Τρίτη 2 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΛΑΪΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
Βραχνάς τα χρέη στις τράπεζες

Στην υπερχρέωση των εργαζομένων στηρίχτηκε η «δυναμική» της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ

Βουτηγμένα στα τραπεζικά χρέη είναι τα λαϊκά νοικοκυριά της χώρας σε μια κατάσταση που είναι γέννημα - θρέμμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) ο βαθμός υπερχρέωσης των νοικοκυριών είναι αυτός που έχει τροφοδοτήσει το επίπεδο της κατανάλωσης. Με άλλα λόγια ο τραπεζικός δανεισμός των λαϊκών νοικοκυριών είναι ένας ακόμη μοχλός αύξησης της συνολικής μάζας των παραγόμενων κερδών, τα οποία λυμαίνεται το μεγάλο κεφάλαιο. Η ίδια μελέτη συμπεραίνει πως η μέχρι και σήμερα ραγδαία αύξηση της υπερχρέωσης τείνει πλέον να εξαντλήσει τα όριά της. Μια τέτοια εξέλιξη - σε συνδυασμό μάλιστα με τα προγράμματα «δημοσιονομικής λιτότητας» - πρόκειται να έχει άμεσες επιπτώσεις τόσο στην εσωτερική ζήτηση για κατανάλωση όσο και στην αγορά νέων κατοικιών. Είναι φανερό δηλαδή πως το συγκεκριμένο μοντέλο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η λεγόμενη «αναπτυξιακή δυναμική» της ελληνικής οικονομίας που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της περιόδου, έχει σχεδόν ολοκληρώσει τον κύκλο του.

Στη μελέτη του ΚΕΠΕ επισημαίνονται τα παρακάτω:

  • Στην περίοδο 2000-2004 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης στα καταναλωτικά δάνεια έφτασε σε 34,6% και στα στεγαστικά δάνεια σε 31%.
  • Το 2004 η αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών ισοδυναμούσε με το 95% της αύξησης του ΑΕΠ.
  • Η διατήρηση αυτών των ρυθμών θα προκαλέσει «σε διάστημα λίγων μόνο ετών, την εκτίναξη του χρέους σε επίπεδα πολύ υψηλά σε σχέση με τα εισοδήματά τους».
  • Σε συνέχεια των παραπάνω η μελέτη αναφέρει πως «μέχρι το 2007 η αναλογία του χρέους των νοικοκυριών στο ΑΕΠ στην Ελλάδα θα έχει ξεπεράσει τη σημερινή αντίστοιχη αναλογία για την ευρωζώνη». Και συνεχίζει «μέχρι το 2010 το χρέος των νοικοκυριών θα έχει υπερβεί το 90% του ΑΕΠ, καθιστώντας τα ελληνικά νοικοκυριά σαφώς υπερχρεωμένα».

Η μελέτη του ΚΕΠΕ διαπιστώνει επίσης πως η «διατήρηση των σημερινών ρυθμών αύξησης του χρέους των νοικοκυριών οδηγεί σύντομα σε μη βιώσιμα επίπεδα δανεισμού» και θεωρεί «πολύ πιθανόν» οι ρυθμοί αυτοί, κατά τα προσεχή χρόνια, να σημειώσουν «σημαντική κάμψη».

Το γεγονός ότι η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια στηρίχτηκε κυρίως στον υπερδανεισμό των νοικοκυριών, προκύπτει και από τα εξής αποκαλυπτικά στοιχεία της μελέτης του ΚΕΠΕ:

  • «Ιδιωτική κατανάλωση»: Στη μελέτη διαπιστώνεται ισχυρός και βαθμιαία αυξανόμενος βαθμός συσχέτισης ανάμεσα στα νέα καταναλωτικά δάνεια κάθε έτους και το ύψος της κατανάλωσης. Ετσι η αναλογία της ετήσιας αύξησης των καταναλωτικών δανείων συγκριτικά με την ετήσια αύξηση της κατανάλωσης εκτινάχτηκε το 2004 σε 75% από 34% το 2003 και 6% το 1996 (!)
  • Κατοικίες: Στην τριετία 1996-1998 τα νέα στεγαστικά δάνεια συγκριτικά με τις ετήσιες επενδύσεις για κατοικία ήταν στο 22%. Το ποσοστό αυτό έφτασε σε 45% το 2000 και για το 2004 εκτινάχτηκε σε 82%.

Εν κατακλείδι η μελέτη του ΚΕΠΕ συμπεραίνει πως «μια κάμψη των ρυθμών αύξησης του δανεισμού θα έχει άμεσες και σημαντικές αρνητικές επιδράσεις τόσο στον κλάδο της κατασκευής νέων κατοικιών, όσο και σε ποικίλους κλάδους παραγωγής και εμπορίας καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών». Την εξασθένηση της «εσωτερικής ζήτησης» θα επιτείνουν το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων αλλά και του ποσοστού αύξησης των δανειοληπτών που αδυνατούν να αποπληρώσουν τις δόσεις τους. Και οι δυο αυτοί παράγοντες έχουν ήδη ξεκινήσει να κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους, γεγονός που έχει προκαλέσει και τις όψιμες ανησυχίες των τραπεζιτών, οι οποίοι αγωνιούν αποκλειστικά για την «ομαλή» καταλήστευση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Ηδη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προχωρήσει σε δυο διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων (συνολικά μισή εκατοστιαία μονάδα). Σύμφωνα με στοιχεία της «Τράπεζας της Ελλάδος» τα δάνεια που έχουν βγει στο «κόκκινο» φτάνουν ήδη σε 4,5 δισ. ευρώ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ