Κυριακή 11 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
Η ΚΡΥΦΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ"

της Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ

Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, μιλώντας σε πολιτική εκδήλωση συνδικαλιστών του ΠΑΣΟΚ, ισχυρίστηκε ότι "η παραδοσιακή μισθωτή εργασία" (βλέπε και "κεκτημένα") δε συμβαδίζει πλέον με την ανάπτυξη (του ΑΕΠ) ή τουλάχιστον δε συμβαδίζει αναλογικά.

Ισχυρίστηκε ότι άλλες μορφές απασχόλησης, όπως "η πολλαπλή μερική απασχόληση (δύο μερικές απασχολήσεις σε δύο διαφορετικούς εργοδότες), η τηλεργασία, τα συμβόλαια εργολαβικού έργου και άλλες μορφές εργασίας, όλο και πιο πολύ υποκαθιστούν την τυπική παραδοσιακή μισθωτή εργασία ή εν πάση περιπτώσει υποκαθιστούν την αναλογική, σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, αύξησή της". Σε αυτή τη λογική, κάλεσε τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ να συζητήσουν "με ανοιχτή ατζέντα αυτά τα θέματα, δίχως προαπαιτούμενες ενστάσεις και φοβίες".

Επιχείρησε, δηλαδή, μια ιδεολογική προετοιμασία τους, αφού ορισμένες αντιδράσεις (οι χαρακτηριζόμενες ως "προαπαιτούμενες ενστάσεις και φοβίες"), ανεξάρτητα από το βάθος και τη σταθερότητά τους, αντανακλούν την πίεση των ΠΑΣΟΚικών συνδικαλιστικών στελεχών από ό,τι βιώνουν οι εργαζόμενοι, ήδη, ως επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και των εργασιακών τους σχέσεων.

Τι κρύβεται, λοιπόν, πίσω από την πρωθυπουργική τοποθέτηση, την κυβερνητική πολιτική του "κοινωνικού διαλόγου", που στηρίζεται από την "κεντροδεξιάς" και "κεντροαριστερής" απόκλισης αντιπολίτευση;

* * *

Με αποκαλυπτική σαφήνεια ανέπτυξαν οι μεγαλοκαπιταλιστές τις θέσεις και επιδιώξεις τους σε τηλεοπτική συζήτηση της ΕΤ1.

Ο κ. Δασκαλόπουλος, διευθυντής της ΔΕΛΤΑ, υποστήριξε ότι "η κολοσσιαία επανάσταση, που θα εντείνεται, χρειάζεται προσαρμογή από κοινού (εννοώντας επιχειρηματίες, εργαζόμενους, κράτος), όχι αντιπαραθέσεις". Με αυτήν την έννοια της "προσαρμογής", υποστήριξε ότι "δεν μπορούν να υπάρχουν κεκτημένα", και ότι το ζητούμενο της "προσαρμογής" είναι "μικρότερο κόστος, μεγαλύτερο αποτέλεσμα".

Στην τοποθέτηση αυτή, όπως και στου κ. Σημίτη, έχουμε ένα σύνολο στόχων και μηνυμάτων που αποτυπώνονται στις λέξεις, όπως "επανάσταση", "προσαρμογή", "ανάπτυξη", "κεκτημένα", που χρειάζεται να αναλυθεί το περιεχόμενό τους.

Οταν μιλάνε για "επανάσταση" εννοούν την "τεχνολογική επανάσταση", ή αλλιώς, μια νέα γενιά, υψηλής τεχνολογίας, μέσων παραγωγής και υπηρεσιών.

Η ζητούμενη "προσαρμογή" εμφανίζεται σαν αναγκαία για όλους, τους κατά την αστική οικονομική θεωρία "συντελεστές της παραγωγής" (εργαζόμενους και επιχειρηματίες).

Το "κόστος" για τους εργαζόμενους, δηλαδή για τους άμεσους παραγωγούς, είναι η παραίτηση από κάποια "κεκτημένα". Το κόστος για τους επιχειρηματίες είναι το "ρίσκο", προκειμένου να εξασφαλίσουν νέες επενδύσεις με τεχνολογικά εκσυγχρονισμένα μέσα. Και το κράτος, ως όργανο "υπεράνω τάξεων", εμφανίζεται ως διαμεσολαβητής μιας διαπραγμάτευσης από το τελικό αποτέλεσμα της οποίας θα βγουν "όλοι κερδισμένοι" (η "ουσία του κοινωνικού διαλόγου"). Το επιχείρημα γίνεται ακόμα πιο "πειστικό" αφού η ανάγκη "προσαρμογής" συνδέεται με την "ανταγωνιστικότητα" που καθορίζεται με όρους "παγκοσμιοποίηση της αγοράς".

Και έτσι, "παγκοσμιοποίηση", "ανταγωνιστικότητα", "προσαρμογή" εμφανίζονται ως διαδικασίες και στόχοι που αφορούν εξίσου όλους, επιχειρηματίες - εργαζόμενους - κράτος, με κοινό συνδετικό το "έθνος".

Για άλλη μια φορά, το εθνικό συμφέρον, στην προκειμένη της "εθνικής ανάπτυξης", της κατάκτησης μιας "ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή αγορά", προβάλλεται συγκαλύπτοντας το ταξικό συμφέρον. "Ανάπτυξη" ("μεγαλύτερο αποτέλεσμα") για ποιον; "Κόστος" για ποιον;

* * *

Κατ' αρχήν, το κίνητρο του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού είναι σύμφυτο με το κίνητρο του κέρδους για το κεφάλαιο. Το κυνήγι, από τους κεφαλαιοκράτες καπιταλιστές, της υπεραξίας, του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους, επαναστατικοποιεί τα μέσα παραγωγής. Πρόκειται για εσωτερική κίνηση του καπιταλισμού. Κίνητρο για εξασφάλιση κέρδους μεγαλύτερου του μέσου ποσοστού, ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας με εισαγωγή όλο και πιο ανεπτυγμένων μέσων παραγωγής, διεύρυνση της παραγωγής αλλά και συγκεντροποίησή της, καθώς και των κεφαλαίων, εμφάνιση και επικράτηση ισχυρών μονοπωλίων με ταυτόχρονη μεταφορά του ανταγωνισμού ανάμεσά τους.

Το περιεχόμενο λοιπόν του "ανταγωνισμού" δεν είναι γενικά "εθνικό", ή αλλιώς υπερταξικό. Είναι καθαρά ταξικό, αφορά τον ανταγωνισμό του κεφαλαίου στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι μια κίνηση νομοτελειακή, που δεν καθορίζεται από τη θέληση και τη στάση της εργατικής τάξης στη μια ή άλλη καπιταλιστική χώρα, από τη συμμετοχή της τελευταίας σε μια ή άλλη ιμπεριαλιστική ένωση.

Το ίδιο η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, ή αλλιώς η "επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής", είναι μια κίνηση εσωτερική του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν καθορίζεται από τη θέληση ή στάση της εργατικής τάξης.

Από την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασία προκύπτει η δυνατότητα του καπιταλιστή να έχει πρόσθετο κέρδος, μεγαλύτερο από αυτό που του προκύπτει σε δοσμένη χρονική περίοδο, με ένα διαμορφωμένο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας και με μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας.

Ωστόσο, αυτή η κίνηση του καπιταλισμού, αυτή η "επαναστατικοποίηση" των μέσων παραγωγής για χάρη της "ανταγωνιστικότητας" (βλέπε των μονοπωλίων), για χάρη της "διεθνοποίησης της αγοράς" (βλέπε διαμόρφωση χρηματιστικού κεφαλαίου, εξαγωγή κεφαλαίων, διεκδίκηση υπεροχής σε νέες αγορές και ξαναμοίρασμα αγορών και σφαιρών επιρροής) είναι μια διαδικασία αντιφατική, που οξύνει παλιές και γεννά και νέες μορφές εκδήλωσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας.

Να το πούμε αλλιώς: Και για την ελληνική καπιταλιστική οικονομία - όπως και για τη διεθνή, βεβαίως από άλλες θέσεις ισχύος και σε άλλη έκταση - θα συνυπάρχουν τα εξής φαινόμενα: Καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων - κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας, σχετική ίσως και απόλυτη εξαθλίωση των περισσοτέρων τμημάτων της εργατικής τάξης, αλλά και σημαντικών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων. Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις και η εμφάνιση νέων δυναμικών επιχειρήσεων μονοπώλησης σημαντικών τμημάτων, όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας αλλά και της κατάκτησης θέσεων σε άλλες αγορές.

Στην εν λόγω τηλεοπτική συζήτηση συμφώνησαν με μια φωνή ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν προνομιακή θέση για εξαγωγή κεφαλαίων στα Βαλκάνια, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και σε αυτό "πίεσαν" δημοσίως για περισσότερη θεσμική και άλλη στήριξη από το κράτος.

Στο όνομα λοιπόν μιας τέτοιας, απόλυτα "φυσιολογικής" κίνησης του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, υποστήριξαν ότι και στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξουν οι όροι πώλησης της εργατικής δύναμης προς το κεφάλαιο. Να απαλλαγεί το μεγάλο κεφάλαιο από δεσμεύσεις Συλλογικών Συμβάσεων, συμμετοχή στην κοινωνική ασφάλιση, περιορισμούς στις απολύσεις, στο ωράριο απασχόλησης κ.ά. Γιατί έτσι θα γίνει πιο ικανό για επέκτασή του στη διεθνή αγορά. Και από αυτό θα ωφεληθούν "όλοι μαζί" (επιχειρήσεις - εργαζόμενοι - εθνική οικονομία).

Αυτό που ζητάνε οι καπιταλιστές είναι η γενίκευση, μέσω θεσμικής κατοχύρωσης, εργασιακών σχέσεων που αναιρούν κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Ομως, ήδη αυτή η αναίρεση, στη ζωή εκφράζεται με επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των ανέργων και όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων.

Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος - που με τον τρόπο τους δεν αρνούνται ούτε οι αστοί οικονομολόγοι - τα "οφέλη" της ανάπτυξης της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης της "ανταγωνιστικότητας", της συμμετοχής σε μια "διεθνοποιημένη αγορά" δεν είναι ούτε καν αναλογικά για το κεφάλαιο και την εργασία. Αντίθετα, στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, ως αποτέλεσμα της αύξησης του μέρους του κεφαλαίου που διατίθεται για τα μέσα παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο), οι καπιταλιστές απαντούν με αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, με αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, από το αποτέλεσμα της οποίας προκύπτει η υπεραξία, η ιδιοποίηση του πρόσθετου προϊόντος, το κέρδος.

* * *

Η τάξη των καπιταλιστών με τους μηχανισμούς της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της, πρέπει να συσκοτίσει την παραπάνω αλήθεια. Της χρειάζονται ιδεολογήματα που διαμορφώνουν ψεύτικη συνείδηση σε τμήματα των εργαζομένων, τέτοια συνείδηση που να στρέφει το ένα τμήμα ενάντια στο άλλο. Τους απασχολούμενους με μερική απασχόληση ενάντια στους πλήρως απασχολούμενους, στους νεοεισερχόμενους στην κοινωνική εργασία, τους εργαζόμενους ενός κλάδου ενάντια σε εκείνους ενός άλλου, τους άνεργους και τους συνταξιούχους ενάντια στους εργαζόμενους. Η καπιταλιστική κυριαρχία εξασφαλίζεται εφόσον κατορθώνει να διαμορφώνει τμήματα εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων σαν κοινωνικά στηρίγματα της στρατηγικής του κεφαλαίου, και μάλιστα εφόσον κατορθώνει να εξασφαλίζει τη συναίνεση των ηγεσιών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κλπ.).

Από αυτή την άποψη η δουλιά των κομμουνιστών - αλλά και της συνδικαλιστικής παράταξης στην οποία δουλεύουν - στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα απαιτείται να δυναμώσει. Απαιτεί σύνθετη ιδεολογικοπολιτική δουλιά καθοδήγησης, με στόχο την κατάκτηση της πολιτικοποίησης στη δράση της παράταξης στο εργατικό κίνημα, όρος αναγκαίος για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε αυτό.

Αυτό που ζητάνε οι καπιταλιστές είναι η γενίκευση, μέσω θεσμικής κατοχύρωσης, εργασιακών σχέσεων που αναιρούν κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Ομως, ήδη, αυτή η αναίρεση στη ζωή εκφράζεται με επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των ανέργων και όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Σειρά παρεμβάσεων πάνω στους άξονες του κεφαλαίου (2016-09-14 00:00:00.0)
Οι «εικονικές επιχειρήσεις» και το «ικανό εργατικό δυναμικό» (2016-01-06 00:00:00.0)
Για το ξεπέρασμα της κρίσης (2011-04-29 00:00:00.0)
«Λάστιχο» η δουλειά και η ζωή των γυναικών (2011-04-23 00:00:00.0)
Η έρευνα αποτελεί κοινωνικό αγαθό (2007-09-07 00:00:00.0)
Η ΚΡΥΦΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ" (1997-05-11 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ