Κυριακή 19 Ιούλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο πολιτισμός δεν είναι πεδίο κερδοφορίας

Το Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (ΚΕΠ) ιδρύθηκε το 1984 με αφορμή την ανακήρυξη της Αθήνας ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και έκτοτε λειτουργεί ανελλιπώς. Εχει αναδειχτεί σε πολιτιστικό φορέα με αποφασιστικό ρόλο σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ως προς το σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας εκπαιδευτικής και επικοινωνιακής πολιτικής σχετικά με τη χρήση, την ερμηνεία και την αξιοποίηση του πολιτιστικού αγαθού. Η συνεχής λειτουργία, η ανάπτυξη και η επέκταση των δραστηριοτήτων του Κέντρου στο πεδίο της εκπαίδευσης στον πολιτισμό, βασίστηκε και υποστηρίχτηκε για μια δεκαετία από μια διεπιστημονική ομάδα, η σχέση εργασίας της οποίας όμως λήγει, με αποτελέσματα αυτοακύρωσης των στόχων της συνέχειας.

Σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, πάντως, όταν ο υπουργός Πολιτισμού, Ευάγγελος Βενιζέλος,ρωτήθηκε για την τύχη των ανθρώπων που εργάστηκαν στα εκπαιδευτικά προγράμματα, είπε πως θα το αντιμετωπίσει στο πλαίσιο της νομοθεσίας, τονίζοντας όμως ότι το ΥΠΠΟ "έχει τεράστιο πρόβλημα ανανέωσης του στελεχικού του δυναμικού και πρόσληψης νέου επιστημονικού προσωπικού", ενώ εκφράζοντας την άποψή του για τα κριτήρια στελέχωσης του διοικητικού μηχανισμού του κράτους, είπε "πρέπει να εκτιμάς την αποτελεσματικότητα, την όρεξη, τη γνώση κ.ο.κ.".

Στοιχεία, που σίγουρα διαθέτουν οι εργαζόμενοι, αφού το έργο τους όλα αυτά τα χρόνια είναι σημαντικότατο. Εκτός αν αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Το γεγονός δηλαδή, ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν εργάστηκαν με "δημοσιοϋπαλληλικό" τρόπο. Εκτός αν, ένας τομέας που διαχειρίζεται πολιτιστικά αγαθά, που προσφέρει δωρεάν εκπαιδευτικά προγράμματα, που απευθύνεται στα δημόσια σχολεία και του κοστίζει 60.000 την ημέρα, θεωρείται ζημιογόνος για τη λογική της κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης πιστής και υπάκουης στις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες, που αποσκοπούν να μετατρέψουν τον πολιτισμό σε πεδίο κερδοφορίας. Αν παίρνεις 1.500 χιλιάρικο για το κάθε παιδάκι, για παράδειγμα, όπως τα ιδιωτικά "μαγαζιά", μπορείς να βγάζεις κιόλας. Αλλωστε, το κομμάτι του πολιτισμού και συγκεκριμένα αυτό που αφορά το παιδί και την οικογένεια, όπως για παράδειγμα το ηλεκτρονικό υλικό στην Ελλάδα, θέλει να το μονοπωλεί ο οργανισμός Λαμπράκη. Εξάλλου, με την ίδια λογική της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, ό,τι μπορεί να πουληθεί αποτελεί ψωμί, που λαχταρούν αρκετοί. Επομένως, μια θεσμοθέτηση ενός κομματιού που θα παίζει σ' αυτή την πίτα και που θα είναι κρατικό, πιθανόν να είναι βλαπτικό για την ιδιωτική πρωτοβουλία. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, πρόκειται για το ίδιο πεδίο δραστηριοποίησης, που επιχειρούν ιδιωτικοί φορείς. Το να υπάρχει μια μονάδα του δημοσίου, μικρή αριθμητικά, αλλά με σπουδαίο έργο και με μια δυναμική, δε "συμφέρει".

Ο πολιτισμός ως μέσο κοινωνικής ένταξης

Τα στελέχη αυτά δε λειτούργησαν στο πλαίσιο της υπηρεσίας απλώς με όρους διεκπεραίωσης και παρουσίασης του έργου στο κοινό, αλλά κυρίως εργάστηκαν για την ανάδειξη απόψεων σχετικά με τα ζητήματα επικοινωνίας του κοινού με την αρχαιολογική κληρονομιά και συγκεκριμένα: Την ανάγκη για τη γνωριμία μεγάλων κοινωνικών ομάδων με τα μουσεία, τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Την αναγκαιότητα για την ανάπτυξη υποδειγματικών εφαρμογών και δράσεων με καινοτόμο χαρακτήρα για παιδιά, εφήβους και νέους. Την αναγκαιότητα για παραγωγή εφαρμογών και σχεδιασμό δραστηριοτήτων με δυνατότητα πολλαπλασιασμού και αναπαραγωγής τους, ώστε να διασφαλίζεται η συμμετοχή της περιφέρειας. Την αναγκαιότητα για τροποποίηση - σχεδιασμό δραστηριοτήτων ώστε να περιλαμβάνουν ομάδες που συνήθως αποκλείονται κοινωνικά από το πολιτιστικό αγαθό. Την αναγκαιότητα για συνεχή επιμόρφωση επιμορφωτών σε θέματα εκπαίδευσης στα μουσεία, διαδικασία που απέδωσε ανά την Ελλάδα ένα εξειδικευμένο δυναμικό που ασχολείται σήμερα σε δημόσιους ή μη κυβερνητικούς οργανισμούς.

Το Κέντρο αποτελεί φορέα που σχεδιάζει και υλοποιεί αρχαιολογικά - εκπαιδευτικά προγράμματα και εκθέσεις στην Αθήνα και σε πόλεις της περιφέρειας (Θεσσαλονίκη, Φλώρινα, Αγρίνιο, Πάτρα, Χανιά, Ζάκρος, Λήμνος, Μυτιλήνη). Τα θέματά τους, από την προϊστορική και κλασική αρχαιότητα, ποικίλλουν, η φιλοσοφία όμως που τα διέπει παραμένει σταθερή, καθορίζοντας τους στόχους, δηλαδή την ευαισθητοποίηση του κοινού και κυρίως των νέων σε θέματα ερμηνείας, κατανόησης και συνεπώς προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.Συνεργάζεται με τους εκπαιδευτικούς προτείνοντας εναλλακτικά παραδείγματα διδασκαλίας της ιστορίας και των αρχαιογνωστικών μαθημάτων.

Επίσης, υπάρχουν ειδικά αρχαιολογικά προγράμματα και οι ανάλογες εκθέσεις, καθώς και πολλές άλλες δραστηριότητες που απευθύνονται σε νεανικό κοινό με ειδικές ανάγκες, νοητικές, όρασης, ακοής ή κίνησης. Αποδέκτες μιας εκπαιδευτικής παρέμβασης, επίσης, του Κέντρου προς πολιτισμικά διαφοροποιημένες ομάδες πληθυσμού είναι τα παιδιά μουσουλμανικών οικογενειών, που κατοικούν σε υποβαθμισμένες περιοχές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Πρόκειται για παιδιά που στην πλειοψηφία τους δεν πηγαίνουν στο σχολείο, αφού εργάζονται πουλώντας λουλούδια ή καθαρίζοντας τζάμια αυτοκινήτων. Επιχειρεί να συμβάλει στην κοινωνική τους ένταξη.

Συνθήκες εργασιακής αβεβαιότητας

Ωστόσο, το Κέντρο αποτελεί τόσο ως προς τους όρους λειτουργίας του, όσο και ως προς το εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων, πρωτοφανή περίπτωση στη Δημόσια Διοίκηση.Για 12 συνεχή χρόνια το Κέντρο υπάρχει, λειτουργεί, παράγει και απασχολεί εργαζόμενους χωρίς κανενός είδους θεσμική κατοχύρωση. Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου για το Κέντρο, μέχρι το Δεκέμβρη του 1997, οδήγησε στην απώλεια σημαντικών στελεχών και δημιούργησε μια σειρά από δυσεπίλυτα προβλήματα.Αυτή η πρωτοφανής περίπτωση, της δεκαετούς δηλαδή, συνεχούς ύπαρξης ενός άτυπου δημοσίου σώματος στο πλαίσιο του ΥΠΠΟ, αντιμετωπίστηκε εν μέρει με τη νομοθετική κατοχύρωση του ΚΕΠ, τη μετατροπή του δηλαδή σε Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΔΙ.Π.Κ.Α.) του ΥΠΠΟ και τη ρητή διατύπωση των αρμοδιοτήτων που για δέκα και πλέον χρόνια εξασκούσε (Ν.2557/97). Οκτώ περίπου μήνες μετά την ψήφιση του νόμου, όμως, ο φορέας αυτός συνεχίζει τυπικά να λειτουργεί χωρίς προσωπικό. Τόσο η προηγούμενη κατάσταση, όσο και η σημερινή, έθετε και εξακολουθεί να θέτει τους εργαζόμενους σε συνθήκες αβεβαιότητας. Το ανθρώπινο δυναμικό εργάζεται χωρίς καμία κατοχύρωση και προοπτική.

Ολοι οι εργαζόμενοι, είτε για σειρά ετών εργάστηκαν χωρίς καμιά τυπική σχέση εργασίας, είτε αργότερα με αναθέσεις εργασίας δίμηνης, τρίμηνης και στην καλύτερη περίπτωση ετήσιας διάρκειας. Από την αρχή της λειτουργίας του το Κέντρο λειτουργούσε στα πλαίσια του δημοσίου χωρίς όμως να είναι θεσμοθετημένο. Την πρώτη περίοδο, μέχρι '90 - '95 οι εργαζόμενοι δούλευαν χωρίς συμβάσεις. Μέχρι το '90 το ΥΠΠΟ πέρναγε κονδύλια στο ΙΚΟΜ, στο ελληνικό τμήμα, δηλαδή, του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων για τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ετσι τους πλήρωνε το ΙΚΟΜ με βάση τις καταστάσεις. Μετά τους πλήρωνε η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Από τη στιγμή που άρχισε η Διεύθυνση να διαχειρίζεται τα χρήματα για τα εκπαιδευτικά προγράμματα, δεν μπορούσαν να δίνονται χρήματα κάτω από το τραπέζι πια. Οπότε ξεκίνησαν τις συμβάσεις έργου, που υποκρύπτουν εξαρτημένη εργασία. Διότι οι εργαζόμενοι ήταν καθημερινά εκεί υπό την εποπτεία του διευθυντή σε πλήρες οκτάωρο. Εκείνη την εποχή ψηφίστηκε ο 2190/94, ο περίφημος νόμος Πεπονή, οπότε οι παλαιότεροι θα είχαν τη δυνατότητα να υπογράψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου, αλλά ουσιαστικά δεν μπορούσαν να το αποδείξουν αυτομάτως, αφού δεν ήταν θεσμοθετημένο το Κέντρο. Ετσι έχασαν τη δυνατότητα.

Στη συνέχεια η ΔΙ.Π.Κ.Α κάνει συμβάσεις έργου, εξάμηνες ή ετήσιες. Με βάση τη γενική πολιτική κατεύθυνση της κυβέρνησης, έρχεται ο νόμος περί δημόσιας διοίκησης και μέχρι το Δεκέμβρη του περασμένου χρόνου όλες οι συμβάσεις των μη νομίμων καταγγέλλονται με ευθύνη των προϊσταμένων και στο εξής κανένας εργαζόμενος δε θα μπορεί να έχει συμβάσεις διαφόρων τύπων, εκτός αν υπογράφει ο νομικός σύμβουλος πάνω στη σύμβαση ότι δεν καλύπτει πάγιες και λειτουργικές ανάγκες.

Οι εργαζόμενοι όμως κάλυπταν πάγιες και λειτουργικές ανάγκες. Δεν είναι εποχιακό προσωπικό, ούτε εργολάβοι του Πολιτισμού. Αν προκειμένου να υπογράψουν μια σύμβαση, πήγαιναν στο νομικό σύμβουλο να γράψει ότι δεν καλύπτουν, αφ' ενός, ήταν ψέμα, αφ' ετέρου, υποβάθμιζε τη δουλειά και τη διεκδίκησή τους.

Μετά από διαρκή αγώνα των εργαζομένων στο Κέντρο αυτό πέτυχαν τη θεσμοθέτηση τουλάχιστον του Κέντρου, ωστόσο, το προσωπικό εργάζεται σήμερα με χειρότερους όρους από πριν. Οι νόμιμοι υπάλληλοι που απασχολούνται στο Κέντρο (1 αρχαιολόγος που εκτελεί χρέη προϊσταμένου, 1 εργατοτεχνίτης, 1 καθαρίστρια και δύο φύλακες με μειωμένο ωράριο) και η αρχαιολόγος με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, βρίσκονται μετέωροι διοικητικά χωρίς απόφαση τοποθέτησής τους στο νέο φορέα. Οσο για το στελεχικό δυναμικό των μουσειοπαιδαγωγών εργάζεται με ωρομίσθια σχέση. Ο νόμος προβλέπει ανώτατο ετήσιο όριο ωρομισθίου 880 ώρες. Για να καλύψουν τις ανάγκες τους - κάτω από το τραπέζι - επειδή οι 880 ώρες δε βγάζουν μέχρι το Δεκέμβρη, αλλά φτάνουν μέχρι τον Ιούνιο, γίνεται μια σιωπηρή συμφωνία και δουλεύουν οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο και πληρώνονται βέβαια ανάλογα. Ο κόσμος πιεσμένος από την ανεργία δέχεται να υπογράψει για να μείνει όλο το χρόνο. Γιατί αν τελειώσει τον Ιούνιο, θα είναι άνεργος τους υπόλοιπους μήνες. Οι εργαζόμενοι, στο Κέντρο, όμως, επέλεξαν, συνειδητά, να δουλέψουν με το πλήρες ωράριο, γνωρίζοντας ότι υποβιβάζουν την εργασιακή τους σχέση, αλλά διατηρώντας το δικαίωμα της διεκδίκησης μιας μόνιμης και οριστικής επίλυσης του προβλήματός τους. Η ωρομίσθια σχέση εργασίας... και για να μην αυτοκαταργηθεί το Κέντρο, αφού δε θα έχει ανθρώπινο δυναμικό να το υποστηρίξει, η επίλυση του εργασιακού καθεστώτος επείγει.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ