Κυριακή 9 Ιούλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Κατερίνα του Ολύμπου

Γρηγοριάδης Κώστας

Ετσι την άρχισε την ιστορία της:

«Εγώ ας δακρύζω, εσύ μη στεναχωριέσαι...».

Καθόταν αντίκρυ μου μαυροντυμένη, με σακατεμένο το δεξί ώμο της με σπασμένα πλευρά, με τα σημάδια του παιδεμού και του πόνου ζωγραφισμένα στο πρόσωπο, πρόωρα γερασμένη. Κρατούσε ένα άσπρο μαντίλι στα χέρια της, έτσι όπως τα ντροπαλά κοριτσάκια, σκουπιζόταν έλεγε:

«Εγώ ας δακρύζω, εσύ μη στεναχωριέσαι...».

Σε κάποιο χωριό στις πλαγιές του νότιου Ολύμπου. Εκεί, απ' όπου ξεκίνησε τ' αντάρτικο. Συνάντηση μετά από 40 τόσα χρόνια...

Στο πλαϊνό δωμάτιο, σκεπασμένη με τα μάλλινα ως πάνω από το κεφάλι της μην και κρυολογήσει, αναπαυόταν η εκατόχρονη παραμάνα της. Η Κατερίνα είχε εκτελέσει σωστά την υπηρεσία της. Το μεσημεριάτικο τάισμα, έτσι όπως τα μωρουδέλια, στο στόμα. Το πλύσιμο των χεριών της με νωπή ζεστή πετσέτα. Το αέρισμα του χώρου. Τη μεταφορά της στο δεύτερο κρεβάτι. Το σωστό κλείσιμο της πόρτας. Ολα όσα ζητούσε. Σ' αυτό το ανάμεσο, ώσπου να ξυπνήσει και να ξαναρχίσει το «κάμε μου αυτό και κάνε μου το άλλο», αποτραβηχτήκαμε και μεις στην άλλη την κάμαρη να κουβεντιάσουμε.

Τη ρώτησα:

«Θυμάσαι, Κατερίνα, πότε σε φέρανε εδώ;».

Μισοκλείνει τα μάτια της, μια τρικυμία οι ρυτίδες στο πρόσωπο.

«Πώς να θυμηθώ; Λένε πως θα 'μουν ενάμιση χρονών...».

«Και πότε έμαθες ότι...».

«Μαθητριούλα στο Δημοτικό. Τα αγαπούσα τα γράμματα. Εγραφα και ποιηματάκια. Ηθελα να πάω παραπέρα. Και τότε πρωτάκουσα απ' αυτή που τη λογάριαζα για μάνα μου, τα πικρόχολα λόγια της: "Να πας παραπέρα; Αμ, δε θα σου γίνει. Και ποιος, μωρή, θα κάνει τις δουλιές του σπιτιού; Αν έβγαινες απ' τα σπλάχνα μου...".

Σταμάτησα το σχολειό. Το 'χα μετά μεράκι να γίνω μοδίστρα. Και ξανάκουσα πάλι το ίδιο: "Για να κάνω εγώ τις δουλιές του σπιτιού, ε; Να κάτσεις στ' αυγά σ'. Αν έβγαινες από τα σπλάχνα μου...".

Με κράτησε στο σπίτι. Ζύμωνα, έπλενα, συγύριζα, φρόντιζα τα ζα. Πήγαινα και στο χωράφι με τον πατριό μου. Θα 'μουν δε θα 'μουν δώδεκα χρονών, όταν πρωτόρθαν προξενητάδες. Επαιζα στην αυλή με τις φιλενάδες μου. Με φώναξαν απάνω. Πήγα. Τίποτα δεν καταλάβαινα απ' αυτά. Ντρεπόμουν. Πώς να φερθώ; Δεν ταίριαξε το προξενιό. Τους άρεσα, μα ζητούσαν πιότερη προίκα. Κι η παραμάνα μου ήθελε να τον κρατήσει στο σπίτι μας το γαμπρό, για να 'χει και μένα κοντά της. Για τις δουλιές...

Δεκατριών χρονών μ' αρραβώνιασαν κρυφά...».

Σκουπίζει τα μάτια της η Κατερίνα, προσπαθεί να πνίξει έναν λυγμό, συνεχίζει: «Ερχόταν σπίτι όταν ήμουν μόνη. Του ξέφευγα. Μ' έπιανε τρόμος και που τον έβλεπα. Είχε άγριο πρόσωπο. Φαινόταν σκληρός. Κι ήμουν τόσο ευαίσθητη. Μια μέρα, στο κυνηγητό, άνοιξα την κλαβανή κι έπεσα στο υπόγειο. Με βρήκε. Εκεί θρήνησα τη σκοτωμένη μου παιδικότητα, τα πρωτογέννητα όνειρα του κοριτσιού...».

Σκουπίζει ξανά τα μάτια της, συνεχίζει:

«Ηρθαν τα χρόνια της Κατοχής. Βοηθούσα κι εγώ τους αντάρτες. Επλεκα κάλτσες, φανέλες, έκανα ό,τι μπορούσα. Ενιωθα πως ξαναγεννιόμουν. Μπήκε και ο άντρας μου σ' αυτόν τον αγώνα. Αυτό ήταν και το φταίξιμό μας. Στην άλλη κατάσταση που ήρθε μετά το διώξιμο των ξένων, μας φυλάκωσαν, τον άντρα μου τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον εκτέλεσαν...

Σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, έμεινα χήρα με τρία ανήλικα. Δεν μπορώ τώρα να σου τα ιστορήσω όλα όσα πέρασα, δεν μπορώ... Πώς να τα μεγαλώσω τα σπλάχνα μου; Το σπίτι καμένο. Και μεις κυνηγημένοι, από στρατόπεδο σε στρατόπεδο. Από πουθενά κάποια συμπαράσταση, κάποια συμπόνια. Σ' άγριο διωγμό, μας είχαν. Ακόμα και ο δάσκαλος τα πλήγωνε συχνά, τα τιμωρούσε αναίτια τα παιδιά μου, επειδή τον πατέρα τους τον είχαν εκτελέσει με την κατηγορία του "συνεργάτη των ανταρτών". Δούλευα στα καπνά, στ' αμπέλια, στα μποστάνια, στα καλαμπόκια, στα πρόβατα. Του κλότσου και του μπάτσου παντού. Προσβολές, ταπεινώσεις, ξενύχτια. Για το ψωμί των παιδιών μου. Για να τα μεγαλώσω. Σαν ξεπετάχτηκαν τα κοριτσάκια μου, δουλεύοντας κι αυτά νυχτοήμερα, κατέφθασαν οι μεσιτάδες. Ποιος να τα πρωτοπάρει. Να τα "σώσει", τάχα. Να τ' αγοράσει, πες. Δούλες τα 'θελαν. Για τον τάδε κύριο, για τον δείνα. Δε δέχτηκα. Πήγα δούλα εγώ. Σε κάποιον νεόπλουτο, στην πρωτεύουσα. Μετά τον πρώτο μήνα, η κυρία του οργίστηκε που της ζήτησα μισθό. "Ανάθεμα τ' αντάρτικο που σας άνοιξαν τα μάτια", ξεφώνιζε. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα, να φύγω, και με σταμάτησε. Μου 'βγαλε τα παπούτσια από τα πόδια μου, που μου 'χε τάχα "δωρίσει".

Επαθα και δυστύχημα. Κυνηγώντας το μεροκάματο, βρέθηκα κάτω από τις ρόδες ενός αμερικάνικου τζιπ. Με σακάτεψε στην ωμοπλάτη. Μου 'σπασε και πλευρά. Σ' αυτή την κατάσταση, με έπιασε μια στρίγκλα, απ' αυτές που είχανε μίσος στ' αντάρτικο, με έριξε κάτω καταμεσής στο δρόμο και με χτυπούσε με μια πέτρα όπου πήγαινε το χέρι της...».

Ξανασκουπίζει τα μάτια της, με κοιτάζει με πόνο, λέει: «Ελα τώρα, μην κάνεις έτσι, εγώ ας κλαίω, εσύ μη στεναχωριέσαι... Ξανάρχισα να δουλεύω. Ετσι, σακατεμένη. Με χίλιες στερήσεις, το αγόρι μου μπόρεσε να περάσει σε μια σχολή, για δάσκαλος. Μα πού λεφτά να συνεχίσει. Βγαίνω στους δρόμους του χωριού, χτυπώ τη μια, χτυπώ την άλλη την πόρτα. Μου λέει ένας: "Θα σου δόκω 500 δραχμές, αν μου πωλήσεις τη γίδα". Τ' αποκρίνομαι: "Και πώς θα αναθρέψω τα κοριτσάκια μου;". Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Πάω αλλού. Ζήτησαν να πάρουν το χωράφι...».

Η Κατερίνα έγειρε, ακούμπησε στο μαξιλάρι, δε δάκρυζε πια, τα μάτια της είχαν στερέψει. «Τώρα κουράστηκα, είπε, νιώθω πολύ αποσταμένη».

Θέλησα να την παρηγορήσω και της είπα:

«Να ησυχάσεις πια, Κατερίνα, αφού τα παιδιά σου βρήκαν κάποιο δρόμο στη ζωή».

Αποκρίθηκε:

«Δε θέλω τέτοιο ξαπόσταμα, να πεθάνω θέλω. Δεν έχω κανένα παράπονο. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Στη ζωή, μουσαφίρηδες είμαστε. Ηρθαμε, θα φύγουμε. Μόνο, μη λυπήσω τα παιδιά μου. Αυτό σκέφτομαι. Αλλιώς, καλύτερα να 'ρθει ο θάνατος...».

«Μα τώρα που 'ναι να χαρείς, Κατερίνα, ζητάς να κλείσεις τη ζωή σου;».

«Ακου τι θα σου πω: Σ' αυτό τον κόσμο που ζούμε, ο πραγματικός άνθρωπος ολοκληρώνεται με τον αγώνα, τη σκληρή δουλιά, τις πίκρες και τα βάσανα».

«Και αφού ολοκληρωθεί;».

«Πεθαίνει ήσυχος πως έκανε σωστά το χρέος του».

«Και το δικό σου μερτικό στη χαρά, Κατερίνα;».

«Ανήκω στις πιο ευτυχισμένες μανάδες του κόσμου. Παιδεύτηκα, πόνεσα, πικράθηκα. Ανάθρεψα όμως σωστά τα παιδιά μου, τα 'βγαλα στον ίσιο δρόμο. Τώρα ας την πάρουν τη ζωή τους στα δικά τους τα χέρια. Εγώ, ας τελειώσω...».

Ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της μητριάς της από την άλλη την κάμαρη.

«Κατερίναααα!..».

Πήγαμε μαζί μέσα.

«Τι θέλεις γιαγιά»;

«Πού ήσουν μωρή θεοσκότεινη; Πού ήσουν, που να σε πάρει ο χάρος; Δέκα βολές σε φώναξα...».

Η Κατερίνα την κοιτάζει με στωικότητα, μ' ένα άκακο βλέμμα, χαμογελάει: «Στ' άλλο δωμάτιο ήμασταν, γιαγιά. Κουβεντιάζαμε».

«Κουβεντιάζατε, κουβεντιάζατε, κι εγώ να φωνάζω».

«Ελα τώρα, πες τι θέλεις».

«Τι να θέλω; Βλέπεις πως ξύπνησα. Βάλε με στ' άλλο το κρεβάτι».

Τη σηκώνουμε, τη βάζουμε στ' άλλο το κρεβάτι, την τυλίγει με τα μάλλινα η Κατερίνα.

«Ανοιξε τώρα το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας».

Τ' άνοιξε το παράθυρο. Της λέει:

«Θέλεις, γιαγιά, να σου τοιμάσω κάτι να φας;».

«Θέλεις, θέλεις, θέλεις... Αμ πώς, δε θέλω;».

«Ψωμί με γάλα, γιαγιά, ή κοτόσουπα;».

«Ψωμί με γάλα. Και λίγη κοτόσουπα. Εχεις και κανένα σταφύλι;».

«Εχω γιαγιά και σταφύλι...».

Την τάισε, την πότισε. Πήρε μετά να της πλύνει τα χέρια, να της φρεσκάρει το πρόσωπο. Βάζει τα ουρλιαχτά η γιαγιά.

«Καταραμένη να είσαι. Ζουρλή. Χαμένη. Με κρύο νερό, μουρή, έβρεξες την πετσέτα;».

«Δεν ήταν κρύο, γιαγιά, χλιαρό ήταν».

«Τον κακό σου τον καιρό. Χλιαρό το 'χεις εσύ αυτό; Ξεπάγιασαν τα χέρια μου».

«Ε, μπορεί να τα 'χω χαμένα...».

«Εγώ περπατάω στα εκατό και τα 'χω τετρακόσα. Εσύ χάζεψες;».

Η Κατερίνα γελάει, το γυρνάει αλλού.

«Γιαγιά, τι θα κάνεις άμα πεθάνω;».

«Να δαγκώσεις τη γλώσσα σου, ανεπρόκοπη. Ακούς εκείς, να πεθάνει; Και ποιος θα με φροντίζει εμένα, αχάριστη; Κοίτα, σου λέω, μη και αρρωστήσεις».

Κάπου στην κουζίνα βρήκα μια στιγμή να κάνω την παρατήρηση: «Γιατί την καλόμαθες έτσι τη μητριά σου, Κατερίνα;».

«Ετσι μ' έμαθε να την υπηρετώ από κοριτσάκι. Ημουν ολομόναχη. Δεν ήξερα από πού κρατώ. Σαν άκουσα και εκείνο, "αν έβγαινες από τα σπλάχνα μου...", δεν είχα πού ν' ακουμπήσω. Αυτή μ' εξουσίαζε. Και μ' έπλαθε δούλα της. Οχι, δε θα την εγκαταλείψω. Θα κάνω κι εδώ ως το τέλος το χρέος μου. Αυτή, ας με τυράννησε. Ας με τυραννάει. Εγώ θα της συμπαρασταθώ όσο ζω. Μόνο μη φύγω νωρίτερα...».

Περάσαμε και πάλι σ' άλλο δωμάτιο. Η μητριά της είχε πάρει καινούριες δυνάμεις με το φαγοπότι και το φρεσκάρισμα, αναπαυόταν στα μάλλινα.

«Καλοκοιμάται τη μέρα, λέει η Κατερίνα, τη νύχτα όλο βογκητά».

«Σήκω Κατερίνα...».

«Τι έχεις γιαγιά;».

«Τα πόδια μου πάγωσαν. Βάλε μου μια ζεστή κεραμίδα».

Λίγο μετά.

«Ξύπνα Κατερίνα...».

«Τι θέλεις πάλι, γιαγιά;».

«Τρίψε μου λίγο τα χέρια».

Η Κατερίνα συνεχίζει:

«Μια μέρα, έκανα μπουγάδα. Ακούω την τσιριχτή φωνή της: "θα πεθάνω, θα πεθάνωωω! Ηρθε η ώρα μου...". Τη ρωτάω: "Τι λες να κάνω, γιαγιά;". "Να καθαρίσεις το δωμάτιο. Να το θυμιατίσεις για να φύγουν οι διαβόλοι". Κι όταν τα έκανα όλα αυτά: "Το καθάρισες το δωμάτιο;", "Το καθάρισα γιαγιά". "Αναψε και μια μεγάλη λαμπάδα". Ανάβω και μια μεγάλη λαμπάδα, περιμένω, ακούω τη γιαγιά να λέει: "Δε μου δίνεις και μια κουταλιά γλυκό, να μη φύγω πικραμένη;". Της δίνω δύο κουταλιές γλυκό. Τις μοσχόφαγε. Περιμένω τη συνέχεια. Δεν "έφυγε". Από τότε πέρασαν πάνω από δύο χρόνια...

Μιαν άλλη φορά σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι.

"Πλαλάτε, γειτόνοι, πλαλάτε...".

Μπαίνουμε με τα κοριτσάκια μου μέσα.

"Τι έχεις γιαγιά;".

"Πεθαίνω, ήρθε η ώρα μου...".

"Και τι να κάνουμε; Πες την τελευταία σου πεθυμιά. Να καλέσουμε τον παπά να σε μεταλάβει;".

"Οχι τον παπά. Το εικόνισμα τ' Αϊ - Λευτέρη να μου φέρετε".

Πάνε στην εκκλησιά τα κορίτσια, φέρνουνε το εικόνισμα, το βάζουν πλάι στο μαξιλάρι της γιαγιάς, κρύφτηκαν πίσω από την πόρτα. Ακούνε την προσευχή της: "Αϊ-Λευτέρη μ' βόηθαμε να ζήσω κι άλλο!.."».

Πώς να πεθάνει; Μερόνυχτα στο πόδι η Κατερίνα. Για όλα της τα θελήματα. Και για να ακούει από πάνω λόγια που της φαρμάκωναν την καρδιά με κείνο το «αν έβγαινες από τα σπλάχνα μου...».

Αυτό το πλάσμα, η Κατερίνα, που η άπονη, η «χριστιανική» μας κοινωνία το 'ριξε στις πλαγιές του μυθικού βουνού, «γυμνό ανάμεσα στους λύκους», φύλαγε μέσα του τον ευγενέστερο ψυχικό κόσμο. Και, όχι παράξενο, και την τάση να φιλοσοφεί. Μου λέει:

«Ξέρεις; Με παρακολουθούν». Απόρεσα.

«Ακόμα και τώρα που διώχτηκαν οι ξένοι;».

«Οχι οι παλιοί των κατακτητών. Κάτι γειτόνισσες είναι».

«Και τι ζητούν, τι θέλουν να μάθουν από σένα;».

«Τι μαγειρεύω, αν νηστεύω κανονικά, αν έχω το καντήλι αναμμένο. Και πάνε και το λένε στον παπά».

«Μα εσύ, Κατερίνα, είσαι θρησκευόμενη, πιστεύεις».

«Πιστεύω, έχω, όμως, και ρωτήματα και απορίες. Γι' αυτό και δε με λογαριάζουν πραγματική δούλη του Θεού».

«Πες μου μια απορία».

«Εχω πολλές για τη ζωή και το θάνατο. Χτες στην εκκλησιά, μας μίλησε και πάλι ο παπάς. Δε μ' άρεσε. Αλλο ζητούν οι άνθρωποι και αλλού το πάνε αυτοί. Ξέρεις τι λέω; Αυτούς που κάνουν καλό στους ανθρώπους, που τους γιατρεύουν από τα βάσανα, αυτούς να τιμούμε. Αυτούς να τους κάνουμε και εικόνισμα...».

«Τώρα θα σε ρωτήσω κι εγώ κάτι».

«Ρώτα με».

«Πολλά υπόφερες στη ζωή σου. Τι πιότερο τράβηξε ο Χριστός;».

Η Κατερίνα γελάει. Ενα γέλιο παιδικό, κοριτσίστικο, πετρωμένο στα δώδεκα και χρόνια της, που τώρα ξανανθούσε.

«Ε, όχι κι έτσι. Πρώτον, εμένα δε με σταύρωσαν. Μετά, ο Χριστός ήταν γιος του Θεού. Ενώ εγώ, τι ήμουν, τι είμαι; Ενα τίποτα. Ακου όμως μια άλλη ιστορία! Είχα μια φιλενάδα, Χρυσούλα την έλεγαν, κι ήταν πραγματικά χρυσός άνθρωπος. Θεοσεβούμενη. Επλεκε κάλτσες για τους αντάρτες. Τους πήγαινε και ψωμί. Στην άλλη κατάσταση που ήρθε, θα καταλαβαίνεις για ποια κατάσταση σου λέω, την κυνήγησαν όπως και αμέτρητους άλλους. Κρύφτηκε στο βουνό για να γλιτώσει. Λένε οι στρατιωτικοί του βασιλέως και ο ιερωμένος που τους ακολουθούσε στον άντρα της Χρυσούλας που έμεινε στο χωριό: "Φέρε μας τη γυναίκα σου και στο λόγο της τιμής μας, στο όνομα της Αγίας Τριάδας, δε θα πάθει τίποτα". Τους πίστεψε ο άντρας της πήγε, την έφερε. Επεσε στα χέρια των βασανιστών της. Τη βίασαν και την ξαναβίασαν, στο τέλος κατακομμάτιασαν το κορμί της και το πέταξαν στο δρόμο. Στο αναμεταξύ, το μυαλό του αντρός της Χρυσούλας σάλεψε, πέθανε. Τώρα, εσύ να μου πεις; Ο Χριστός υπόφερε πιότερο, ή η Χρυσούλα;».

Η Κατερίνα σώπασε. Είπε αυτά που ήθελε να πει, που τα 'χε μέσα της χρόνια φυλακισμένα, ξαλάφρωσε. Είπε την ιστορία της.


Του
Δημήτρη ΚΗΠΟΥΡΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ