Κυριακή 21 Σεπτέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 44
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ
Σύννεφα στην παλιά "καλή" συμμαχία

Βαριά σύννεφα σκιάζουν την, πάλαι ποτέ, κραταιά συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Σαουδική Αραβία. Η, μέχρι πρότινος, σταθερή και πιστή σύμμαχος των ΗΠΑ στον αραβικό χώρο φαίνεται ότι βρίσκεται σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από ανακατατάξεις στους κόλπους της βασιλικής οικογένειας και από μια σειρά κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών που επηρεάζουν τις σχέσεις της με το Λευκό Οίκο. Η ένταση, οι διαφωνίες και οι, χαμηλών τόνων, αλληλοκατηγορίες μοιάζουν, πια, να είναι τα κυρίαρχα στοιχεία στις σχέσεις Ριάντ - Ουάσιγκτον.

Η αφορμή του Ελ Κομπάρ

Η διαμορφωθείσα κατάσταση ήρθε στο φως της δημοσιότητας, με αφορμή τη βομβιστική επίθεση της 25ης Ιούνη του 1996, με στόχο τη μεγαλύτερη αμερικανική βάση στην περιοχή Ελ Κομπάρ της Σαουδικής Αραβίας. Από την έκρηξη του παγιδευμένου αυτοκινήτου, που περιείχε 2.200 κιλά εκρηκτικής ύλης και άφησε πίσω του έναν κρατήρα διαμέτρου 28 μέτρων και βάθους 11 μέτρων, έχασαν τη ζωή τους 19 Αμερικανοί στρατιώτες και δεκάδες τραυματίστηκαν. Η επίθεση στην αμερικανική βάση του Ελ Κομπάρ, στην οποία διέμεναν 2.900 στρατιώτες και ανώτεροι αξιωματούχοι των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων που είχαν υπό την επίβλεψή τους όλα τα τεκταινόμενα στον Περσικό Κόλπο, στοίχισε στην Ουάσιγκτον τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες στους κόλπους του στρατεύματός της την τελευταία δεκαετία και μάλιστα επί στενά συμμαχικού εδάφους.

Οι ανακρίσεις και οι έρευνες που ακολούθησαν ανέδειξαν στο μέγιστο βαθμό τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών και προκάλεσαν εκατέρωθεν δυσαρέσκεια και αγανάκτηση. Οπως αναμενόταν, η αμερικανική διπλωματία έριξε ιδιαίτερο βάρος στη σύλληψη των ενόχων της επίθεσης και απέστειλε άμεσα στην περιοχή ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες του FBI, αλλά και τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ουόρεν Κρίστοφερ. Η επίσημη ανταπόκριση της σαουδαραβικής ηγεσίας ήταν θετική και η ίδια η βασιλική οικογένεια δεσμεύτηκε ότι θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.

Οι επικεφαλής των ομάδων του FBI, όμως, υποστηρίζουν ότι οι σαουδαραβικές αρχές, όχι μόνο δεν τήρησαν τη δέσμευσή τους, αλλά, αντίθετα, προέβαλαν σειρά κωλυμάτων και εμποδίων στις ερευνητικές διαδικασίες. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο διευθυντής του FBI Λούις Φρέεχ, σε σχετική αναφορά του, "οι εκατοντάδες άνδρες της υπηρεσίας μας που πέρασαν ολόκληρες εβδομάδες στο Ελ Κομπάρ διενεργώντας έρευνες δε βοηθήθηκαν διόλου από τις σαουδαραβικές αρχές ασφαλείας" και προβάλλει ως τρανταχτό παράδειγμα της έλλειψης συνεργασίας το ότι "ακόμα και το παγιδευμένο αυτοκίνητο τύπου Σεβρολέτ με το οποίο πραγματοποιήθηκε η επίθεση δεν κατέστη δυνατό να ερευνηθεί από τους Αμερικανούς πράκτορες, παρά μόνο μετά από 6 μήνες και κατόπιν διπλωματικών παρεμβάσεων στα υψηλότερα κλιμάκια της σαουδαραβικής ηγεσίας".

Διπλωματικές τριβές και αντεγκλήσεις

Οι τριβές και οι διαφωνίες ανάμεσα σε Αμερικανούς και Σαουδάραβες εντείνονται μέχρι τα τέλη του περασμένου χρόνου και στις αρχές του 1997 ο Λούις Φρέεχ απειλεί επισήμως ότι θα αποσύρει όλους τους άνδρες του από την περιοχή. Τις απειλές του FBI συνοδεύουν οι δηλώσεις της Αμερικανίδας υπουργού Δικαιοσύνης Τζανέτ Ρίνο, μέσω των οποίων κατηγορεί ευθέως τις σαουδαραβικές αρχές ότι απέκρυψαν πολύ σημαντικές πληροφορίες, σχετικές με τη βομβιστική επίθεση στο Ελ Κομπάρ. Οι δηλώσεις αυτές σημαίνουν, στην ουσία, το τέλος της "σιωπηλής" (και άγνωστης) περιόδου στις σχέσεις Ριάντ - Ουάσιγκτον.

Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την οργή του ισχυρού της συμμάχου, η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας στέλνει στην Ουάσιγκτον διπλωματική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Σουλτάνο, που κατέχει τη θέση του υπουργού Αμυνας και του επικεφαλής της πολιτικής αεροπορίας, ενώ παράλληλα θεωρείται ένας από τους ισχυρότερους επίδοξους διαδόχους του βασιλιά Φαχντ. Ηταν η πρώτη φορά στα 12 χρόνια της στενής συνεργασίας των δύο χωρών που μια τόσο υψηλή σαουδαραβική αντιπροσωπεία επισκεπτόταν την Ουάσιγκτον, με στόχο να διαβεβαιώσει τη νέα υπουργό Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ "ότι θα ενταθεί η συνεργασία με τις αμερικανικές αρχές και ιδιαίτερα με το FBI, στην κατεύθυνση της αναζήτησης των ενόχων της επίθεσης στο Ελ Κομπάρ".

Παρά τις διαβεβαιώσεις του πρίγκιπα διάδοχου, η σαουδαραβική ηγεσία συνέχισε να τηρεί τη θέση που διακήρυξε από την πρώτη ημέρα μετά την επίθεση στο Ελ Κομπάρ: "Είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε μόνοι μας τους ενόχους και συνεπώς η ανάμειξη ξένων στην ερευνητική διαδικασία, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη, αλλά και αποτελεί απειλή για την εθνική μας κυριαρχία"! Βέβαια, οι διακηρύξεις και οι δηλώσεις είχαν περιορισμένη ισχύ, καθώς οι σχέσεις στενής εξάρτησης του βασιλιά Φαχντ από την Ουάσιγκτον ανάγκασαν τις σαουδαραβικές αρχές να προχωρήσουν σε ορισμένες, έστω και επιφανειακές, κινήσεις. Ετσι, στα τέλη Δεκέμβρη του 1996, ο πρίγκιπας Ναγιέφ, υπουργός Εσωτερικών και αδελφός του βασιλιά Φαχντ, ανακοίνωσε ότι η σαουδαραβική αστυνομία άγγιξε τους ενόχους της επίθεσης στο Ελ Κομπάρ. Σύμφωνα, πάντα, με την ανακοίνωση του πρίγκιπα Ναγιέφ, οι συλληφθέντες, των οποίων οι μαγνητοφωνημένες ομολογίες απεστάλησαν στην Ουάσιγκτον, ανήκαν στην εξτρεμιστική σιιτική οργάνωση "Χεζμπολάχ του Χεντζάχ". Οι επικεφαλής του FBI διέταξαν να σταματήσει η προσαγωγή των υπόπτων, αμφισβητώντας την αυθεντικότητα των ομολογιών, καθώς ήταν γνωστό ότι λήφθηκαν μετά από εξοντωτικά βασανιστήρια.

Η τελευταία "τρικλοποδιά"

Η τελευταία πράξη της διαδικασίας ρήξης των σχέσεων των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας με αφορμή την επίθεση στο Ελ Κομπάρ "παίχτηκε" μόλις πριν από δύο μήνες σε δικαστήριο της Ουάσιγκτον. Το FBI συνέλαβε στον Καναδά, μετά από υπόδειξη των σαουδαραβικών αρχών, τον Χανί Ελ Σαγιέγκ, έναν νεαρό Σαουδάραβα σιίτη, ο οποίος "συμφώνησε να γίνει η έκδοσή του στις ΗΠΑ, με την κατηγορία ότι είχε πάρει μέρος στο σχεδιασμό επιθέσεων εναντίον Αμερικανών πολιτών στη Σαουδική Αραβία κατά την περίοδο του Γενάρη 1994 - Δεκέμβρη 1995", κατηγορία που θα του στοίχιζε το πολύ 10 χρόνια φυλάκισης. Σε αντάλλαγμα, οι αμερικανικές αρχές δε θα τον ενέπλεκαν στην υπόθεση της επίθεσης του Ελ Κομπάρ, ενώ ο ίδιος θα τους παρείχε κάθε δυνατή πληροφορία για το συμβάν.

Εντούτοις, τόσο οι ιθύνοντες του FBI, όσο και οι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης έμειναν άναυδοι, όταν ο Ελ Σαγιέγκ αρνήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου τις "συμπεφωνημένες" κατηγορίες και έφερε σε δεινή θέση τους κατηγόρους του, καθώς δεν είχαν συγκεντρωθεί στοιχεία εναντίον του, δεδομένης της "συμφωνίας". Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη, καθώς και η έλλειψη επιβαρυντικών στοιχείων για τους δύο άλλους υπόπτους που υποδεικνύουν οι σαουδαραβικές αρχές, εκ των οποίων ο ένας "αυτοκτόνησε" στη φυλακή, προκάλεσαν την οργή της Ουάσιγκτον, που, διά στόματος της υπουργού Δικαιοσύνης Τζάνετ Ρίνο, διαμήνυσε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι "οι αναγκαίες αποδείξεις θα βρεθούν και οι έρευνες στο εξωτερικό θα συνεχιστούν μέχρι την οριστική επίλυση του ζητήματος".

Εσωτερικές και εξωτερικές ανακατατάξεις κλονίζουν τη "συμμαχία"

Η αλλαγή στάσης της, άλλοτε, πιστής και σιωπηλής συμμάχου απέναντι στην ισχυρή προστάτιδα Ουάσιγκτον μπορεί, τουλάχιστον με τα υπάρχοντα δεδομένα, να αναλυθεί σε δύο επίπεδα: Στο επίπεδο των εξωτερικών διπλωματικών εξελίξεων και στο επίπεδο της εσωτερικής κούρσας διαδοχής, που λαμβάνει χώρα στους κόλπους της ηγετικής βασιλικής οικογένειας.

Η προχωρημένη ηλικία και τα σοβαρά προβλήματα υγείας του βασιλιά Φαχντ έχουν ανοίξει το δρόμο σε μια, άνευ προηγούμενου, αναμέτρηση εξουσίας ανάμεσα στους επίδοξους διαδόχους του, που μοιάζουν ικανοί να κάνουν τα πάντα, προκειμένου να αναρριχηθούν στη θέση του απόλυτου μονάρχη. Σε μια χώρα, προικισμένη με πλουσιότατο υπέδαφος σε κοιτάσματα πετρελαίου, της οποίας, όμως, ο λαός ζει στη φτώχεια και υπό την καταπίεση ενός αυταρχικού άρχοντα, τα οικονομικά προβλήματα και τα κοινωνικά αδιέξοδα συσσωρεύονται και δημιουργούν μια ιδιαίτερα βαριά και εκρηκτική ατμόσφαιρα.

Σε μια προσπάθεια να δώσει παράταση ζωής στην εξουσία του, ο βασιλιάς Φαχντ διόρισε 60 νέα μέλη στο, στην ουσία, διακοσμητικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο, ανάμεσα στα οποία, όμως, επέλεξε εξέχουσες πανεπιστημιακές προσωπικότητες, γνωστές για τις ελαφρά "αντικαθεστωτικές" τους απόψεις. Με τις επιλογές του, ο Σαουδάραβας μονάρχης προσπάθησε, τόσο να εκτονώσει τις αντιπαραθέσεις των διαδόχων, όσο και να ικανοποιήσει το αύξον συναίσθημα "αντιαμερικανισμού" της κοινής γνώμης της χώρας. Αντιαμερικανισμός, που φαίνεται ότι καλλιεργήθηκε από την "υπεροπτική" στάση των ΗΠΑ απέναντι στον αραβικό κόσμο, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Περσικού, και ενισχύθηκε από τη σταδιακή χειροτέρευση των ισραηλινο-παλαιστινιακών σχέσεων, σε συνδυασμό με τη σταθερή υποστήριξη που η Ουάσιγκτον παρείχε στο Ισραήλ.

Παράλληλα, διαισθανόμενος την αυξανόμενη επιρροή στο σαουδαραβικό λαό των φανατικών σιιτών και σουνιτών μουσουλμάνων, που ενισχύονται από το Ιράν, ο βασιλιάς Φαχντ προσπάθησε να αποφύγει τις έντονες αντιπαραθέσεις μαζί τους.Ο Σαουδάραβας μονάρχης επέλεξε να κρατήσει σε απόσταση τους Αμερικανούς απεσταλμένους του FBI από σημαντικές πληροφορίες που θα αποκάλυπταν, κατ' αρχάς, την εμβέλεια της ισλαμικής επιρροής και, κατά δεύτερον, το μέγεθος της λαϊκής δυσαρέσκειας, δύο παράγοντες που θα οδηγούσαν στην άσκηση σκληρότερων πιέσεων από την Ουάσιγκτον και θα τον ανάγκαζαν να πάρει μέτρα, που θα προκαλούσαν έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις με απρόβλεπτες συνέπειες, αλλά και ρήξεις με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες.

Αλλωστε, εκτός των άλλων, η σαουδαραβική ηγεσία δε δείχνει διατεθειμένη να οδηγήσει στα άκρα τις σχέσεις της με το γειτονικό Ιράν. Αντίθετα, μάλιστα, τον τελευταίο καιρό οι σχέσεις των δύο ισχυρών γειτόνων βαίνουν προς το καλύτερο, γεγονός που επιβεβαίωσε ο Σαουδάραβας υπουργός Προεδρίας πρίγκιπας Αμπντάλα, ανακοινώνοντας τη συμμετοχή της χώρας του στη Συνάντηση των χωρών - μελών του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Η ενέργεια αυτή αφ' ενός ενίσχυσε τη θέση του Αμπντάλα στην κούρσα της διαδοχής στα μάτια του σαουδαραβικού λαού, αφ' ετέρου προκάλεσε τη βαθιά ανησυχία των ΗΠΑ, που, όπως και το Ισραήλ, θεωρούν τις διασκέψεις του είδους ως χαρακτηριστικό δείγμα ενίσχυσης της ενδοαραβικής συνοχής και, κατά συνέπεια, ως σαφέστατη απειλή για τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Είναι σαφέστατο ότι η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας είναι τόσο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ, ώστε να μην μπορεί να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί τους. Συγχρόνως, όμως, οι ανακατατάξεις στο επίπεδο της εξουσίας, σε συνδυασμό με την έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια και τις εξελίξεις στις ενδοαραβικές σχέσεις, αναγκάζουν τη σαουδαραβική ηγεσία να κρατήσει τις αποστάσεις της, για πρώτη φορά, από τη στενή της σύμμαχο, την Ουάσιγκτον. Οι επικεφαλής της CIA αποκάλυψαν ότι μετά την επίθεση στο Ελ Κομπάρ η Σαουδική Αραβία εντάχθηκε στη λίστα των χωρών "στόχων υψηλής στρατηγικής", μετά το Ιράν, το Ιράκ, την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία, χώρες που ο Λευκός Οίκος επιθυμεί να εισαγάγει και να εδραιώσει τα συμφέροντά του. Από την άλλη πλευρά, ο σαουδαραβικός Τύπος, σε μια πρωτοφανή επίδειξη "ανεξαρτησίας", σημείωνε ότι "παρά τη στενή συμμαχία ανάμεσα στις δύο χώρες, είναι πολύ πιθανό τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας να μην ταυτίζονται πλέον". Οποια και αν είναι η εξέλιξη των σχέσεων των, πάλαι ποτέ, άριστων συμμάχων, το βέβαιο είναι ότι η κραταιά τους συμμαχία ανήκει στο παρελθόν και ότι οι διαξιφισμοί σχετικά με την επίλυση του "μυστηρίου" της επίθεσης στην αμερικανική βάση του Ελ Κομπάρ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ