Τετάρτη 12 Αυγούστου 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο ΤΑΞΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Κράτος και δίκαιο

Α' μέρος

Οποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο μπορούμε να το κατανοήσουμε επιστημονικά, μόνον όταν το εξετάσουμε στην πορεία της γέννησης, της αλλαγής, της ανάπτυξής του, όταν ξέρουμε ποιες ακριβώς αιτίες το έφεραν στη ζωή. Ετσι για να καταλάβουμε την ουσία και το ταξικό περιεχόμενο του δικαίου, πρέπει να γνωρίζουμε πώς και κάτω από ποιους όρους, από ποιες αιτίες γεννήθηκε.

Το πρόβλημα του δικαίου είναι ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα της κοινωνικής επιστήμης και έχει πρωταρχική σημασία. Δίκαιο είναι το σύνολο των υποχρεωτικών κανόνων συμπεριφοράς που θεσπίζει ή επικυρώνει ένα κράτος και που η τήρησή τους εξασφαλίζεται με μέτρα κρατικής επενέργειας. Με τη βοήθεια του δικαίου η τάξη ή οι τάξεις που κατέχουν την κρατική εξουσία ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων και των ομάδων τους. Στερεώνουν και αναπτύσσουν ως υποχρεωτικές, προστατευόμενες από το νόμο εκείνες τις κοινωνικές σχέσεις, που ανταποκρίνονται στα συμφέροντά τους. Σε ένα εξελιγμένο κράτος, η σφαίρα δράσης του δικαίου εκτείνεται πρώτα απ' όλα στον τομέα της παραγωγής, της κατανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης. Αυτό εδραιώνει τις υφιστάμενες σχέσεις ιδιοκτησίας και ρυθμίζει το μέτρο και τη μορφή του καταμερισμού της εργασίας και των προϊόντων της ανάμεσα στα μέλη της. Το δίκαιο καθιερώνει επίσης τις μορφές διοίκησης και του κρατικού συστήματος, την οργάνωση και τις διαδικασίες της δραστηριότητας του κρατικού μηχανισμού, τη νομική θέση των πολιτών το είδος και τη διαδικασία επιβολής ποινών για την προστασία του καθεστώτος και των κοινωνικών σχέσεων που ισχύουν. Σπουδαία πλευρά του δικαίου αποτελούν τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι υποχρεώσεις των πολιτών. Ο χαρακτήρας και η έκταση αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθορίζονται από το Κοινωνικό - Οικονομικό σύστημα και τη θέση των ατόμων στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Για να υπάρχουν όμως αυτά τα δικαιώματα πρέπει να αναγνωρίζονται από το νόμο και να εξασφαλίζεται η άσκησή τους με νομικές εγγυήσεις. Γενικά, ο ρόλος του δικαίου ως ρυθμιστή, με κανόνες της κοινωνικής ζωής είναι πολύ σημαντικός. Το δίκαιο είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με το κράτος. Πίσω από αυτούς τους κανόνες συμπεριφοράς υπάρχει ο κρατικός εξαναγκασμός. Το δίκαιο "είναι μηδέν χωρίς μηχανισμό ικανό να επιβάλει με εξαναγκασμό την τήρηση των κανόνων του", αναφέρει ο Λένιν στο μνημειώδες έργο του "Κράτος και Επανάσταση". Ο αδιάρρηκτος δεσμός με το κράτος είναι από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που διακρίνουν το δίκαιο από τους άλλους κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς (κανόνες ηθικής). Με τη σειρά του, το κράτος είναι αδιανόητο χωρίς το δίκαιο. Η ίδια η οργάνωση του κρατικού μηχανισμού πρέπει να παίρνει νομική μορφή, που χωρίς αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ο καταμερισμός και ο συντονισμός των κρατικών οργάνων. Η έλλειψη νομικών κανόνων κάνει αδύνατη την κρατική διοικητική δραστηριότητα. Τέλος, οι σχέσεις κράτους και πολίτη, επίσης απαιτούν διατύπωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των δύο μερών. Στην προμαρξιστική φιλοσοφική σκέψη κυριαρχούσε η ιδεαλιστική εξήγηση της έννοιας του δικαίου, που την πρώτη πηγή του την αναζητούσε στις ιδιότητες του ανθρώπινου πνεύματος και της νόησης και στη θεϊκή βούληση. Ειδικότερα: Οι περί της γέννησης του δικαίου θεωρίες μπορούν να καταταχθούν σε δύο κυρίως κατηγορίες την ορθολογική και την εμπειρική. Κατά την παλιά των αρχαίων Ελλήνων πίστη, υπάρχει δίκαιο απόλυτο και αιώνιο που απορρέει από το Δία και αποτελεί την πηγή της νομοθεσίας των πόλεων. (Ησιόδου Εργα, Σοφοκλέους "Οιδίπους Τύραννος", "Αντιγόνη", Πλάτωνος "Πρωταγόρας"). Κατά τους οπαδούς των θεοκρατικών και θεολογικών συστημάτων το κράτος και το δίκαιο κατάγονται από το Θεό, γιατί ο δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο κοινωνικό και πολιτικό και έχουν λογική βάση τη θεία βούληση, τη θεία σοφία, η οποία είναι ιερή και δεν επιδέχεται συζήτηση. Μεταγενέστερα η θεοκρατική αυτή αντίληψη μετριάστηκε. Η αιωνόβια ορθολογική θεωρία μετά από μακριά εξέλιξη μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Το ιδεώδες δίκαιο πηγάζει από τη λογική μας φύση και στηρίζεται επί του ορθού λόγου. Πρέπει να χρησιμεύει ως βάση προς κρίση και βελτίωση των ισχυόντων θεσμών: Θεωρία του φυσικού δικαίου (Ιππίας, Στωικοί, Κικέρων, Αυγουστίνος, Θωμάς ο Ακυινάτος, Γρότιος, Φίχτε, Σέλιγκ κλπ). Ο Ολλανδός Γρότιος είναι ο πρώτος που έθεσε επιστημονική βάση στη θεωρία του φυσικού δικαίου και αρχηγός της "Σχολής του δικαίου της φύσεως και των Εθνών". Κατά τον Γρότιο το φυσικό δίκαιο είναι "εις κανών, ο οποίος υπαγορεύεται εις ημάς εκ του ορθού λόγου και κατά τον οποίον κρίνομεν αναγκαίως ότι μία πράξις είναι άδικος ή ηθική αναλόγως της συμφωνίας της προς την λογικήν φύσιν". Η θεωρία του φυσικού δικαίου, όπως αυτή εμφανίζεται με την κλασική της μορφή κατά τα τέλη του 18ου αιώνα λαμβάνει τη θετική της διατύπωση στη "διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου" του 1789 κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Τη λογική δε αυτή βάση του δικαίου βρήκε ο Εμμανουήλ Καντ στην αυτονομία του ανθρώπου, ο οποίος υποτασσόμενος με τη θέλησή του σ' ένα νόμο που απορρέει από το λογικό του αποτελεί καθ' εαυτό ένα τέλος. Ο Γρότιος είχε προτείνει ως κριτήριο του δικαίου "τη συμφωνία αυτού προς τη λογική φύση". Ο Εμμανουήλ Καντ κατέληξε ουσιαστικά στο αυτό συμπέρασμα, αφού δέχτηκε ότι το δίκαιο είναι μία ιδέα ανώτερη και προγενέστερη των γεγονότων και έχει μια λογική εκ των προτέρων βάση. Οι οπαδοί της Εμπειρικής σχολής πρεσβεύουν ότι το δίκαιο είναι προϊόν της εξέλιξης και μάλιστα θετικό, το οποίο μόνη πηγή έχει την κοινωνική ή πολιτειακή βούληση. Ως ιδρυτής του Θετικισμού στο δίκαιο φέρεται ο Αρχέλαος, ακολουθεί ο Επίκουρος, ο Χομπς, ο Τζον Λοκ και άλλοι. Η Ιστορική σχολή θεωρεί το δίκαιο ως προϊόν του πνεύματος κάθε λαού και της ιστορικής του εξέλιξης (Σαβινί Πούχτα), η βιολογική ανάγει αυτό στην ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου, ικανοποιουμένη με την προσαρμογή του στο κοινωνικό και ηθικό σύστημα (Δαρβίνος, Σπένσερ). Η Σχολή του πολιτισμού εκλαμβάνει το δίκαιο ως απότοκο της ροπής προς δημιουργία του πολιτισμού (Κόλερ, Γουλ, Σάουερ). Τέλος ο Γέρινγκ χαρακτηρίζει το σκοπό ως πηγή και γεννήτορα του νόμου. Για τις αστικές σχολές του δικαίου που επικράτησαν στους 19ο - 20ό αιώνα είναι χαρακτηριστική η απροκάλυπτη, η ιδεαλιστική, η θετικιστική εξήγηση της φύσης του δικαίου. Η αστική νομική σκέψη δε συνδέει το δίκαιο με την ταξική δομή της κοινωνίας, γιατί παρόμοια αντιμετώπιση οδηγεί αντικειμενικά στην αναγνώριση του ταξικού χαρακτήρα του δικαίου της αστικής κοινωνίας το οποίο από παράδοση θεωρούν ως προϊόν "κοινής βούλησης", ως δίκαιο ολόκληρης της κοινωνίας. Οταν η αστική τάξη έγινε εξουσία, έχασαν τη σημασία τους η διδασκαλία του φυσικού δικαίου, καθώς και η ιστορική σχολή του δικαίου. Κυριάρχησε ο νομικός θετικισμός, που θεωρούσε το δίκαιο ως ύψιστο σκοπό χωρίς την ανάγκη οικονομικής πολιτικής ή άλλης θεμελίωσης και ως καθήκον της νομικής επιστήμης μόνο την τυπική λογική ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου.

Κώστας ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ

Δικηγόρος, μέλος του ΚΜΕ

ΑΥΡΙΟ το Β μέρος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ