Κυριακή 11 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Οι ξεριζωμένοι

Οι Misiones, όπως κάθε περιοχή που βρίσκεται στα σύνορα, είναι πλούσια σε χαρακτηριστικούς ανθρώπινους τύπους. Στους σκληρούς χρόνους της δουλείας στα μεγάλα αγροκτήματα ο Alto Parana έγινε τόπος δράσης μερικών τέτοιων χαρακτηριστικών τύπων. Επικεφαλής ένας ληστής με τόση αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, που δοκίμαζε τα πιστόλια του πάνω στον πρώτο περαστικό. Στην ίδια εποχή ανήκει ο τυπικός άρχοντας Pedrito, του οποίου οι Ινδιάνοι που τους εκμεταλλεύονταν αγόρασαν τα πρώτα παντελόνια. Φυσικά και στις περιοχές του χρυσού και του καουτσούκ ήταν άφθονοι οι χαρακτήρες με ρομαντικό χρώμα.

Ομως με τις πρώτες προόδους του «πολιτισμού» τα πράγματα άλλαξαν. Τα μεγάλα αγροκτήματα εφοδιάζονταν τα αναγκαία υλικά από άλλες περιοχές διά μέσου μεγάλων πλοιαρίων. Οι εργάτες σ' αυτά τα πλοιάρια, πιεσμένοι και ξέπνοοι, στριφογύριζαν, αγκομαχούσαν κόντρα στα ρεύματα της κόλασης. Μερικές φορές επέστρεφαν μόνοι πάνω σε πασσάλους αφήνοντας το κατεστραμμένο εμπόρευμα μέσα στα βυθισμένα πλοιάρια.

Ενας από τους πρώτους εργάτες ήταν ο νέγρος Joao Pedro. O Joao Pedro είχε εμφανιστεί ένα μεσημέρι από το βουνό με το παντελόνι διπλωμένο πάνω στα γόνατά του και το βαθμό του στρατηγού, επικεφαλής 10 Βραζιλιάνων που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τον ηγέτη τους. Εκείνη την εποχή, η Βραζιλία ξεχείλιζε πάνω στις Misiones, μετά από κάθε επανάσταση, ορδές φυγάδων, των οποίων τα μαχαίρια δε στέγνωναν στην ξένη γη.

Ο Joao Pedro, δύστυχος στρατιώτης, όφειλε στην καλή γνώση του βουνού την άνοδό του στο βαθμό του στρατηγού. Η ομάδα μόλις έφτασε στην περιοχή διαλύθηκε. Δεν είχε πια λόγους να είναι ενωμένη. Ο Joao Pedro έφτασε στα αγροκτήματα και αρχικά δούλεψε σαν εποχιακός εργάτης. Στη συνέχεια, φύλαγε το κοπάδι ενός ξένου στα βοσκοτόπια του βουνού. Ο αποκλειστικός του σκοπός ήταν να προμηθεύεται αλάτι από την περιοχή για να λιπαίνει τα εδάφη, ώστε να προσελκύει τίγρεις. Μέσα στο μυαλό του δούλευαν διάφορες σκέψεις για μελλοντικό εμπόριο. Ο ιδιοκτήτης αντελήφθη στο τέλος πως οι αγελάδες του ψόφαγαν άρρωστες σε τόπους για κυνήγι τίγρεων και μίλησε σκληρά στον επιστάτη του. Αυτός δεν απάντησε αμέσως. Την άλλη μέρα, οι κάτοικοι βρήκαν τον ιδιοκτήτη χτυπημένο με τρομερές μαχαιριές. Ο Joao Pedro είπε απλά: «Ξέχασε ότι και εγώ ήμουν τόσο άνδρας όπως και αυτός. Και τον καθάρισα τον Γάλλο». Ο ιδιοκτήτης ήταν Ιταλός. Ομως για τον Βραζιλιάνο όλοι οι ξένοι είχαν την ίδια εθνικότητα.

Μετά από μερικά χρόνια βρίσκουμε τον πρώην στρατηγό να κατευθύνεται σε ένα αγρόκτημα του Ibera, του οποίου ο ιδιοκτήτης είχε φήμη ότι πλήρωνε με παράξενο τρόπο τους εργάτες που απαιτούσαν το μισθό τους. Ο ιδιοκτήτης δέχτηκε τις υπηρεσίες του Βραζιλιάνου μ' αυτούς τους όρους: «Σε σένα μαύρε, για τις υπηρεσίες σου θα πληρώνω 2 πέσος καθώς και το φαγητό σου. Μην ξεχάσεις να έρθεις να πληρωθείς στο τέλος του μήνα».

Ο Pedro έφυγε κοιτάζοντας λοξά και όταν στο τέλος του μήνα ήρθε να πληρωθεί ο αφέντης του είπε: «Απλωσε το χέρι, μαύρε, και σφίξτο δυνατά». Και ανοίγοντας το κουτί του τραπεζιού έβγαλε ένα ρεβόλβερ που το άδειασε πάνω στο χέρι του εργάτη. Ο Joao Pedro έφυγε τρέχοντας με το αφεντικό πίσω του που τον πυροβολούσε. Στο τέλος κατάφερε να βυθιστεί σε μια λίμνη με βρώμικα νερά όπου συρόμενος κάτω από φύκια και άχυρα κατάφερε να βρει ένα στήριγμα που υψωνόταν στο κέντρο της λίμνης σαν ένας κώνος. Προστατευόμενος πίσω από αυτό ο Βραζιλιάνος περίμενε παρακολουθώντας το αφεντικό του. Μην κουνιέσαι μαύρε, του κραύγασε ο άλλος που του είχαν τελειώσει τα φυσίγγια. Ο Pedro δεν κουνήθηκε. Και όταν ξεμύτισε πάλι, είδε το αφεντικό να επιστρέφει καλπάζοντας με το ρεβόλβερ γεμάτο. Αρχισε τότε ένας τρομερός αγώνας. Το αφεντικό προσπαθούσε να χτυπήσει τον μαύρο και αυτός στριφογύριζε γύρω απ' το στήριγμα αποφεύγοντας τους πυροβολισμούς. Εδώ είναι ο μισθός σου μαύρε, κραύγαζε καλπάζοντας ο αφέντης. Και η κορυφή του στηρίγματος έσπαγε σε κομμάτια. Εφτασε μια στιγμή που ο Βραζιλιάνος δεν μπορούσε να στηριχτεί πια και βυθίστηκε στα βρώμικα νερά της λίμνης...

Τα μεσάνυχτα ο Joao Pedro βγήκε στις όχθες της λίμνης, φουσκωμένος και τουρτουρίζοντας. Πήγε στο βουνό να συζητήσει με άλλους εργάτες φυγάδες, στους οποίους επίσης το αφεντικό χρώσταγε 2 πέσος και το φαγητό τους. Αυτοί οι εργάτες έκαναν μια ζωή σχεδόν ελεύθερη, την ημέρα στο βουνό και το βράδυ στους δρόμους. Ομως, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το πρώην αφεντικό τους, αποφάσισαν να πληρώσουν αναμεταξύ τους έναν, ο οποίος θα απαιτούσε από το αφεντικό την πληρωμή των μισθών τους. Ο κλήρος έπεσε στον Pedro, ο οποίος βάδισε για δεύτερη φορά προς το αγρόκτημα ανεβασμένος πάνω σ' ένα μουλάρι.

Ο εργάτης και το αφεντικό συναντήθηκαν, ο ένας με το ρεβόλβερ στη μέση και ο άλλος με το πιστόλι του στο ζωστήρα. Καλά μαύρε, είπε το αφεντικό. Ηρθες να εισπράξεις το μισθό σου... Θα σε πληρώσω στη συνέχεια.

Ναι ήρθα, απάντησε ο Βραζιλιάνος.

Χτύπα πρώτος!

Μου αρέσει, απάντησε το αφεντικό!

Χτύπα...

Είσαι έτοιμος;

Ναι, απάντησε ο μαύρος βγάζοντας το πιστόλι.

Ο ιδιοκτήτης σημάδεψε, όμως δε βρήκε το στόχο. Επίσης και αυτή τη φορά από τους δυο άνδρες επέστρεψε μόνο ο ένας.

Αλλος Βραζιλιάνος, ξεριζωμένος όπως ο Pedro, ήταν ο Tirafogo. Ηταν δαμαστής μουλαριών. Στην περίοδο της σποράς δούλευε στα αγροκτήματα.

Μέσα στο καταμεσήμερο χωμένος σε βαθουλώματα, που δε φτάνει ο αέρας. Τελείωνε τη δουλιά του τα ξημερώματα... Δε δυσανασχετούσε... Η αισιοδοξία ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του.

Την εποχή που εγώ έφτασα εδώ συνηθίζαμε να βρίσκουμε στο δρόμο μας έναν νέγρο πολύ γέρο που βάδιζε με δυσκολία και χαιρέταγε πάντα με ένα τρεμουλιαστό «Καλημέρα αφεντικό» οποιονδήποτε έβρισκε μπροστά του. Ηταν ο Joao Pedro. Ζούσε σε ένα κτήμα μικρό, δίπλα σε ένα έδαφος που ανήκε σε ξένους. Τον ίδιο χρόνο ο Tirafogo, γέρος και αυτός, δεχόταν καμιά δουλιά με το κομμάτι και καθυστερούσε μήνες να την παραδώσει.

Η χώρα είχε αλλάξει ριζικά. Ο πληθυσμός και η ίδια η όψη της χώρας διέφεραν από τους πρώτους παρθενικούς χρόνους, όταν η παραγωγή γινόταν από όλους για όλους, μέσα από το συνεταιριστικό σύστημα. Τότε δεν ήταν γνωστό το χρήμα, ούτε ο αγροτικός κώδικας, ούτε οι φράχτες με λουκέτο. Τώρα η χώρα ήταν διαφορετική. Ο Tirafogo και ο Pedro, γέροι πια, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις αλλαγές. Ε! έλεγε ο Joao Pedro στο συμπατριώτη του. Είμαστε μακριά από την πατρίδα μας... και μια μέρα θα πεθάνουμε... θα πεθάνουμε μακριά από τη γη μας... Κάθε απόγευμα έκαναν την ίδια συζήτηση χωμένοι μέσα στις αναμνήσεις τους.

Την ηρεμία τους ήρθε να ταράξει το πρώτο ξέσπασμα των εργατών που άρχισαν να οργανώνονται και να διεκδικούν. Και αυτό σε μια περιοχή που δε διατηρεί από το Ιησουίτικο παρελθόν της τίποτα παραπάνω από δύο δόγματα. Τη σκλαβιά της εργασίας και το απαραβίαστο του αφέντη. Εγιναν απεργίες εργατών και διαδηλώσεις με επικεφαλής έναν έφιππο ηγέτη που σήκωνε την κόκκινη σημαία, ενώ οι αναλφάβητοι εργάτες τραγουδούσαν γύρω απ' αυτόν τη Διεθνή. Εγιναν συλλήψεις...

Οι Βραζιλιάνοι είχαν ζαλιστεί μπροστά στα νέα γεγονότα. Και κάτω από την επίδρασή τους οι δύο προγεγραμμένοι ένιωσαν τελικά να συγκεκριμενοποιούνται οι επιθυμίες τους. Ναι, η μακρινή πατρίδα ξεχασμένη ογδόντα χρόνια...

Που ποτέ, ποτέ... Δε θέλω να πεθάνω χωρίς να δω τη γη μου. Τώρα ακριβώς ήθελα να στο προτείνω!

Εφυγαν... Η κεντρική οροσειρά των Misiones, όμως, δεν ήταν ευνοϊκή για τα βήματα των γέρων ξεριζωμένων. Γρήγορα έπρεπε να μπουν στο κλειστό βουνό. Είχε αρχίσει η περίοδος των βροχών, που πλημμυρίζουν τη ζούγκλα. Εφτασε μια στιγμή, που οι δυο γέροι ξεριζωμένοι, χτυπημένοι από φυματίωση και πυρετό, δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους.

Από την κορυφή του βουνού που βρίσκονταν ο Tirafogo κοίταξε και αναγνώρισε τους πευκώνες της γης του. Δον Pedro! Φτάσαμε! Ακούγοντας αυτό, ο Joao Pedro άνοιξε τα μάτια καρφώνοντάς τα ακίνητα στο κενό. Εγώ ήδη έφτασα συμπατριώτη μου! Είδα τη γη μου! Μουρμούριζε ο Tirafogo. Εγώ έφτασα, απάντησε ο ετοιμοθάνατος. Εσύ είδες τη γη και εγώ είμαι εκεί. Αυτό που συμβαίνει Δον Joao, είπε ο Tirafogo, είναι ότι εσύ πεθαίνεις. Εσύ δεν έφτασες! Ο Pedro δεν απάντησε αυτή τη φορά. Ηδη είχε φτάσει...

Κατά τη διάρκεια μακρού χρόνου ο Tirafogo κοίταξε το υγρό έδαφος, κουνώντας αργά - αργά τα χείλη. Στο τέλος άνοιξε τα μάτια και τα χαρακτηριστικά του μεγάλωσαν ξαφνικά από μια έκφραση παιδικής χαράς. Ηδη έφτασα μάνα... Ο Joao Pedro είχε δίκιο. Πηγαίνω μαζί του...


Μετάφραση:
Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ