που τη χαρακτηρίζει και ξεκίνησε μια μικρή σταυροφορία στους «άγιους τόπους» της μοναξιάς. Σκοπός της δεν είναι το δισκοπότηρο αλλά το «περιεχόμενό» του, που το χρειάζεται για να το βάλει βάλσαμο στις πληγές, στις πίκρες και στις αυταπάτες. Καυτηριάζει και καυτηριάζεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ξορκίζοντας τη μοναξιά με την την καλύτερη συνταγή: διακωμωδώντας την. Η Ελένη Γκίκα με τον πιο απλό τρόπο, δηλαδή με λογοτεχνική σοφία, θίγει τα πιο σοβαρά θέματα, τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την προδοσία, τις μεγάλες προσδοκίες, τις μεγάλες αυταπάτες. Είναι και αυτός ένας τρόπος, αν όχι ο μοναδικός για να θεραπευτεί κανείς από τις φοβίες, τις λύπες, τις απογοητεύσεις που τον πολιορκούν καθημερινά.