Κυριακή 18 Αυγούστου 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΓΑΛΑ - ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Ο κλάδος των... τεσσάρων

Τέσσερις επιχειρήσεις - μονοπώλια ελέγχουν σχεδόν ολόκληρη την αγορά και το 91,5% της αγοράς του παστεριωμένου γάλακτος. Αποκαλυπτική μελέτη της ICAP

Η μονοπώληση της ελληνικής αγοράς φρέσκου γάλακτος ουσιαστικά από τέσσερις μόνο βιομηχανίες, καθώς και τα σοβαρά πλήγματα που υφίσταται και θα συνεχίσει να δέχεται τα επόμενα χρόνια ο κλάδος κρέατος της χώρας μας, εξαιτίας της εφαρμογής των μέτρων των συμφωνιών της ΓΚΑΤΤ, είναι τα βασικότερα συμπεράσματα σχετικών κλαδικών μελετών που πραγματοποίησε η εταιρία ICAP και παρουσιάζει σήμερα ο "Ρ". Συγκεκριμένα, το 91,5% στην αγορά του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος, με ό,τι συνεπάγεται η μονοπώληση του χώρου για τους εκατοντάδες χιλιάδες κτηνοτρόφους της χώρας, καλύπτεται μόνο από τις τέσσερις πρώτες σε μέγεθος βιομηχανίες του χώρου, τη στιγμή που στον κλάδο δραστηριοποιούνται τουλάχιστον 41 επιχειρήσεις, χώρια τις δεκάδες μικρές και οικογενειακού ενδιαφέροντος μονάδες!

Σχετικά με τις επιπτώσεις από την εφαρμογή των μέτρων των συμφωνιών της ΓΚΑΤΤ στον κλάδο κρέατος, εκτιμάται πως τα αμέσως επόμενα χρόνια και συγκεκριμένα μέχρι το 2000 θα προκύψει αφ' ενός περιορισμός (κατά 21%) του όγκου των επιδοτούμενων εξαγωγών και αφ' ετέρου συρρίκνωση (κατά 36%) των αντίστοιχων δαπανών επιδότησης εξαγωγών! Οι παραπάνω δυσοίωνες διαπιστώσεις που αφορούν την πορεία δύο από τους βασικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (αφού καλύπτουν τα μεγαλύτερα μερίδια της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης), είναι ένα από τα άμεσα αποτελέσματα που επιφέρει η πολιτική που εφαρμόζουν οι εκάστοτε "γαλαζοπράσινες" κυβερνήσεις, υλοποιώντας από κοινού με τις Βρυξέλλες κατά γράμμα τις επιταγές του Διευθυντηρίου και τις αξιώσεις του ντόπιου και ξένου πολυεθνικού κεφαλαίου. Μιας πολιτικής που αποτελεί το καλύτερο "λίπασμα" τόσο για την ασύδοτη επέκταση των μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος των μικρομεσαίων και τελικά του καταναλωτικού κοινού, όσο και για τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση βασικών παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, με όλες τις παρενέργειες που έχει αυτό για τη χώρα συνολικά.

Γαλακτοκομικά

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη της Μ. Βιγλάκη της ICAP για τον κλάδο των γαλακτοκομικών, η βιομηχανία γάλακτος αποτελεί έναν από τους πλέον νευραλγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων ανήλθε σε 628.210 εκατ. δρχ. το 1993 από 364.429 εκατ. δρχ. το 1990, αυξήθηκε δηλαδή στο διάστημα μιας τετραετίας κατά 72,4%!Η εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων αντιπροσωπεύει σήμερα, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του 1993, το 17,5% της κατανάλωσης ειδών διατροφής, με ετήσια άνοδο.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η δομή της βιομηχανίας γάλακτος στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λίγων μεγάλου μεγέθους βιομηχανικών μονάδων, οι οποίες πλαισιώνονται από πολλές μικρές και μεσαίου μεγέθους μονάδες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις καλύπτουν όλο το εύρος σχεδόν των γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ οι μικρές παράγουν κυρίως ένα προϊόν (π.χ. μόνο γιαούρτι, ή τυρί ή παγωτό κλπ.). Οι επιχειρήσεις του κλάδου της γαλακτοβιομηχανίας ανέρχονται σήμερα περίπου στις 1.000,σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας. Ο αριθμός αυτός αφορά επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν και επεξεργάζονται γάλα. Πολύ λίγες επιχειρήσεις όμως απασχολούν πάνω από 20 άτομα προσωπικό σε ετήσια βάση.

Φρέσκο παστεριωμένο γάλα

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την αγορά του φρέσκου γάλακτος, υπογραμμίζονται οι σημαντικές ανακατατάξεις την τελευταία διετία, με κυριότερη εξέλιξη την είσοδο της γαλακτοβιομηχανίας ΦΑΓΕ, το Μάρτη του 1993. Εξέλιξη που οδήγησε, όπως είναι φυσικό, σε ακόμα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση της παραγωγής σε λιγότερες μονάδες, αφού μια σειρά από μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε εκτοπίστηκαν, είτε ενσωματώθηκαν από τις μεγαλύτερες. Παράλληλα, αυξήθηκε η κατανάλωση φρέσκου γάλακτος, ενώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ήδη το 25% του γάλακτος διακινείται μέσω των σούπερ μάρκετ.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν σχετικά με τα μερίδια αγοράς που κατέχουν οι γαλακτοβιομηχανίες παραγωγής φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος (λευκού και σοκολατούχου). Με βάση τα στοιχεία της απογραφής του υπουργείου Γεωργίας για το 1991, οι γαλακτοβιομηχανίες που παράγουν φρέσκο παστεριωμένο γάλα ανέρχονται, όπως σημειώνεται και παραπάνω, σε 41,ενώ μόνο οι 4 πρώτες σε μέγεθος καλύπτουν το 91,5% (!) της αγοράς. Την ίδια στιγμή μόνο οι δύο πρώτες επιχειρήσεις καλύπτουν το 64,5% της συνολικής αγοράς φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος.

Συγχωνεύσεις - εξαγορές
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο χώρο από τις κατά καιρούς συνεργασίες, εξαγορές και συγχωνεύεις που έχουν πραγματοποιηθεί, σημειώνεται ότι η ΦΑΓΕ αποτελεί την εταιρία με τις μεγαλύτερες συμμετοχές στον κλάδο. Μετά από τη συμμετοχή της κατά 10% στη γαλακτοβιομηχανία ΤΥΡΑΣ, εξαγόρασε το 1993 την πλειοψηφία των μετοχών του τυροκομείου ΠΙΝΔΟΣ, ενώ έχει προχωρήσει σε συνεργασίες και με άλλες εγχώριες μονάδες. Η ΔΕΛΤΑ έχει συνάψει συμφωνία με την DANONE (πρώην BSN), μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες τροφίμων και ποτών στον κόσμο, για συνεργασία των δύο εταιριών σε νέες δραστηριότητες. Επισημαίνεται ακόμη ότι νέες συμφωνίες και εξαγορές προγραμματίζονται επίσης για το μέλλον μεταξύ εγχώριων γαλακτοβιομηχανιών.Τυροκομικά

Η αγορά των τυροκομικών αποτελεί εκείνη την αγορά όπου παρατηρούνται οι πιο ραγδαίες εξελίξεις και ανακατατάξεις, με αποτέλεσμα δεκάδες παραδοσιακά τυροκομεία να έχουν κλείσει και οι μέχρι χτες τυροκόμοι - κτηνοτρόφοι να έχουν μετατραπεί ουσιαστικά σε υπαλλήλους των μεγάλων επιχειρήσεων. Ενα από τα καινούρια φαινόμενα που γίνονται όλο και πιο κυρίαρχα είναι ότι η ζήτηση έχει "καθοδηγηθεί" κατάλληλα και στρέφεται τώρα περισσότερο σε επώνυμα και τυποποιημένα προϊόντα. Τα τυροκομικά αποτελούν την κυριότερη ομάδα προϊόντων που συμμετέχει με 46,6% στο σύνολο της κατανάλωσης. Το μαλακό τυρί (φέτα κυρίως) συμμετέχει με το μεγαλύτερο ποσοστό, η κατανάλωση του οποίου ανήλθε σε 130,8 δισ. δρχ. το 1993 από 86,2 δισ. δρχ. το 1990. Ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής των τυροκομικών στο σύνολο της κατανάλωσης παρουσίασε μείωση από 23,7% το 1990 σε 20,8% το 1993, σε όφελος των εισαγόμενων τυριών που αυξήθηκαν στο 10% το 1993 από 6,7% το 1990.

Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ που δόθηκε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα, αν και η χώρα έχει ειδικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη του κλάδου, τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τις δυσμενείς εξελίξεις στο χώρο των παραδοσιακών τυροκομείων, έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι εισαγωγές, με αποτέλεσμα το σχετικό εμπορικό έλλειμμα το 1994 να φτάσει τα 48,3 δισεκατομμύρια δραχμές.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ