Παρασκευή 4 Μάρτη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Πενήντα πέντε χρόνια μετά

Μακρόνησος: Το νησί του μαρτυρίου, του αγώνα και της ελπίδας, για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για την Ελλάδα

ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Μακρόνησος: Το νησί του μαρτυρίου, του αγώνα και της ελπίδας, για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για την Ελλάδα
Πάνε πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια από εκείνο το παγωμένο πρωινό της 30 Ιανουαρίου 1950, όταν μας ξυπνούσαν μέσα στα άγρια χαράματα τα ουρλιαχτά και οι βρισιές των Αλφαμιτών. Τρομάξαμε από το τράνταγμα των πασσάλων στις σκηνές και νομίσαμε πως θα πέφταν κιόλας στο κεφάλι μας. Οι φωνές τους άγριες, κανιβαλικές, έκοψαν την αναπνοή μας: Βουλγάρες, ξυπνήστε έφτασε η ώρα σας. Σήμερα θα σας πάρουμε το αίμα. Σήμερα ή θα υπογράψετε ή θα πεθάνετε. Ντυθείτε και γρήγορα κατεβείτε στο θέατρο.

Εντρομες και άφωνες οι γυναίκες άρχισαν να σαλεύουν αγουροξυπνημένες μέσα στα στρωσίδια τους που με λύσσα τα κλοτσούσαν όπως κοιμόμασταν καταγής. Τα μεγάφωνα βάλθηκαν και εκείνα να ουρλιάζουν καθώς μας καλούσαν με τα προστάγματά τους: Προσοχή, προσοχή όλες οι γυναίκες του ΕΣΑΓ να κατέλθουν αμέσως στο χώρο του θεάτρου. Μερικά παιδάκια άρχισαν να κλαίνε. Οι μάνες τους τα καθησυχάζουν, τα πήραν αγκαλιά. Εξω το κρύο πολύ τσουχτερό και τα λιωμένα ρούχα μας δε μας προστατεύουν. Εκείνο το πρωινό ως και τα στοιχεία της φύσης τα είχαν βάλει μαζί μας.

Οι Ασφαλίτες μάς συνοδεύουν με ρόπαλα και ουρλιαχτά. Είναι οπλισμένοι, λες και μας πάνε για εκτέλεση. Είναι χαράματα κι εμείς όλες αγουροξυπνημένες. Μας σπρώχνουν προς το θέατρο με ένα βλέμμα μαστουρωμένων ανθρώπων. Εκεί μας διατάζουν να καθίσουμε πάνω στο υγρό χώμα. Γύρω από το τοιχάκι που έχει ο περίγυρος στέκονται Αλφαμίτες οπλισμένοι, ενώ σε μερικά σημεία στήθηκαν και πολυβόλα. Ολοι τους είναι σε κίνηση, όλοι τους φουριόζοι και βλοσυροί.

Πάνω από χίλιες γυναίκες στριμωχνόμαστε η μία δίπλα στην άλλη, ενώ οι ψυχές μας έχουν γεμίσει από μια απερίγραπτη αγωνία. Το μυαλό μας σταμάτησε στο ερώτημα: Τι θα γίνει τώρα, πώς θ' αρχίσει το ξύλο με μας; Εχουμε ακούσει τόσα από τους άντρες. Τα μικρά παιδάκια σφιγμένα στο λαιμό της μάνας τους παρακολουθούν ανυποψίαστα μα και τρομαγμένα.

Ολες οι αισθήσεις μας σε υπερένταση. Ακούμε από τα μεγάφωνα προστάγματα, λες και πρόκειται να δοθεί μια στρατιωτική μάχη: Καλούνε τους κουρείς του τάγματος. Να κατέλθουν οι γιατροί και οι τραυματιοφορείς του Λόχου. Ολοι οι αξιωματικοί του Α2 βρίσκονται επί ποδός.

Μαρτύρια χωρίς οίκτο

Σε λίγο στην εξέδρα εμφανίζεται ο Παπαγιαννόπουλος. Φοράει ένα δερμάτινο σακάκι και παίζει το μαστίγιό του επιδεικτικά. Μας λέει πως είναι η τελευταία ευκαιρία που μας δίνεται να φύγουμε στα σπίτια μας και τα γραφεία του Α2 είναι ανοιχτά και μας περιμένουν να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας. Οίκτος δε θα υπάρξει, επειδή είμαστε γυναίκες και μας δίνει ένα τέταρτο προθεσμία για να σκεφτούμε. Μερικές γυναίκες αρχίζουν να μας εγκαταλείπουν.

Σε λίγο διατάζει να πάρουν τα μωρά από τις μωρομάνες, λέγοντας: Δεν είναι άξιες αυτές να μεγαλώνουν Ελληνόπουλα. Και ήταν όλοι αυτοί που χωρίζουν το παιδί από τη μάνα του... Αραγε σκεφτήκανε καθόλου οι «δάσκαλοι αυτοί της ηθικής αγωγής» τι αισθήματα δημιουργούσαν στις τρυφερές ψυχές των παιδιών οι εικόνες αυτές και τι βιώματα θα σέρνουν σε όλη τους τη ζωή αυτά τα παιδάκια;

Και όλα αυτά για να εκβιάσουν τις μανάδες τους να υπογράψουν ένα χαρτί που θα λέει: «Ολως αβιάστως και αυθορμήτως αποκηρύσσω με όλην την δύναμιν της ψυχής μου τον ξενοκίνητον συμμοριτισμόν, το εθνοκτόνον ΚΚΕ και τας παραφυάδας αυτού». Αυτή ήταν η «δήλωση μετανοίας» και όλο το σύστημα της Μακρονήσου στόχο είχε το χαρτί αυτό.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα της έντασης και της ψυχολογικής βίας, ζήσαμε αρκετές ώρες, ώσπου στο τέλος μάς παρέδωσαν στα χέρια των αλφαμιτών βασανιστών μας. Οι μαστόροι αυτοί της βίας και του εγκλήματος ξέραν καλά τη δουλιά τους. Ετσι, αφού μας κλείσανε μέσα στις σκηνές, άρχισαν να αρπάζουν διάφορες κοπέλες και να τις χτυπάνε μπροστά στα μάτια όλων μας. Οι σκηνές ανατριχιαστικές. Οσο βλέπαμε το βούρδουλα να πέφτει πάνω στα κορμιά των γυναικών τόσο σφιγγόταν η μία δίπλα στην άλλη.

Σε κάθε ερώτηση του αλφαμίτη «θα κάνεις εσύ δήλωση» άκουγες ένα τρανταχτό όχι που τους νευρίαζε κυριολεκτικά. Τα βογκητά των γυναικών, που χτυπημένες κείτονταν καταγής, είχαν γεμίσει τη σκηνή. Μερικές ηλικιωμένες τολμούν να τους πουν: «Τα παλικάρια δεν κάθονται να χτυπούν γυναίκες, αλλά στέκονται δίπλα σ' αυτούς που βρίσκονται στην απομόνωση». Και τότε τους άκουγες να βλαστημούν Χριστούς και Παναγίες.

Σε λίγο μέσα σε κείνη την κόλαση ακούμε σφυρίχτρες να βαράνε διάλυση. Αλαφιασμένα ουρλιαχτά: «Εμπρός όλες οι γυναίκες να βγούνε έξω». Ακούμε πως πρόκειται για συσσίτιο. Πάλι καλά που σκέφτηκαν να μας ταΐσουν. Την πείνα την είχαμε ξεχάσει εντελώς. Κατηφορίζουμε προς τα καζάνια μπουλούκι ολόκληρο. Αυτό σημαίνει πως μείναμε ακόμη πολλές. Αφού πέρασε η ώρα για το φαγητό, ξανάρχισαν οι σφυρίχτρες και το ουρλιαχτό τους, φωνάζοντας ν' ανεβούμε στις σκηνές. Τώρα έχει σκοτεινιάσει και το νησί με τις μαύρες σκηνές στη σειρά παίρνει μια πένθιμη όψη. Οι Αλφαμίτες μπαινοβγαίνουν στις σκηνές μα αυτή τη φορά κρατούν στα χέρια τους φακούς κι αλίμονο σε εκείνη που θα έπεφτε το φως επάνω της.

Καμιά μας δε θα ξεχάσει το φτερούγισμα εκείνο της ψυχής μας, τη βραδιά εκείνη με τους φακούς. Τη χαμένη έκφραση των γυναικών που τις τραβολογούσαν με βρωμόλογα, άλλες στα γραφεία του Α2, άλλες σε μοναχικές σκηνές, άλλες στα βράχια κοντά στη θάλασσα και άλλες να τις χτυπούν βάναυσα μπροστά μας. Μάλιστα τις διατάζουν να βγάλουν τα παλτά τους, για να γίνονται πιο αισθητά τα χτυπήματά τους, καθώς σφύριζε ο βούρδουλας πάνω στο κορμί τους. Κι έρχεσαι κι αναρωτιέσαι. Αλήθεια, πώς μπόρεσαν παιδιά του ελληνικού λαού να σηκώσουν τα ρόπαλά τους και να χτυπάνε τις γυναίκες.

«Αναμορφωτήριο» θανάτου

Αυτό, λοιπόν, ήταν το στοιχείο της «Αναμόρφωσης» που το ευλογούσαν τόσες εξέχουσες φυσιογνωμίες του πνευματικού μας κόσμου. Σ' αυτήν την κατάντια θα τους οδηγούσε το σύστημα της Μακρονήσου για να βλέπουμε τώρα μπροστά μας τα παιδιά αυτά να μαστιγώνουν ανυπεράσπιστες γυναίκες; Και φυσικά εμείς γνωρίζαμε πολύ καλά το τι θα πει Μακρόνησος. Μα οι άλλοι, πάρτε το χαμπάρι, μόνες μείνατε, όλες οι άλλες έχουν υπογράψει. Αυτά λέγαν σε κάθε σκηνή. Εμείς όμως δεν τους ακούμε. Στ' αυτιά μας φτάνουν οι φωνές της Βαγγελιώς που ουρλιάζοντας από τους πόνους φώναζε στον Κατσιμίχα «Χτύπα ρε φασίστα, χτύπα όσο θες, μα εγώ το αίμα του αδελφού μου δε θα τ' απαρνηθώ». Και η Βαγγελίτσα ήταν μόλις 17 χρονών. Και σαν τη Βαγγελίτσα φάγανε ξύλο πολλές.

Οταν κάποτε πήρε τέλος η εφιαλτική εκείνη νύχτα άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας τα πιο συνταρακτικά νέα ή οι συνέπειες του άγριου εκείνου ξυλοδαρμού που υπέστησαν οι γυναίκες στις 30 Γενάρη του 1950. Πάνε πενήντα πέντε χρόνια κι ακόμα οι γυναίκες σέρνουν μαζί τους τα βιώματα εκείνα που άφησαν στην ψυχή τους την αθεράπευτη φοβία τους, τα ψυχικά τους τραύματα, τις αναπηρίες. Γι' αυτό όταν ακούμε τα ονόματα Γκουαντανάμο - Αμπού Γκράιμπ κ.ά. ξέρουμε πολύ καλά τι τραβάνε οι κρατούμενοι εκεί, αφού οι εμπνευστές τους είναι πάντα οι ίδιοι.

Νίτσα Γαβριηλίδου


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ