Κυριακή 12 Σεπτέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στο "γύψο" μισθοί - συντάξεις, στο "ρετιρέ" τα κέρδη

Τα επίσημα στοιχεία μάς πληροφορούν πως οι "γαλάζιες" και "πράσινες" εισοδηματικές πολιτικές λιτότητας, που εφαρμόστηκαν στην περίοδο από το 1990 μέχρι σήμερα, προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων (ξεπέρασαν το 45%), αλλά και αλματώδη αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων

Το 1999, ήταν η ένατη κατά σειρά χρονιά μείωσης της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων και άρα μια ακόμη χρονιά που το βιοτικό επίπεδο των εργατικών νοικοκυριών (που αποτελεί τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού) κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά. Σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ, ότι τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μια αύξηση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων περίπου 9,4%, η αλήθεια - όπως έχει αποτυπωθεί στα επίσημα στοιχεία - είναι πως στην εννιαετία (1990 - 1999) παρατηρείται μια συνεχής μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων σε συνδυασμό με μια θεαματική αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων.

Στην παραπάνω εννιαετία, που το ΠΑΣΟΚ διαδέχτηκε στην κυβερνητική εξουσία τη ΝΔ και οι "πράσινες" αντιλαϊκές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας να συναγωνίζονται τις "γαλάζιες", είχαμε αξιόλογη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων και παράλληλα σημαντική αύξηση του πλούτου, που μοιράζονται μεταξύ τους οι μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεισοδηματίες από τα παλιά και νέα "τζάκια" (που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό τμήμα του ελληνικού λαού). Και ενώ με τη συγκεκριμένη πολιτική - την οποία υπηρέτησαν πιστά οι κυβερνήσεις της ΝΔ (από τον Απρίλη του 1990 μέχρι τον Οκτώβρη του 1993) και του ΠΑΣΟΚ (Οκτώβρης 1993 μέχρι σήμερα) - οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, η κυβέρνηση Σημίτη εμφανίζει την "πράσινη" λιτότητα ως... φιλολαϊκή. Ετσι, όπως "ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του", ο Κ. Σημίτης υποστήριξε πως στην περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ - δηλαδή από τον Οκτώβρη του 1993 μέχρι σήμερα - τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 9,4% και πως "το μερίδιο της εργασίας στο ΕΘνικό Εισόδημα έχει αυξηθεί στο 38% από 36% που ήταν το 1993". Ετσι, με βάση τον παραπάνω αυθαίρετο ισχυρισμό - που διαψεύδεται από τα επίσημα στοιχεία - ο Κ. Σημίτης πρόβαλε στη συνέχεια το επιχείρημα ότι το κεντρικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ για μια "ισχυρή Ελλάδα" μέσα στην ΕΕ, με τη συγκεκριμένη πολιτική, γίνεται κάθε μέρα πραγματικότητα...

Ιδού και τα τεκμήρια

Από τα επίσημα στοιχεία, για την εξέλιξη του πληθωρισμού και των μισθών - συντάξεων στο δημόσιο τομέα, που παραθέτουμε στον πίνακα, προκύπτει με σαφήνεια, ότι μόνο από τις επίσημες εισοδηματικές πολιτικές, που εφάρμοσαν στην περίοδο από το 1990 μέχρι και το 1999 οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, η αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων του δημοσίου μειώθηκε τα τελευταία 9 χρόνια περίπου 47%!

Στην ίδια περίοδο, όμως, τα φανερά κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν σε ποσοστά που ξεπερνούν το... 2.500%, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία των ισολογισμών που έχουν επεξεργαστεί και δημοσιοποιήσει ο ΣΕΒ και η εταιρία ICA. Στον πίνακα φαίνονται το μέσο ετήσιο επίσημο ποσοστό αύξησης του πληθωρισμού και το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης των μισθών στο δημόσιο τομέα.Ανάλογες (λίγο μεγαλύτερες) ήταν οι αυξήσεις που δόθηκαν στους συνταξιούχους του δημοσίου όπως επίσης και οι αυξήσεις των μισθών που πήραν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, που είχαν σαν μπούσουλα την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης στο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα, προκύπτει ότι στην περίοδο 1990 - 1999, που ο πληθωρισμός αυξήθηκε σωρευτικά 182,8%, η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων (όπως αυτή προκύπτει από την επίσημη εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης στο δημόσιο τομέα) ήταν μόλις... 53,7% Από τον ίδιο πίνακα - που επεξεργάστηκε και δημοσιεύει σήμερα ο "Ρ" - προκύπτει ότι ένας εργαζόμενος στο δημόσιο που το 1989 (πριν 10 χρόνια) έπαιρνε 150.000 δραχμές το μήνα, θα έπρεπε - αν αυξανόταν όσο ο επίσημος πληθωρισμός (περίπου 182,8%) - να παίρνει σήμερα 434.433 δραχμές. Επειδή, όμως, οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων ήταν πολύ κάτω του επίσημου πληθωρισμού (περίπου 53,7%), ο συγκεκριμένους μισθωτός - που το 1989 έπαιρνε 150.000 δραχμές το μήνα - παίρνει σήμερα μόλις 230.493 δραχμές το μήνα. Οπως προκύπτει από τον ίδιο πίνακα, οι εισοδηματικές απώλειες που προκάλεσαν οι "γαλαζοπράσινες" εισοδηματικές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας από το 1990 μέχρι και το 1999 αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο... Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι εισοδηματικές απώλειες για τον συγκεκριμένο μισθωτό που το 1989 είχε μισθό 150.000 δραχμές ανέρχονται σε 16.200 δραχμές το μήνα για το έτος 1990 (ή 226.800 δραχμές για ολόκληρο το έτος) και φτάνουν στις 203.940 δραχμές το μήνα για το 1999 ήτοι 2.855.160 δραχμές για ολόκληρο το έτος. Οι συνολικές απώλειες που είχε ο συγκεκριμένος μισθωτός στη δεκαετία ξεπερνούν τα 17 εκατ. δραχμές! Και φυσικά οι απώλειες για τον συγκεκριμένο μισθωτό - που ποσοστιαία είναι ίδιες και για τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων του δημοσίου - είναι ακόμη μεγαλύτερες αν υπολογιστεί η μείωση της αγοραστικής δύναμης που προκάλεσε στα λαϊκά εισοδήματα η άρνηση των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να τιμαριθμοποιούν κάθε χρόνο τη φορολογικά κλίμακα, μέτρο που αξιοποιήθηκε για την αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους με την υπερφορολόγηση των εργαζομένων και άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ενας δεύτερος δείκτης, που μας πληροφορεί για τους μεγάλους κερδισμένους και τους μεγάλους χαμένους της οικονομικής πολιτικής, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ - επιδιώκοντας με τη συναίνεση των άλλων πολιτικών κομμάτων που έχουν δηλώσει θιασώτες του Μάαστριχτ την ένταξη στην ΟΝΕ - είναι και τα επίσημα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, που δείχνουν ότι την αύξηση του ΑΕΠ (δηλαδή του πλούτου της χώρας) τη νέμονται οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι μεγαλοεισοδηματίες και τα "τσιράκια" τους.
Τρελά κέρδη των μεγάλων εταιριών

Είναι χαρακτηριστικό ότι παράλληλα με την αύξηση του ΑΕΠ, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Από τη μια μεγαλώνει το κομμάτι της "πίτας" του ΑΕΠ που αποκαλείται "πρόσοδοι επιχειρηματικής δραστηριότητας", δηλαδή τα κέρδη και υπερκέρδη που μοιράζονται μεταξύ τους οι "χρυσοκάνθαροι" του πλούτου (μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοεισοδηματίες, μεγαλοτζογαδόροι και μεγαλοαπατεώνες) και από την άλλη μικραίνει το κομμάτι της "πίτας" του ΑΕΠ με τον τίτλο "εισοδήματα εργαζομένων", που αντιπροσωπεύει τους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και τις συντάξεις.Δεν είναι τυχαίο, ότι κάθε χρόνο οι ισολογισμοί που δημοσιεύουν στον Τύπο οι μεγάλες εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις και τράπεζες, μας πληροφορούν ότι έχουν ποσοστά αύξησης κερδών πολλαπλάσια του πληθωρισμού. Διπλάσια, τριπλάσια μέχρι και δεκαπλάσια ή εκατονταπλάσια!

Ενδεικτικά της άγριας διανομής και αναδιανομής των λαϊκών εισοδημάτων, με τη μεταφορά πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών από τις τσέπες των μισθωτών και συνταξιούχων στα θησαυροφυλάκια των μεγαλοεπιχειρηματιών, είναι τα επίσημα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών που δείχνουν ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ:

  • Το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών και άλλων εισοδημάτων (πλην μισθωτών και συνταξιούχων), ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος αυξήθηκε από 59,7% που ήταν το 1990 σε 63,1% το 1995.
  • Το μερίδιο των αμοιβών των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μειώθηκε ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος από 40,3% το 1990 σε 36,9% το 1995.

Αξίζει εδώ να επισημανθεί, πως επειδή τα στοιχεία αυτά αποδείχτηκαν ενοχλητικά για τους κυβερνώντες - καθώς σκιαγραφούσαν με το δικό τους ανάγλυφο τρόπο το μέγεθος της ληστείας που προκαλούν σε βάρος των εργαζομένων οι "γαλάζιες" ή οι "πράσινες" πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας για να θησαυρίζουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και γενικά η ολιγαρχία του πλούτου - από το 1995 σταμάτησε η αναλυτική παρουσίαση της κατανομής της "πίτας" του ΑΕΠ σε α) εισοδήματα μισθωτών - συνταξιούχων, β) εισοδήματα επιχειρηματιών (από κέρδη επιχειρήσεων, ενοίκια κλπ.) και γ) εισοδήματα αγροτών.

Τρίτο, αξιόλογο δείκτη, που μας πληροφορεί για τις εξελίξεις στο μέτωπο της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων στην Ελλάδα, αποτελούν στοιχεία των διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, που δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ενωσης, στην οποία μειώθηκαν οι πραγματικοί μισθοί στη βιομηχανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στη διάρκεια των ετών 1985 - 1995 το εισοδηματικό μερίδιο της μισθωτής εργασίας στο κατανεμηθέν εισόδημα μειώθηκε από 74,7% το 1985 σε 64,5% το 1995.

Τέλος, ένας τέταρτος δείκτης, που μας πληροφορεί για την εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων εργαζομένων (μισθωτών και συνταξιούχων), είναι τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με το ύψος των κατώτατων μισθών υπαλλήλων και εργατών στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, που δείχνουν και το βαθμό "σύγκλισης" του βιοτικού επιπέδου και της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων στην Ελλάδα με τις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ, προκύπτει ότι οι Ελληνες εργαζόμενοι έχουν το χαμηλότερο κατώτατο μισθό μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΕ με εξαίρεση την Πορτογαλία, η οποία βρίσκεται στην τελευταία θέση.

Συγκεκριμένα, με βάση στοιχεία του 1997 ο κατώτατος μισθός των υπαλλήλων και εργατών στις χώρες - μέλη της ΕΕ διαμορφώνεται ως ακολούθως:

  • 334 ECU στην Πορτογαλία.
  • 440 ECU (περίπου 138.000 δραχμές) στην Ελλάδα.
  • 469 ECU στην Ισπανία.
  • 988 ECU στη Γαλλία.
  • 1.011 ECU στην Ολλανδία.
  • 1.055 ECU στο Βέλγιο και
  • 1.141 ECU στο Λουξεμβούργο.

Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από το δείκτη αγοραστικής δύναμης - αφορά μόνο τους υπαλλήλους, όχι όμως και τους εργάτες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ο SPA (δείκτης αγοραστικής δύναμης),το 1997, ήταν:

  • 501 μονάδες για την Πορτογαλία.
  • 555 μονάδες για την Ελλάδα.
  • 580 μονάδες για την Ισπανία.
  • 945 μονάδες για τη Γαλλία.
  • 1.025 μονάδες για την Ολλανδία.
  • 1.079 μονάδες για το Βέλγιο και
  • 1.094 μονάδες για το Λουξεμβούργο.

Το γεγονός ότι συνεχίστηκαν και το 1998 και το 1999 οι εισοδηματικές πολιτικές λιτότητας (οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων στην Ελλάδα ήταν μικρότερες του επίσημου πληθωρισμού), βεβαιώνει ότι δε μειώθηκαν οι μεγάλες διαφορές - το χάσμα - που υπήρχαν ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη και στους κατώτατους μισθούς των Ελλήνων με την αγοραστική δύναμη και τους μισθούς των εργατοϋπαλλήλων στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες - μέλη της ΕΕ. Και επόμενο ήταν, με συνέχιση της εισοδηματικής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας, η κυβέρνηση Σημίτη μπορεί να προσέγγισε την εκπλήρωση των κριτηρίων για την ένταξη στη ΝΕ, που θεωρείται "εθνικός στόχος", αλλά παράλληλα κατάφερε αντί για "σύγκλιση" στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων εργαζομένων με τους εργαζόμενους των άλλων χωρών της ΕΕ να έχουμε παραπέρα απόκλιση...

Με βάση όλα τα παραπάνω, τα "θα" και το πακέτο παροχών που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ για το 2000 - προσδοκώντας την υφαρπαγή της ψήφου από τα μεγάλα θύματα της οικονομικής πολιτικής λιτότητας - φέρνουν στην επικαιρότητα τη λαϊκή παροιμία που λέει "όπου ακούς πολλά κεράσια πάρε και μικρό καλάθι". Γιατί η μέχρι σήμερα εμπειρία, από ανάλογες κινήσεις στο παρελθόν, διδάσκει ότι όσα δίνουν οι κυβερνώντες στο λαό από αυτά που υπόσχονται παραμονές των εκλογών με αντάλλαγμα την ψήφο, αρχίζουν να τα παίρνουν πίσω και μάλιστα στο πολλαπλάσιο από την επομένη των εκλογών.

..


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ