Για πάντα θα «Βροντά ο Ολυμπος» τους στίχους του
Δημοσιογράφοι στην Ελεύθερη Ελλάδα. Από αριστερά, Ν. Καρβούνης, Β. Γεωργίου, Κ. Βιδάλης, Σ. Γρηγοριάδης, Δ. Χατζής. Ορθιος, ο Θ. Χατζής |
Ο «Ριζοσπάστης» στο πρωτοσέλιδο δημοσίευε την ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΕΑΜ, που υπογράμμιζε τη μεγάλη προσφορά, τις πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφερε ο Νίκος Καρβούνης στην Εθνική Αντίσταση, διευθύνοντας την εξωτερική διαφώτιση του ΕΑΜ και την υπηρεσία Τύπου της ΠΕΕΑ.
Αλλά ο Νίκος Καρβούνης για χιλιάδες αγωνιστές του ΕΑΜ, ΕΛΑΣίτες, ΕΠΟΝίτες, Αετόπουλα, ήταν ο βάρδος του αγώνα τους. Εκείνος που έγραψε το ρωμαλέο ύμνο της Εθνικής Αντίστασης, ίσως το πιο λογοτεχνικό τραγούδι, που με θαυμαστή πυκνότητα έδωσε τη διάσταση, το μεγαλείο και το μήνυμα του Αγώνα. Ο θούριος του Ν. Καρβούνη πέρασε στου λαού το στόμα και το τραγουδά και σήμερα, χωρίς να γνωρίζει ποιος το έγραψε και ποιος ήταν ο συνθέτης.
Στην περίπτωση του Ν. Κ., συνέβη ό,τι συνέβη με τα τραγούδια του Δ. Σολωμού, που έπαιρναν τα τραγούδια του και οι κανταδόροι του νησιού του, και τα τραγουδούσαν τη νύχτα στα καντούνια. Βαθύς γνώστης της νεοελληνικής γραμματείας, ο σοφός καθηγητής μας Νίκος Βέης δε σταματούσε να μας λέει ότι δεν υπάρχει για τον ποιητή μεγαλύτερη δόξα παρά να πάρει τα τραγούδια του στο στόμα του ο λαός και να τα τραγουδάει χωρίς να γνωρίζει ονόματα. Ετσι, πολλά τραγούδια του Δ. Σολωμού έγιναν αριέτες, έγιναν νανουρίσματα. Ετσι έγινε και με το «Βροντάει ο Ολυμπος», που από τα βουνά της Ρούμελης αγκάλιασε όλη την Ελλάδα κι έμεινε πάντα θούριος λεβεντιάς. Το «Βροντάει ο Ολυμπος» - το μελοποίησε αρχικά ο ίδιος ο Καρβούνης, αλλά κι ο αντιστασιακός μουσικός «Αστραπόγιαννος» (Ν. Τσάκωνας) - διαδόθηκε σύντομα. Εγινε ηρωικό εμβατήριο, που σάλπιζε το προσκλητήριο: «Στ' άρματα, στ' άρματα» για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Ενα πολύ χαρακτηριστικό σκίτσο του Ν. Καρβούνη, που φιλοτέχνησε ο ακούραστος σκιτσογράφος του «Ριζοσπάστη», Αντώνης Πρωτοπάτσης |
Ο Νίκος Καρβούνης γεννήθηκε στο Θιάκι, το νησί του Οδυσσέα και της ναυτοσύνης, το 1880. Το νησί έχει στενούς δεσμούς με τη Ρουμανία κι εκεί είναι εγκατεστημένος ο επιχειρηματίας πατέρας του, που μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά του καλή γυμνασιακή μόρφωση. Με το τέλος του γυμνασίου, ο Ν. Κ. γυρίζει στην Ελλάδα, που είχε υποστεί την περιπέτεια και την ήττα του 1897.
Το 1898 πρωτοεμφανίζεται στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων», με το ποίημα «Βασιλόπιττα», που πήρε το πρώτο βραβείο. Το 1917 συμμετέχει στην ομαδική προσπάθεια για την έκδοση του περιοδικού «Ηγησώ», με τους Κ. Βάρναλη, Μ. Καλαμά, Λ. Παλαμά, Γ. και Φ. Πολίτη, Ν. Λαπαθιώτη, Ρ. Φιλύρα, Λ. Κουμαριανό, Ν. Χαντζάρα. Το περιοδικό διηύθυνε ο Ν. Κ. (ήταν μεγαλύτερος και βιοποριζόταν σαν υπάλληλος σε εφοπλιστικό γραφείο). Παρόλο που το περιοδικό ήταν βραχύβιο, έπαιζε σημαντικό ρόλο και σ' αυτό εθήτευσαν πολλοί που αναδείχτηκαν στα ελληνικά γράμματα.
Με το κλείσιμο του περιοδικού, ο Ν. Κ. φεύγει από το εφοπλιστικό γραφείο και μπαίνει πια στη δημοσιογραφία, επάγγελμα που ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Η δημοσιογραφία τον συναρπάζει. Φανερώνεται ο διανοούμενος, που διακαίεται από το ιδανικό της τελείωσης. Μια σειρά εξαίσιες μεταφράσεις μαρτυρούν τη μεγάλη εξέλιξή του και το μεταφραστικό έργο του.
Στις 18/2/1947, ο «Ρ», στο πρωτοσέλιδό του, αναγγέλλει την είδηση του θανάτου του Ν. Καρβούνη |
Εκτός από «δάσκαλος», ο Ν. Καρβούνης ήταν και μανιώδης ορειβάτης (εδώ διακρίνεται όρθιος δεξιά στις κορυφές της Πάρνηθας), όπου νέοι τον περιτριγύριζαν, τον άκουγαν και πολλοί τον συνόδευαν στις εκδρομές του |
Ο Νίκος Καρβούνης, με τον Δημήτρη Γληνό, τον δημοσιογράφο Κ. Στούρνα και καμιά εικοσαριά άλλους πατριώτες, ήταν στις πρώτες συλλήψεις που έκαναν οι Γερμανοί το καλοκαίρι του 1941. Ο μηχανισμός του Μανιαδάκη είχε παραδώσει τους καταλόγους ενημερωμένους κι η Γκεστάπο άρχισε το κυνηγητό. Από τις σημειώσεις που έγραψε ο Κ. Στούρνας, μαθαίνουμε ότι στην οδό Ελπίδος, όπου τους κράτησαν αρκετές μέρες, ο Γληνός, πάντα ομιλητικός και ήρεμος, κάθε βράδυ γέμιζε τις ώρες με ιστορίες της εξορίας στην Ανάφη και την Ακροναυπλία. Συχνά τους μιλούσε για ένα δώρο - ενθύμιο που του πρόσφεραν οι εργάτες, συγκρατούμενοί του στην Ακροναυπλία. Ηταν μια πολυθρόνα αναπαυτική, που γινόταν και γραφείο, κάπως σαν θρανίο, για να ακουμπά βιβλία και χαρτιά.
Κάποιες άλλες βραδιές, σειρά στις εξιστορήσεις είχε ο Ν. Καρβούνης, συνομήλικος του Γληνού. Μια τέτοια βραδιά αναφέρθηκε στο απίστευτο κυνηγητό που είχε εξαπολύσει εναντίον του η Ειδική Ασφάλεια, με συνεχείς έρευνες στο σπίτι του. Ο Ν. Καρβούνης πίστευε πως ο θάνατός του θα ήταν βίαιος και, όπως έλεγε, δεν ήθελε να ταφεί μαζί του και το μυστικό που τον είχε κάνει στόχο απηνούς καταδίωξης και ερευνών.
«Πρέπει, μας είπε, να το ξέρετε και να το πείτε, αν τυχόν λείψω, πως ο Μανιαδάκης, που τον γνώριζα σαν αξιωματικό από τη Μ. Ασία, μου στέλνει κάθε τόσο την Ασφάλεια και κάνει φοβερές έρευνες σπίτι μου, ελπίζοντας να βρει μια επιστολή του Ι. Μεταξά προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο Μεταξάκη, η οποία τον εκθέτει σαν πιστό φίλο του παλατιού». Ο Ν. Καρβούνης διηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες για την επιστολή, με την οποία ο πατριάρχης πρότεινε στον Μεταξά να είναι ο αρχηγός, που θα έδιωχνε τον Κωνσταντίνο. «Εγώ την πήγα στον Μεταξά, κι αυτός από φιλοδοξία δέχτηκε την αρχηγία. Μου 'δωσε μια επιστολή όπου συγκατάνευε. Αυτή την επιστολή έχει φαγωθεί να βρει ο Μανιαδάκης».
Ο Νίκος Καρβούνης (αριστερά) στο βουνό, μαζί με τον λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή |