Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Ασυδοσία χωρίς όρια

Εκτός του ότι καρπώθηκαν 680 δισ. δρχ. την τελευταία διετία από τη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου, συνεχίζουν να αυξάνουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων με ρυθμούς πάνω από 300% (!) του επίσημου πληθωρισμού

Το αστρονομικό ποσό των 680 περίπου δισ. δρχ. αφαίρεσαν από τις λαϊκές αποταμιεύσεις οι τράπεζες στην τελευταία διετία με τη μέθοδο της συνεχούς και απότομης μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου, τις οποίες και διατηρούν μεσαία και χαμηλά, κυρίως, εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες κέρδισαν διπλά, αφού, όπως παρουσιάζουμε στη σημερινή μας έρευνα, όχι μόνο μείωσαν, αλλά και διεύρυναν (και διευρύνουν) συνεχώς την τελευταία πενταετία και προς ίδιον όφελος τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και του εκάστοτε ρυθμού πληθωρισμού.

Η πολυδιαφημιζόμενη μείωση των επιτοκίων, η οποία κατά την κυβέρνηση υποτίθεται ότι θα απέβαινε σε όφελος των εκατομμυρίων συναλλασσόμενων επιχειρήσεων και καταναλωτών με τις τράπεζες, τελικά ευνόησε περισσότερο τους τραπεζίτες, που επωφελούμενοι από την απελευθέρωση της αγοράς και την έλλειψη ανταγωνισμού καθορίζουν κατά βούληση το εκάστοτε ύψος των επιτοκίων.

Συγκεκριμένα, η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων των διαφόρων μορφών χορηγήσεων και του επίσημου ρυθμού πληθωρισμού, δεδομένης της πτωτικής πορείας του τελευταίου την τελευταία πενταετία και της περίφημης "έντασης του ενδοτραπεζικού ανταγωνισμού", στον οποίο θα οδηγούσε φυσιολογικά (;) η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, θα έπρεπε λογικά να μειώνεται σταδιακά.

Οπως όμως παρουσιάζεται αναλυτικά και στον πίνακα που παραθέτουμε, η παραπάνω οριζόμενη διαφορά - ενδεικτική ίσως των σύγχρονων δομών και των αποτελεσμάτων της τραπεζικής απελευθέρωσης - αυξάνεται συνεχώς, αποκαλύπτοντας τα αδιέξοδα της λογικής της "ελεύθερης αγοράς" για τους χιλιάδες μικρομεσαίους καταναλωτές. Ταυτόχρονα όμως, αποδεικνύεται το αβάσιμο των θιασωτών της απελευθέρωσης και το πρακτικά ανέφικτο - και κατ' άλλους τεχνικά αστήριχτο - των σύγχρονων επικρατουσών οικονομικών θεωριών περί μονοπωλιακού ανταγωνισμού.

Σύμφωνα λοιπόν με τα (επίσημα) στοιχεία που επεξεργάστηκε ο "Ρ", το επιτόκιο των καταθέσεων ταμιευτηρίου ήταν τον Ιούνη του 1995 13,8%.Με την υπόθεση ότι δε γίνονται επιπλέον καταθέσεις ή αναλήψεις από τις τράπεζες, αν ίσχυε το επιτόκιο αυτό σήμερα, τα υπόλοιπα των δραχμικών καταθέσεων ταμιευτηρίου στο σύνολο των εμπορικών τραπεζών θα έφταναν τα 14,577 περίπου τρισ. δρχ., αφού τα υπόλοιπα του Ιούνη 1997 ύψους 12,8 τρισ. δρχ. θα τα τοκίζαμε με 13,8%. Με σημερινό ισχύον επιτόκιο όμως, ύψους μόλις 8,5%,τα υπόλοιπα των καταθέσεων ανέρχονται σε 13,9 περίπου τρισ. δρχ., παρουσιάζεται δηλαδή μια διαφορά που ανέρχεται σε 680 περίπου δισ. δρχ.

Στον αντίποδα, όπως φαίνεται και από τον πίνακα, αντί οι τράπεζες να "περάσουν" το ποσό αυτό σε όφελος των καταναλωτών, επωφελήθηκαν από την έλλειψη ανταγωνισμού και το καρπώθηκαν για ίδιο όφελος,γεγονός που συντέλεσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία και συντήρηση των γνωστών και τεράστιων υπερκερδών που παρουσιάζουν. Ειδικότερα, ενώ το 1995 το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων για κεφάλαια κίνησης υπερέβαινε τον πληθωρισμό κατά 167,1%,τον Ιούνη του 1997 το ποσοστό υπέρβασης έφτασε το 190,9%! Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας βαίνει συνεχώς αυξούμενο,παρά την ονομαστική μείωση των επιτοκίων.

Χειρότερα για το ευρύ κοινό είναι τα στοιχεία για τη στεγαστική πίστη και ειδικότερα για την καταναλωτική, που αφορούν άλλωστε και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Το 1992, και προ της απελευθέρωσης, οι πιστωτικές κάρτες και τα προσωπικά δάνεια είχαν επιτόκιο 32% και στοίχιζαν 122,2% πάνω από τον πληθωρισμό. Σήμερα (Ιούλιος 1997) το "πλαστικό χρήμα" κοστίζει πλέον 331,8% παραπάνω σε σχέση με το ρυθμό ανόδου του πληθωρισμού, ενώ κοντά στο όριο του 300% βρίσκεται και το κόστος αποπληρωμής των προσωπικών δανείων. Χαμηλότερα, και συγκεκριμένα κατά 136,4% παραπάνω από τον πληθωρισμό, κοστίζει αυτή τη στιγμή ένα στεγαστικό δάνειο. Ωστόσο, το 1992 το αντίστοιχο ποσοστό υπέρβασης του πληθωρισμού ήταν "μόλις" 66,7% και το 1993 έφτασε το 100%,για να ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια και η στεγαστική πίστη, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα χορηγητικά επιτόκια, τους ανεξέλεγκτους ρυθμούς αύξησης που βλέπετε...

Β. Ρ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ