Κυριακή 7 Δεκέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΛΙΠΑΣΜΑΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Οδηγείται σε διάλυση

Σε συρρίκνωση και διάλυση οδηγείται και η Λιπασματοβιομηχανία της χώρας. Η ΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαϊδα έκλεισε, σειρά έχουν τα Λιπάσματα Δραπετσώνας και έπεται συνέχεια...

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Λιπασματοβιομηχανία της χώρας είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τις αντίστοιχες βιομηχανίες του εξωτερικού και η οποία οφείλεται στην ξεπερασμένη τεχνολογία που χρησιμοποιεί σε πολλές μονάδες και αυτό αφορά κυρίως την ΑΕΒΑΛ και τα Λιπάσματα Δραπετσώνας.Τα δυο εργοστάσια αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τα άλλα δυο εργοστάσια - της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας - τα οποία θεωρούνται πιο σύγχρονα. Ευθύνη για αυτήν την κατάσταση έχουν το κράτος και οι ίδιες οι λιπασματοβιομηχανίες που δεν πήραν τα απαραίτητα μέτρα για τον εκσυγχρονισμό τους, με αποτέλεσμα όταν έγινε η απελευθέρωση της αγοράς Λιπασμάτων το 1992,έπρεπε να ανταγωνιστούν "με ίσους όρους" τις ξένες λιπασματοβιομηχανίες.

Με την απελευθέρωση της αγοράς των Λιπασμάτων επιπλέον απαγορεύονται από την Κοινότητα οι κρατικές επιδοτήσεις προς τις Λιπασματοβιομηχανίες. Επιπλέον, αυξάνονται οι εισαγωγές λιπασμάτων, οι οποίες και καταλαμβάνουν ένα κομμάτι της αγοράς. Αποτέλεσμα της απελευθέρωσης ήταν να αυξηθούν κατακόρυφα οι τιμές στο λίπασμα.

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την πολιτική που ακολουθείται στον αγροτικό τομέα, οδήγησαν σε μαρασμό και συρρίκνωση μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες της χώρας. Με τη μείωση των επιδοτήσεων, με τους διάφορους περιορισμούς στην παραγωγή, οδήγησαν την αγροτική οικονομία και τους αγρότες σε απόγνωση. Η νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ,οι συμφωνίες του Μάαστριχτ και της ΓΚΑΤΤ είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στο εισόδημα των παραγωγών, οδήγησαν στην εγκατάλειψη καλλιεργειών και τη μείωση της γεωργικής παραγωγής, με άμεση συνέπεια και στη μείωση χρήσης των λιπασμάτων.

Το 1983 στην Ελλάδα καταναλώθηκαν 2,04 εκατομμύρια τόνοι λιπασμάτων. Το 1985 η κατανάλωση αυξήθηκε σε 2,24 εκατομμύρια τόνους. Εκτοτε ακολουθήθηκε μια πτωτική πορεία μέχρι το 1991,όπου καταναλώθηκαν 1,9 εκατομμύρια τόνοι λιπασμάτων. Ακολούθησε η κατακόρυφη πτώση σε 1,45 εκατομμύρια τόνους το 1992 και σ' αυτό το επίπεδο περίπου η κατανάλωση σταθεροποιήθηκε μέχρι σήμερα, χωρίς προοπτικές να αυξηθεί στο άμεσο μέλλον. Ειδικά για τα αζωτούχα λιπάσματα η κατανάλωση μειώθηκε από 650 χιλιάδες τόνους σε 400-420 χιλιάδες τόνους σήμερα. Ως προς την προέλευση, το 75% περίπου είναι εγχώριας παραγωγής.

Το λίπασμα έχει δυνατότητες εξαγωγικές. Ηδη εξάγονται τα τελευταία χρόνια 300-600 χιλιάδες τόνοι σε Γερμανία, Κίνα, Ισπανία και αλλού. Σ' ό,τι αφορά την αγορά, το συνεταιριστικό δίκτυο διακίνησης έχασε ένα μεγάλο μέρος της και σήμερα διακινεί περίπου το 50% των λιπασμάτων που καταναλώνονται. Οι υπόλοιπες ποσότητες διακινούνται από τα εμπορικά δίκτυα των βιομηχάνων και των διαφόρων εμπόρων.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ