Κυριακή 31 Δεκέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΝΙΚΟΥ ΓΛΑΥΚΟΥ: «Το περιστέρι»*

Γρηγοριάδης Κώστας

«Η συζήτηση ξέσπασε εκεί μέσα απ' αφορμή το περιστέρι. Δεν είχε ακόμα ουρλιάξει η μεγάλη σειρήνα του συγκροτήματος για δουλιά. Στο ρολόγι του τμήματος πυροσωλήνων, ο λεπτοδείχτης ολοένα και κοντοζύγωνε στις επτά. Οπου νάταν σε λίγο θα σφύριζε η σειρήνα και πίσω της τα δεκατέσσερα ηλεκτρικά κουδούνια θα ξεκούφαιναν τους τεχνίτες σ' όλα τα τμήματα.

- Ελάτε!.. έκανε κάπως μυστηριώδικα ο Λέλεκας. Ελα και συ μάστορη...

Εβγαλε το πορτοφόλι του κι έψαξε. Ξετύλιξε ένα άσπρο χαρτάκι και με προσοχή, με κατάνυξη λες, πήρε στα δάχτυλά του που ήτανε μαύρα - πρασινωπά απ' τη σκουριά και τη λαδιά, ένα άσπρο πραματάκι.

Οι εργάτες ήτανε σκυμμένοι και κοιτούσαν αμίλητοι.

- ...Πάρτο, μάστορη... Είναι δικό σου... έκανε ο Λέλεκας. Τα μάτια του αστράφτανε. Στην καρδιά του ένιωθε ένα χαρούμενο χτυποκάρδι.

- Πετάχτηκα χτες ως την Αίγινα, στη φυλακή... συνέχισε. Τρύπωσα με τον κόσμο και είδα το Δήμο σου... Παλίκαρος να δεις!...

Ο μάστορης, ο γέρο-Δημήτρης ο Χαλκιάς, άπλωσε τη δουλεμένη του τραχιά παλάμη με κάποιο δισταγμό.

Στο μελαψό φόντο εκείνου του εργατικού χεριού το λευκό πραματάκι στραφτοβόλησε. Αστραψε λες... Στην αρχή το κοιτούσε και δεν καταλάβαινε.

- ...Πουλί! μίλησε ο γέρο-Δημήτρης. Ομορφο πουλί να σου πω... και σήκωσε το χέρι προς το φως.

- Ναί, πουλί, έκανε δίπλα του ο τορναδόρος ο Βατσινός. Περιστεράκι της ειρήνης...

Στάθηκαν να το κοιτάνε. Ητανε ένα κοκαλένιο μικρό περιστεράκι. Μικρούτσικο ίσαμε το νύχι απ' το μεγάλο δάχτυλο του χεριού σου. Είχε τα φτεράκια του μισανοιγμένα. Το μάτι του ορθάνοιχτο να κοιτάει μπροστά. Τα ποδαράκια του να πατάνε στεριά. Στη μύτη ένα κλωναράκι ελιά.

- Δούλεψε, όπως βλέπεις, μάστορη, το παιδί τις νύχτες... Σκάλισε το κόκαλο μ' ένα σουγιαδάκι και τόφτιασε για σένα... μίλησε ο Λέλεκας κοιτώντας απ' τις τζαμαρίες του τμήματος, έξω μακριά. Ο Λέλεκας φαινόταν πως κάτι άλλο ακόμα ήθελε να πει. Κοντοστεκόταν. Ανεβοκατέβαινε το καρύδι του.

- Τι κάνει; Πώς ζει; μίλησε ο γέρο-Δημήτρης.

Τ' απάνω χείλι του σιγότρεμε. Τα μάτια του, κρυμμένα πίσω απ' τα πυκνά γκρίζα του φρύδια, ζωήρεψαν παράξενα. Οχι μ' εκείνη τη ζωηράδα την τραχιά που δείχνανε πάνω στη δουλιά. Εκείνες τις αυστηρές ματιές του προϊσταμένου του τμήματος πυροσωλήνων. Τα μάτια του εκείνη τη στιγμή είχαν μια τρυφεράδα, μια γλύκα πολύ ανθρώπινη. Ο Λέλεκας πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι. Του ερχόταν να τον αγκαλιάσει. Να τον φιλήσει. Μίλησε κομπιάζοντας, σταματώντας.

- Μόνο που... σταμάτησε κοιτώντας χάμου.

- Μόνο που θάχει παράπονο το παιδί... έκανε ο γέρος.

- Κι έχει δίκιο, μάστορη... είπε κάπως σα να μιλούσε στον εαυτό του ο Βατσινός ο τορναδόρος.

- Ενα τέτοιο παλικάρι!... Το χαιρόμαστε όλοι μας... Το χαίρεται ο κόσμος... Κι εσύ δεν αξιώθηκες μια μέρα να πας... Κακό.

Εκείνος έμεινε να κοιτάει το περιστεράκι. Δε μιλούσε. Λες κι ο νους του, η καρδιά του, η σκέψη του κι ο λογισμός του βούλιαξαν και χαθήκανε μέσα σ' εκείνη τη λευκή, τη μικροσκοπική μινιατουρίτσα. Σ' εκείνα τα φτεράκια...

- Και κόβω το κεφάλι μου... Τον αγαπάς... έκανε ο Στράτος ο ηλεκτρολόγος του τμήματος...

- Τι λες, βρε; Εμ, γίνεται να μη τον αγαπάω; Δεν είναι το σπλάχνο μου, βρε;

Ο γέρος μιλούσε και στην άκρη του χειλιού του απαλότρεμε ένας αλαφρός σπασμός...

Προσπάθαγε μ' όλη τη δύναμή του να κρύψει το κόχλασμα της καρδιάς του. Δεν τον είδε ποτέ εκείνη η τεράστια σάλα με τους ηλεκτρικούς τόρνους σε τέτοια κατάσταση. Σκεφτότανε: «Μωρέ... έγινα σαν άπραγο παιδί... Πώς γίνεται αυτό; Πώς γίνεται αυτό..;».

- Κι αν θέλεις να ξέρεις μάστορη, μίλησε ο Λέλεκας, ο Δήμος το ξέρει αυτό. Ξέρει πως τον έχεις μέσα στην καρδιά σου... Μόνο που δεν ξέρει γιατί, μαθές... Τι σούκανε και δεν πας;..

- Πού να το ξέρει;.. σήκωσε τα μάτια του ο γέρος και στην άκρη τους απαλότρεμε ένα δάκρυ. Πού να ξέρει τι δουλιά γίνεται μέσα σ' αυτό το ρημάδι που λέγεται καρδιά... Τάβαλα με το παιδί μου και στραβώθηκα να βρω εκείνο που μου φταίει... Αυτό είναι... Πώς γίνεται ο άνθρωπος καμιά φορά...

Το δάκρι από τα γέρικα μάτια φούσκωσε, έγινε μια χοντρή στάλα και κύλησε μέσα στην ανοιχτή του παλάμη, πάνω στο κοκαλένιο περιστεράκι... Ετσι που το κρατούσε σαν κάτι πανάκριβο... κάτι ιερό... Μιλούσε ήρεμα.

- Σαν τ' άλογο στο μάγγανο... Ετσι μας κάνουν... Μέρες και μήνες τώρα κάτι μου δαγκώνει την καρδιά... Φταίει το παιδί που το κλείσαν εκεί μέσα; Φυσικά δε φταίει... Αυτό έκλεισε μέσα στην καρδιά του όλο το πέλαγο του πόνου για τον εργάτη που μοχθεί... για τον άνθρωπο που πονάει... για το στρατιώτη που κυλιέται με τα σπλάχνα του στην αγκαλιά, αδικοσφαγμένος... Αμ' εγώ πάλι; Εμένα που περνάνε τα χρόνια μου; Που ήθελα να γελάσω μια φορά, να τόνε χαϊδέψω, να δω τ' αγγόνια μου... να ξεχάσω τους άλλους... τους νεκρούς μου;.. Αυτό είναι... Αλλιώς ξέρω ποιος έχει δίκιο...

Ο γέρος άνοιξε την καρδιά του σα βιβλίο. Το τμήμα πυροσωλήνων εκείνο το πρωινό έγινε μια μεγάλη ανθρώπινη καρδιά που χτυπούσε δυνατά μέσα στο τεράστιο συγκρότημα.

Ο γέρος έριξε μια ματιά απ' τα τζάμια της σάλας. Εικοσιπέντε χρόνια παλαίβει με τα σίδερα εκεί μέσα. Μια ζωή. Ενα τέταρτο του αιώνα! Το παλιό σιδεράδικο τότε είχε έναν παλιοτόρνο μονάχα. Εφκιανε τεντζερέδια και καραβάνες. Σήμερα απλώθηκε, απλώθηκε κι αγκάλιασε σαν το χταπόδι με τα πλοκάμια του ολάκερη την περιοχή... Κι απλώνεται πέρα απ' την περιοχή... Και σφίγγει με τα πλοκάμια του την πολιτεία που βογγάει... που πνίγεται...

- Θεέ μου! Πού τη βρήκε αυτή τη δύναμη!.. Από πού τρέφεται τούτο το θηρίο!

Να πέρα η μεγάλη πορτάρα της μάντρας. Κι η μάντρα αγκαλιάζει το συγκρότημα, μίλια και μίλια... Ολόγυρα. Και μέσα μια πολιτεία: Το κεντρικό, τα μηχανουργεία, η ηλεκτρική, τα χυτήρια, οι τόρνοι, οι καμινάδες. Λόφοι από κάρβουνο. Κάρδιφ και κοκ. Ατέλειωτες σειρές βαρέλια το μαζούτ. Βουνά η σκουριά. Σαν τ' ακούραστα μερμήγκια οι εργάτες με τα καροτσάκια και οι άλλοι που σπρώχνουν τα βαγονέτα. Αποθήκες και περίπτερα και γραφεία με κρούσταλα και ανθόκηποι για την ιεραρχία των ανώτερων.

- Από πού τάχουν αυτά, έ; μίλησε ξαφνικά ο γέρος. Οι άλλοι σωπαίνανε. Από πού; Και συνέχισε:

- Θαρείτε πως κοιμάμαι εγώ;.. Εσείς ακόμα είσαστε χτεσινοί... Τότε ήταν μονάχα ένα ψωρομάγαζο... Τότε τα μπράτσα μου ήτανε ατσάλια... Ανέμιζα τη βαριά ψηλά απάνω απ' το κεφάλι μου σα νάτανε παιχνιδάκι και σαν τήνε βροντούσα πάνω στο πυρωμένο σίδερο κολυμπούσα μέσα στις σπίθες... Τότε ο πατέρας του Γενικού Διευθυντή ήτανε απλός Ρωμιός... Επινε μαζί μας κάποτε. Συχνά πετούσε το σακάκι κι έπαιρνε τη βαριά. Κι ύστερα; Πού τα βρήκαν;

- Με τον ίδρωτα του προσώπου σου... σου λέει ο άλλος... μίλησε σαρκάζοντας ο Στράτος.

- Με το αίμα και με τα κόκαλα του πλησίον σου πες... μίλησε ο Βατσινός, χτυπώντας με το δάχτυλο μια κάλυκα από οβίδα που έβγαλε ένα "γκλαν" σα κλάμα μικρού παιδιού...

- Πριν απ' τους βαλκανικούς πολέμους εδώ πέρα ήταν ερημιά. Βόσκαγαν κατσίκια. Με τους βαλκανικούς ήρθαν οι πρώτες παλιές μηχανές. Απ' τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να ξεπετιούνται σαν τα μανιτάρια τα κτίρια και οι καμινάδες... Το παλιό γύφτικο έγινε η ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ "ΕΚΤΩΡ" (Γενικαί μηχανικαί κατασκευαί...). Ατιμο εμπόριο οι μπαρούτες και τα ντουφέκια... Ματωμένη βιομηχανία αυτά εδώ... Κι αφήνουνε πλούτο... Το αίμα σηκώνει χρυσάφι...

Απλωσε το βαρύ του χέρι ολόγυρα με μια χειρονομία θυμωμένη, άγρια. Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν μίσος. Κάτι έφεξε μέσα στην ψυχή του.

Ξαφνικά ένα άγριο σφύριγμα τράνταξε το συγκρότημα. Υστερα άρχισαν τα ηλεκτρικά κουδούνια.

Ο γέρος τράβηξε το διακόπτη του τμήματος. Ενας κεντρικός άξονας ψηλά στην οροφή στροβιλίστηκε μ' ορμή. Τ' ατσάλι του άστραψε. Τα λουριά άρχισαν να σφυρίζουν στη δαιμονισμένη τους κίνηση. Μέσα στο βούισμα και στην αντάρα ο γέρος κάτι ξεφώνισε στους άλλους που περνάνε τα πόστα τους στους τόρνους.

- Κι αφήνουν χρυσάφι... χρυσάφι... τ' ακούτε;

Μέσα στη μεταλλική μουσική που χρόνια συνηθίσανε τ' αφτιά του γέρο-Δημήτρη, άρχισαν τώρα να περνάνε από το νου του πρόσωπα, πρόσωπα αγαπημένα, ακριβά, αξέχαστα, που φύγανε.... Νεκροί που πίσω τους αφήσανε μια γελαστή φωτογραφία, ένα λόγο τους στερνό κάτω απ' τα αστραποβόλημα της ζωής, απ' την ομορφιά του ζωντανού ανθρώπου που δεν έχει το ταίρι της μέσα στην άπειρη φύση. Αρχισε μια παρέλαση νεκρών που χάθηκαν άδικα, άγουροι ακόμα, πάνω στο μπουμπούκιασμα της ζωής... Πρόωρα θερισμένοι ανθοί...

Νάτος ο αδερφός του... Η φωτογραφία ξεθώριασε πια. Τα γράμματα από τη Μακεδονία κιτρινίσανε. Τα διαβάζει ώρες-ώρες και του φαίνεται σαν από άλλον κόσμο: "Εδώ πάνω, αγαπημένε μου αδελφέ, ανοίγουμε το δρόμο για την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά... Κράτος μέγα αδελφέ μου... Βυζαντινή Αυτοκρατορία!..". Αντρας ολόισος, κολώνα. Πρόσωπο φεγγάρι. Μάτια γελαστά. Μουστάκι α-λα Κάιζερ, τσιγκέλι... Το όπλο παραπόδα... Το άλλο πόδι πατάει σε μια πέτρα. Παγώνι καμαρωτό, παλίκαρος... Στρατιώτης της Μεγάλης Ιδέας. Πηλίκιο της Αμύνης. Κοίταγμα ασίκικο. Στραβό το δίκωχο. Ψηλά το φρόνημα. Η γκέτα στο πόδι εφαρμοστή ως το γόνατο. Κοντυλοφόρος η γάμπα. Δίπλα του ένας Ινδοκινέζος με τα ματάκια του μισόκλειστα. Χαμογελάει σαν παιδάκι, που απορεί πώς βρέθηκε μέσα σ' αυτή τη φωτογραφία: "Φίλος μου επιστήθιος αδελφέ, κι ας είναι κίτρινη φυλή...". Και παρακάτω το στιχάκι:

"Στον πόλεμο τα βάσανα

δεν έχουν μετρημό.

Το θάνατο έχεις σύντροφο

το χάρο αδελφό...".

Δεν πέρασε χρόνος κι ήρθε ο Ινδοκινέζος με τη φωτογραφία στο χέρι και με τα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα. Εκλαιγε κι ο Ινδοκινέζος μέσα στις παλάμες του το ρωμιό, το φίλο του και μιλούσε κάτι "τζι-τζα-τζου...", πού να καταλάβεις;

Τόνε συμπάθησε ο Δημήτρης κι ας ήταν κίτρινη φυλή. Φίλος του μακαρίτη ήταν.

***

Ο γέρο-Δημήτρης σήμερα δουλεύει άκεφα, μηχανικά, βαρυεστημένα. Κάπου-κάπου η λίμα που κρατάει, σταματάει, πάνω στα χείλη του κάλυκα που λιμέρνει κι ο νους του πετάει στον πολυαγαπημένο του, που τον έφαγε ο τελευταίος πόλεμος, πέρα μακριά. Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθει ένα δάγκωμα στην καρδιά και παραλύει ο νου του.

Οι τορναδόροι τον κοιτάνε πέρα από τους μπάγκους τους κι αλλάζουν σφυριχτές κουβέντες:

- Τον πονεί η ψυχή μου τον άνθρωπο... Κρίμα!

- Δεν ξέραμε καλά... Δε μας είχε ξανοιχτεί...

- Ετσι, είναι... κάθε άνθρωπος κι ένας κόσμος... Αμα κλειδώνεται ο άλλος μέσα στον εαυτό του πού να τον ξέρεις;..

Ο γέρος ξανάρχισε τη δουλιά. Θυμάται το τελευταίο γράμμα του Χάρη. Πού να ξέρει από πού του τόγραφε... Τ.Τ. 632... Τρέχα γύρευε. Ρεματιά; Βράχος; Αρκουδοφωλιά;

«...Πολύ περίεργο πράμα, πατέρα. Αυτή η οβίδα που με βρήκαν τα κομμάτια της δεν ήταν άγνωστη σε μένα... Το μαντέμι της, η θωριά της, ο κάλυκάς της, όλα μου θύμιζαν το εργοστάσιο που δουλεύεις... Το τμήμα πυροσωλήνων... Τους συντρόφους σου εκεί... Χίλιες φορές την είδα στα χέρια σου... Την εχάιδευες. Την ετόρνεψες. Της απάλυνες την επιφάνεια... Θυμάμαι μια μέρα σαν ήμουνα παιδί, που σε ρώτηξα: "Γιατί τη θέλεις με τόση λεία επιφάνεια;". Χαμογέλασες πρώτα. Υστερα πήρες ύφος σοβαρό: "Αυτό πρέπει να το καταλάβεις, κουτέ... Τι μηχανικός θα γίνεις;", μου είπες. "Δεν ξέρεις πως όσο πιο λεία είναι η επιφάνεια, τόσο λιγότερη και η αντίσταση του αέρα; Τόσο καλύτερα θάβρει το στόχο;..". Και νάτος ο στόχος, πατέρα... Βόσκησε το δεξί μου στήθος... Εφαγε τέσσερις πλευρές και δάγκωσε το πλεμόνι μου σαν όχεντρα... Πατέρα! Πατέρα!..».

Εκείνο το γράμμα τώρα είναι γεμάτο δαχτυλιές από μουτζούρα. Πόσες φορές το διάβασε!

Ητανε το τελευταίο. Ο Χάρης ξεψύχησε "σ' ένα ορεινό χειρουργείο". Στο Πολυτεχνείο, ο καθηγητής της Μηχανολογίας σταμάτησε το μάθημα και μίλησε μια ώρα για το Χάρη Δημητρίου Χαλκιά: "...Διάνοια, προώρως υφαρπαγείσα εκ της οικογενείας μας... Πνεύμα διαυγές. Παρατήρησις οξυδερκής. Χαρακτήρ αδαμάντινος. Η επιστήμη έχασε μίαν ιδιοφυίαν... Η μελέτη του περί του ελληνικού βωξίτου από τούδε ετοποθέτησε τον Χάρην Δημητρίου Χαλκιάν εις την επίζηλον θέσιν του πρωτοπόρου της ελληνικής επιστήμης... επάρατος ο πόλεμος!..".

Θυμάται τον πνιχτό λυγμό της γριάς του μέσα σ' εκείνη την αίθουσα. Εκείνη σαν κουκουβάγια από τότε κλείστηκε και μοιρολογάει. Μόνο κάθε φορά που πηγαίνει στην Αίγινα γυρίζει με την καρδιά της κάπως ήσυχη. Τότε του μιλάει πονετικά.

«...Πήγαινε κι εσύ, Δημήτρη, να ξαλαφρώσει η καρδιά σου, χριστιανέ... Ασπρισες. Γέρασες από τον καημό σου... Αντε στην Αίγινα να χαρείς το παιδί και να χαρεί και κείνο...".

Ο γέρο-Δημήτρης παράτησε τη δουλιά. Πέταξε τον πυροσωλήνα που δούλευε πάνω στον πάγκο με δύναμη. Το μέταλλο βόγγηξε σαν άνθρωπος που λαβώθηκε κατάκαρδα.

Στ' αφτιά του ένιωθε ένα βούισμα μακρινό, αλαργινό, θρηνώδικο. Σα να κλαίγανε χιλιάδες παιδάκια, σα να βογγούσανε χιλιάδες άντρες, σα να μοιρολογούσανε οι μάνες όλου του κόσμου με τα μαλλιά τους ξέπλεγα... με τα μάτια τους αδάκρυτα, στερεμένες βρύσες... Μια θολούρα απλώθηκε στα μάτια του. Ενας κόσμος περνούσε, περνούσε ατέλειωτος από μπροστά του... Νεκροί... νεκροί... νεκροί... Εκείνο το έργο του χεριού του. Το μέταλλο που πλάθεται απ' τα δάχτυλά του. Που το τορνεύει. Που το κανακεύει ώρες, το βλέπει να σφενδονίζεται μέσα από το σωλήνα του κανονιού, να διαγράφει την τροχιά του. Να παίρνει την καμπύλη του. Να κατεβαίνει ύστερα σαν το γεράκι σφυρίζοντας μ' ένα αγριωπό "βιγκ ιγκ ιγκ ιγκ...". Και ύστερα μια φωνή, ένα παράπονο. "...Τόδα στα χέρια σου, πατέρα, πατέρα!.. Και σε ρώτηξα... Και μούπες... Και νάτος ο στόχος που δάγκωσε το πλεμόνι μου σαν την οχιά...".

Εκλεινε με τις παλάμες του τα μάτια. Ο νους του γύρευε ταραγμένος σαν το πουλάκι, κλαρί να ξαποστάσει, θυμήθηκε το περιστέρι. Εψαξε στην τσέπη της μπλούζας του. Ξεδίπλωσε το χαρτάκι. Βάλθηκε να το κοιτάει μέσα στη μαυρισμένη του παλάμη. Ενας κόσμος καινούργιος, γελαστός, χαρούμενος, ωραίος σαν σε όνειρο, σαν σε μαγεία ξεπετάχτηκε μέσα από κείνη την παλάμη, από κείνες τις μισανοιγμένες φτερουγίτσες του πουλιού. Ο γιος του γύριζε απ' τ' αντάρτικο της κατοχής. Εφυγε παιδάκι αμούστακο και γύριζε ψημένος, ηλιοκαμένος άντρακλας, καπετάνιος... Καπετάν Δήμος!..

- Βρε Δήμο;

- Γεια σου, πατέρα...

Τον φίλησε δέκα φορές δακρυσμένος. Φιλούσε τα μάτια του, τα μαγουλά του, το αυτόματο, το μουστάκι του. Στιγμές-στιγμές τα μπέρδευε. Τόνε φώναζε Χάρη αντί για Δήμο... Και σάμπως δεν ήτανε γι' αυτόν και Χάρης και Δήμος; Θυμάται το σπίτι που πλημμύρισε κόσμο. Δεν ήταν πια σπίτι αυτό. Ηταν υπουργείο. Παλικάρια, κορίτσια, κόσμος, χαρά, τραγούδια...

"Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα

και πανανθρώπινη τη Λευτεριά".

...................

Ξαναζούσε εκείνες τις μεγάλες μέρες. Τα μάτια του στραφτάλισαν πίσω από τα πυκνά του φρύδια. Στα χείλη του χάραξε ένα χαμόγελο. Κρυφοκοίταξε τους εργάτες όπως δούλευαν αράδα-αράδα, ολόισοι, σα στρατιώτες στον πόλεμο, σα σιδερένια φρουρά της ειρήνης.

- Α! όχι... Δεν είναι δυνατό να χάθηκε εκείνος ο κόσμος... Εκείνη η χαρούμενη, η ειρηνική ανθρωποθάλασσα... Δεν είναι δυνατό να πάψανε να χτυπάν εκείνες οι καρδιές, εκείνου του καιρού...

Και η σκέψη του απλώθηκε κι αγκάλιασε τη γης με τις αμέτρητες στρατιές της ειρήνης. Απλός πονεμένος στρατιώτης κι αυτός που τόνε ζέστανε ένα μικρό κοκαλένιο περιστεράκι απ' το σκοτεινό κελί μιας φυλακής... Ο γέρο-Δημήτρης κοίταξε τα χέρια του. Ηταν τα ίδια τα χέρια. Εκείνα που ανεμίζανε κάποτε τη βαριά στον αέρα σαν παιχνιδάκι.... Εκείνα που κρατάνε τα κλειδιά της ζωής. Εκείνα που χτίζουν κόσμους... Υστερα συλλογίστηκε: "...Εχω δουλιά ακόμα εδώ μέσα... Ισως τη σπουδαιότερη δουλιά της ζωής μου, που ήτανε τόσο πικρή..."».

* Με αυτό το διήγημα κλείνουμε το αφιέρωμά μας για τα 60 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ. Βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα του δε βρήκαμε και δε γνωρίζουμε αν το ονοματεπώνυμο με το οποίο υπογράφει ήταν πραγματικό ή ψευδώνυμο. Ετσι, σημειώνουμε μόνον ότι περιλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ