Eurokinissi |
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας της κυβέρνησης εντάσσεται και η πρόσφατη εξαγγελία για καθιέρωση βαθμολογικής βάσης για την εισαγωγή των υποψηφίων σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Το υπουργείο Παιδείας εμφανίζει κάτι τέτοιο ως κίνητρο για τους μαθητές να προσπαθήσουν περισσότερο, ενώ επικαλείται το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες και τα «στάνταρ» που βάζουν ξένα πανεπιστήμια.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια κίνηση αποπροσανατολισμού από τις αιτίες για την κατάσταση στην Παιδεία.
Κι αυτό γιατί οι επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις για εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν αποτελούν κριτήριο αποτίμησης του εκπαιδευτικού συστήματος, ούτε των ικανοτήτων των μαθητών. Πρόκειται καθαρά για εξετάσεις επιλογής που μετρούν τις επιδόσεις του μαθητή τη συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς να συνεκτιμώνται μια σειρά παράγοντες. Και βέβαια δεν μπορεί να παραβλέπει κανείς και το κατά πόσον είναι εύκολα ή δύσκολα τα ζητήματα που επιλέγονται κάθε φορά ως θέματα εξετάσεων ως μέτρο που καθορίζει τις επιδόσεις.
Αυτό απαντά και στην προσπάθεια της υπουργού Παιδείας να μεταθέσει την ευθύνη στους μαθητές, όταν ισχυρίζεται ότι «το πόσοι επιτυγχάνουν ή δεν επιτυγχάνουν, δεν έχει σχέση και με τη δυσκολία των θεμάτων, έχει σχέση και με το ποιοι είναι αυτοί που δίνουν εξετάσεις».
Μέτρα σαν και αυτό, της καθιέρωσης βαθμολογικής βάσης, χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για να μένουν ανέγγιχτα τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης.
Δεν απαντούν και δεν προτίθενται να απαντήσουν στο ζήτημα της δομής και του περιεχομένου που έχει το σχολείο από το οποίο αποφοιτούν οι υποψήφιοι για την ανώτατη εκπαίδευση και ποιες επιλογές έχουν μετά από αυτό.
Σήμερα, το Λύκειο παραμένει προσανατολισμένο σε μια διαδικασία ταξικής διαλογής, απευθυνόμενο αποκλειστικά σε όσους επιδιώκουν να εισαχθούν στην ανώτατη εκπαίδευση.
Από το σχολείο αυτό, η μεταρρύθμιση των τελευταίων χρόνων έχει στερήσει κάθε μορφωτική λειτουργία, με τους μαθητές να επιδίδονται σε έναν αγώνα αποστήθισης θεμάτων για τις εξετάσεις. Οσο για το περιεχόμενό του, το συνθέτουν ένα πλήθος ασύνδετων και σε πολλές περιπτώσεις αντιεπιστημονικών πληροφοριών, κάνοντάς το απωθητικό στους μαθητές.
Η ουσιαστική γνώση τείνει να εξοβελιστεί από το σχολείο, το οποίο όμως έχει «εμπλουτιστεί» με πληθώρα κοινοτικών και άλλων προγραμμάτων παρέμβασης στις συνειδήσεις των μαθητών (π.χ. διάφορα προγράμματα καλλιέργειας της «ευρωπαϊκής ιδέας», ανάπτυξης της «επιχειρηματικότητας», «καταναλωτικού πνεύματος» κλπ.).
Πέρα όμως από το περιεχόμενο του Λυκείου, που συνιστά από μόνο του ένα μεγάλο πρόβλημα, που όσο δε λύνεται θα βρίσκονται στον αέρα και οι όποιες αναφορές στη βαθμολόγηση, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και το πρόβλημα που προκύπτει από τη μείωση του αριθμού των εισακτέων. Η κυβέρνηση αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό θα συμβεί και από την καθιέρωση της βαθμολογικής βάσης.
Από μόνο του αυτό αποτελεί αφορμή για προβληματισμό πάνω στα αδιέξοδα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι μαθητές μετά το λύκειο.
Ηδη η ασφυκτική σύνδεση με την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ έχει οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερο ανταγωνισμό και γιγάντωση της παραπαιδείας, ειδικά για όσους επιδιώκουν την εισαγωγή σε κάποια από τις λεγόμενες περιζήτητες σχολές.
Ταυτόχρονα, όμως, τόσο η τωρινή όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση διακηρύσσουν ότι είναι στρεβλή η αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας πως όλα τα παιδιά θα πρέπει να πάνε στο Πανεπιστήμιο. Επαναλαμβάνεται, μάλιστα, κατά καιρούς ότι «δεν μπορούν να γίνουν όλοι γιατροί και δικηγόροι».
Κι ενώ αυτά διακηρύσσουν, διατηρούν τα αδιέξοδα για τους αποφοίτους ενός λυκείου που δεν παρέχει ουσιαστικά εφόδια και που για όσους δεν εισαχθούν σε πανεπιστήμια ή ΤΕΙ, έχει να προτείνει τα κάθε λογής ΙΕΚ, Εργαστήρια, Εκπαιδευτήρια κλπ. Δηλαδή μια φτηνή βραχυπρόθεσμη κατάρτιση και επανακατάρτιση.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και στην Παιδεία έχει τις αιτίες της στον προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, που είναι στραμμένο στην εξυπηρέτηση του μεγάλου κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, το μέτρο της καθιέρωσης βαθμολογικής βάσης, ξεκομμένο από μια σειρά παρεμβάσεων που θα στοχεύουν στο ριζικό αναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης, δε θα ανακουφίσει όσους στενάζουν κάτω από το οικονομικό βάρος που καλούνται να σηκώσουν και που αγωνιούν για το τι εφόδια δίνει και τι ανθρώπους παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα.
Και μάλιστα την ίδια στιγμή που για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων η συγκεκριμένη πολιτική δεν κλείνει απλά το δρόμο για το Πανεπιστήμιο, αλλά και το ίδιο το λύκειο. Για αυτή τη μεγάλη μάζα των παιδιών ανοίγεται μόνο ο δρόμος της κατάρτισης των ΤΕΕ (ή της ...βελτιωμένης εκδοχής των Επαγγελματικών Λυκείων) και στη συνέχεια η πορεία που έχει προδιαγράψει για αυτούς το μεγάλο κεφάλαιο, να πάρουν δηλαδή θέση στην παραγωγή ως η μεγάλη μάζα εκμεταλλεύσιμου εργατικού δυναμικού έτοιμου.
Με την καθιέρωση παράλληλα ενός συστήματος δημόσιων και δωρεάν επαγγελματικών σχολών, μετά το ενιαίο 12χρονο σχολείο, για να εξασφαλίζεται ουσιαστική επαγγελματική μόρφωση σε όσους δεν επιλέγουν τις σπουδές στα πανεπιστήμια. Την καθιέρωση παράλληλα ενιαίας δημόσιας και δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης, αποδεσμευμένης από τα μονοπώλια. Που θα καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας για επιστήμονες και όχι τις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρήσεων.
Το δικαίωμα στην Παιδεία που χρειάζεται και αξίζει σήμερα ο νέος δεν περνά μέσα από την αποδοχή των εκβιαστικών διλημμάτων του τύπου «κατάρτιση ή κοινωνικός αποκλεισμός» που θέτει η Ευρωπαϊκή Ενωση και αναπαράγουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Ούτε μέσα από διαλόγους σαν αυτόν που έχει στηθεί αυτό το διάστημα για τη νομιμοποίηση των αντιδραστικών τομών που προωθούνται.
Η κατάκτηση μιας Παιδείας που θα συναντά τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες και θα καθορίζεται από αυτές, περνά μέσα από τη συνειδητοποίηση από πλευράς των εργαζομένων, ότι η Παιδεία είναι υπόθεση όλων, όπως και η συντονισμένη δράση με προσανατολισμό που θα βρίσκεται σε αντίθετη κατεύθυνση από το «μονόδρομο» των προωθούμενων μέτρων.