Τετάρτη 20 Ιούλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Εσμιξε με τους εργάτες

Είναι περίλυπη η ψυχή του μέχρι θανάτου. Ακριβώς έτσι, μέχρι θανάτου.

Οχι, δε θυμήθηκε το στίχο από τα εγκώμια, θα μπορούσε να μιλήσει κι αλλιώς. Εχω μια κούραση βαριά/ στο σώμα μου και την καρδιά. Και να το τραγουδούσε όπως ο Καζαντζίδης...

Τι έπαθε: 10 ώρες δουλιά και 3 πήγαινε-έλα, 13. Ως τις 24 μένουν 11. Να πλυθεί, να φάει κι αμέσως να κοιμηθεί. Τόση νύστα. Είναι ζωή αυτή;

Παλικάρι. Μόλις πήρε το πτυχίο. Τι χαρές κι ευχές εκεί στο χωριό. Και ποιος δεν τον συγχάρηκε. Είχαν μαζευτεί και κάμποσοι και στρώθηκαν στο τσίπουρο. Χαίρονταν οι άνθρωποι. Γλίτωσε το παιδί απ' τη λάσπη των χωραφιών, τα χαλάζια, τις παγωνιές, τις τιμές χωρίς αντίκρισμα.

Ευχές από παντού. Και μια καλή νύφη, αφού τέλεψε και με το στρατιωτικό. Αν δεν τελειώσεις με το στρατιωτικό, δε μεγαλώνεις. Ετσι το 'χουν στο χωριό.

Να παντρευτεί με υπόλοιπο 11 ωρών, που τις διεκδικεί και τις κερδίζει ο Μορφέας; Η σχέση δοκιμάζεται, αν δε χάθηκε.

Χαρά που έκανε, όταν του είπαν «προσλαμβάνεσαι». Δεν άκουσε τους όρους. Δεν είχε και επιλογές. Τηλέφωνο στο χωριό, να πει το νέο.

Να χαρούν. Η αλήθεια να λέγεται. Τους όρους τους άκουσε. Σιγά που δε θ' αντέξει. Είναι και ο νόμος.

Και τώρα; Νιώθει μια κούραση βαριά και η φωνή του Καζαντζίδη να τα λέει όλα. Σκέφτηκε να τα παρατήσει. Να πάει όμως πού; Στο χωράφι; Δεν έχει χαΐρι. Ασε που δεν πρόκειται να καταλάβουν οι χωριανοί του και θα τον δείχνουν ως την αποτυχία. Δεν την αντέχει την καταφρόνια, μήτε το βουβό κλάμα της μάνας του. Τόσοι κόποι, τόσα έξοδα κι αυτός τίποτε.

Θυμάται τη φοιτητική ζωή. Ομορφα που ήταν, παρ' όλη τη φτώχεια, θυμάται τις διαδηλώσεις, τα συνθήματα. Εργάτες, αγρότες και φοιτητές. Τιμούσε την τάξη του με τούτο το σύνθημα: Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη. Το φώναζε, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνει. Του άρεσε όμως, γιατί είχε οργή.

Δεν είναι πια φοιτητής. Εργάτης είναι. Και η ψυχή του περίλυπη μέχρι θανάτου. Πού θα πάει αυτό το πράγμα;

Συναντήθηκε η φοιτητική παρέα κι ας μην είναι πια φοιτητές. Νιώσαν την ανάγκη να σμίξουν. Να καπνίσουν παρέα. Να πιουν ένα ποτήρι κρασί και να τραγουδήσουν, όπως τότε. Αχ, πόσο πεθύμησε να τραγουδήσει.

Δεν τραγούδησαν. Το δράμα του είπε ο καθένας και ήπιαν. Ηπιαν πολύ κρασί. Μόνο σε κάποια παύση ένας μουρμούρισε τους «Μοιραίους». Φάλτσα-ξεφάλτσα, τους τραγούδησαν. Περίεργο, πόσο καλά καταλαβαίνουν τώρα τον Βάρναλη.

Πού 'ναι οι διαδηλώσεις, τα συνθήματα, το φούσκωμα που νιώθανε, λες κι άγγιζαν τον ουρανό; Πού 'ναι τ' αστεία και οι παλικαροσύνες; Τον εργοδότη δεν τον βλέπεις. Το μηχανισμό του βιώνεις, μέρος του οποίου είσαι κι εσύ και μόνο γιατί δουλεύεις με τους κανόνες του. «Μοντέρνοι καιροί» λένε και θυμούνται τον Τσάπλιν, χωρίς να γελάνε τώρα.

Να κάνουμε κάτι, είπε κάποιος απ' την παρέα. Τι, ρώτησε ένας. Απεργία, είπε άλλος. Με ποιους; Σωματείο δεν υπάρχει. Να στηθεί. Κάτι να κάνουμε, γαμώτο, ξέσπασε ο πιο μικρός και σιωπηλός. Αρνούμαι να πεθαίνω από λίγο κάθε μέρα.

Σκόρπισε η παρέα. Στην TV μιλούσαν γι' ανταγωνιστικότητα, ευελιξίες και τέτοια. Ούτε που τους άκουσε. Φλυαρούσαν χωρίς θεατές. Αυτοί που δουλεύουν, κοιμούνται.

Δεν πήγε στη δουλιά τη μέρα της απεργίας. Φώναζε οργισμένα τα συνθήματα, χωρίς τη φορά αυτή να βραχνιάσει. Εσμιξε με τους εργάτες.

Την άλλη μέρα τον απέλυσαν. Τώρα ψάχνει για δουλιά και σκέφτεται. Μόνο η επανάσταση θ' αλλάξει τα πράγματα. Γι' αυτήν πρέπει να δουλέψει ως νεαρό μέλος της εργατικής τάξης.


Ιορδάνης Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ