Κυριακή 25 Ιούλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μακριά από τη θάλασσα!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Εδώ και χρόνια, οι διακοπές στην Ελλάδα ταυτίζονται με τη θάλασσα. Τα ελληνικά βουνά τα θυμούνται οι Ελληνες μόνον όταν καίγονται. Τότε δημοσιεύονται φωτογραφίες τους στις εφημερίδες, ακούγονται και τα ονόματά τους και έτσι, τουλάχιστον ως μάθημα μιας σπαρακτικής γεωγραφίας, γίνεται γνωστή η θέση τους και κάτι λίγο από τη φυσιογνωμία τους. Πριν από χρόνια όμως, δεν ήταν έτσι. Τα δάση γέμιζαν κόσμο και μεις οι μικροί μεγαλώναμε με παραμύθια, που πάντα είχαν μέσα τους ιστορίες από το δάσος. Πότε άγριες και αποτρόπαιες και πότε γοητευτικές και γεμάτες μυστήριο. Πολλές από αυτές, μάλιστα, έρχονταν στον παιδικό μας ύπνο και τον γέμιζαν με φόβο ή την ηδονική εκείνη ανατριχίλα, που δε μας άφηνε να ησυχάσουμε κι όλο φανταζόμασταν τον εαυτό μας διάσημο ήρωα και πρωταγωνιστή μιας τέτοιας ιστορίας. Εγώ θυμούμαι, τώρα που γράφω για το καλοκαίρι, είχα ιδιαίτερη μανία για όλα αυτά τα μυστηριώδη και τα ηρωικά. Γι' αυτό και κάθε φορά που έβρισκα ευκαιρία με τον Λάκη το Βουλγαρόπουλο και τον Στέλιο τον Σπανό ανηφορίζαμε για το Χορτιάτη. Χανόμαστε με τις ώρες μέσα στις καστανιές, κυνηγούσαμε και με τη σφεντόνα κοτσύφια, στήναμε ξόβεργα, ψάχναμε να βρούμε πάγο κάτω από τα καστανόφυλλα και το βράδυ στήναμε τ' αντίσκηνά μας, ανάβαμε φωτιές στο ξέφωτο και καθόμασταν, για να τραγουδήσουμε την ιστορία της μέρας και να προετοιμάσουμε το νυχτερινό μας όνειρο. Και ύστερα, όταν έσβηναν οι φωτιές, πέφταμε κατάκοποι για ύπνο.

* * *

Τώρα, όμως; Πού πήγανε όλα εκείνα τα καστανοτόπια, οι βραδινές φωτιές με τις τραγουδισμένες ιστορίες και τις λάμπες θυέλλης, που έκαναν τις καστανιές να κυματίζουν και τις σκιές τους να παίρνουν διαστάσεις δρακόντων; Στ' αλήθεια, πού χάθηκαν όλες εκείνες οι παιδικές αμαρτίες, που γίνονταν βόλια στις λαστιχένιες σφεντόνες και το βράδυ ερωτικοί συναγωνισμοί, για να καταγραφούν ως χάρτες της οικουμένης στα πρόχειρα σεντόνια της κατασκήνωσης; Τώρα, όλα στη θάλασσα. Οι ρακέτες, τα τόπλες, οι λαίμαργοι μπανιστές με τα μούσκλα προτεταμένα και τα γεννητικά εύσημα στη φόρα. Κι άλλοι από δω ξαπλωμένοι, κι άλλοι από κει. Χαμένοι ανάμεσα σε καρπουζόφλουδες, σε πλαστικά ποτηράκια "φραπέδων", σε μηχανάκια με τρύπιες εξατμίσεις, σε φύκια αναδευόμενα και προφυλακτικά γεμάτα με ξοφλημένα όνειρα. Και πιο πέρα τα πούλμαν φορτωμένα με την απελπισία των ΚΑΠΗ του Αγίου Ραφαήλ, οι τουρίστες να τρώνε σπαράγματα γύρου, καμωμένου από σάρκες εξαθλιωμένων πουλερικών, αναζητώντας σε διπλωμένους χάρτες τα ξασπρισμένα μαρμάρινα κόκαλα του κλασικού παρελθόντος, δείγματα ντεμέκ ενός πολιτισμού, που έφτασε μέχρι σήμερα, για να χαθεί αύτανδρος μέσα σε ποτάμια νες καφέ κλασίκ και διοξινωμένης "κόκα - κόλα". Σαβανωμένος επαρκώς μέσα σε ταινίες μπλου τζιν, μούμια εφιαλτική του ένδοξου Αγαμέμνονα, δολοφονημένου για το χατίρι του φαλλόμορφου Αίγιστου, στην πραγματικότητα, όμως, στο όνομα της ανερχόμενης μεσαίας τάξης των Μυκηναίων. Πού να τολμήσουν να μας το δείξουν όμως τα ελληνικά μουσεία, που μόνο χρυσές λάρνακες ξέρουν να μας δείχνουν και χρυσά ποτήρια! Τώρα ποιοι τα έφτιαχναν αυτά και ποιοι τα φορούσαν, κουβέντα!

* * *

Σκέφτηκα, λοιπόν, κι εγώ να ρίξω ένα σύνθημα. Αφού το βουνό χάθηκε και τα δάση του καίγονται, αφού οι θάλασσες έχουνε πήξει σε αποσυντεθειμένες μυρωδιές οργανωμένων εκδρομών και ελαφρόμυαλων μπανιστών, καιρός είναι να περιδιαβάσουμε τους αρχαιολογικούς μας χώρους, που έτσι και αλλιώς, είτε βρίσκονται κοντά είτε μακριά από τη θάλασσα, κρατάνε, ανάμεσα στη μνημειακή τους τούντρα και τις συνουσιαζόμενες γουστερίτσες, κάτι από την αυθεντικότητα του ελληνικού τοπίου. Κρατάνε κάτι από την αλήθεια της Ιστορίας, έστω και με τη μορφή των ερειπίων, όσο κι αν επιμένουν να μας τη διατηρούνε μυστική οι αρχαιολόγοι, παγιδευμένοι στο μαλακό παραμύθι των Ινδοευρωπαίων. Και το τέλμα των εθνικιστικών μας αμβλώσεων.

* * *

Μακριά από τη θάλασσα, λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι. Ποιος ξέρει, μπορεί να βρούμε κάτι από τη στιφάδα της Ιστορίας, εκεί, μπλεγμένο ανάμεσα σε πυρακτωμένα αγριόχορτα και ερωτευμένους κισσούς. Αλλιώς χανόμαστε ανάμεσα στο 2% του πληθωρισμού και στις διολισθαίνουσες προς τα πάνω τιμές των καυσίμων.

Μακριά από τη θάλασσα, λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι. Ποιος ξέρει, μπορεί να βρούμε κάτι από τη στιφάδα της Ιστορίας, εκεί, μπλεγμένο ανάμεσα σε πυρακτωμένα αγριόχορτα και ερωτευμένους κισσούς. Αλλιώς χανόμαστε ανάμεσα στο 2% του πληθωρισμού και στις διολισθαίνουσες προς τα πάνω τιμές των καυσίμων


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ