Κυριακή 10 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Θυμάσαι;

Ενας από τους μεγαλύτερους κλέφτες καρδιών βιάστηκε να παίξει στα δύσκολα. Ο Τάσος Φαληρέας, γνωστός παραγωγός, ο άνθρωπος που έστησε τη σκηνή της μουσικής από τα μέσα του '60 έως τις μέρες μας δεν είναι πια ανάμεσά μας.

Με τον Τάσο βρισκόμασταν καθημερινά στο πρώην «Ντόλτσε». Τον αγαπούσα, μα πιο πολύ τον θαύμαζα όταν τον άκουγα να μιλάει για την αμερικάνικη λογοτεχνία, για τον κουμπάρο του τον Τσιτσάνη, τη φαρσοκωμωδία που μας περιβάλλει και τους ελάχιστους αυθεντικούς.

Ενα από τα τελευταία περιστατικά με τον Φαληρέα μού το διηγήθηκε ένας φίλος. Περπατούσαν στο Παγκράτι όταν πέσανε πάνω σ' ένα μικρό γήπεδο μπάσκετ ενός Γυμνασίου. Μπήκαν και άρχιζαν να παίζουν, αλλά η εικόνα δύο αντρών γύρω στα εξήντα να παίζουν μπάσκετ δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τον φύλακα, που τους έβαλε τις φωνές να φύγουν. «Γιατί δε μας αφήνετε να παίξουμε;», είπε ο Φαληρέας. «Θέλετε να πέσουμε στα ναρκωτικά;».

Εκλεισε λοιπόν έτσι, με τον λεγόμενο θάνατο του Φαληρέα, η ομάδα παιδικότητας που έδρασε στο κέντρο της Αθήνας. Την ομάδα αποτελούσαν ακόμα ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Γιώργος Κούνδουρος και ο Γιάννης Διακογιάννης. Αραγε, είναι τυχαίο ότι τώρα που καταστρέφεται το ιστορικό κέντρο της Αθήνας η παρέα αυτή δεν υπάρχει πια; Και πώς να μην τα χάσω με τη δύναμη του κέρδους που βλέπω παντού όταν περνώ έξω από του πρώην Ορφανίδη, γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, και αντί να δω το στέκι των απελπισμένων και μη, τις μοναδικές φάτσες, τον καλό μου τον Μήτσο να σερβίρει κάτω από ένα αντίγραφο του Γκωγκέν, και όλους να λειτουργούν έναν θαυμάσιο ψίθυρο - τον προθάλαμο της σιωπής, τον απαραίτητο για τα δύσκολα -, να βλέπω τώρα εκεί χρυσό και διαμαντικό; Και το καινούριο αφεντικό να χαίρεται και να χαμογελάει, πατέρα!

Και να 'ταν μόνο του Ορφανίδη! Τα ίδια και με του Απότσου... Που ξεκίνησε από τη Σταδίου, σκαρφάλωσε στη Βουκουρεστίου και τέλειωσε άδοξα στην Πανεπιστημίου. Τώρα είναι μια άδεια αίθουσα, που σε πιάνει η ψυχή σου όταν θυμάσαι πως έσφυζε από ζωή.

Για την πλατεία Κολωνακίου τι να πεις; Εκεί που βλέπετε τώρα όλους τους καραγκιόζηδες της δημοσιότητας, που όχι μόνο λούζονται στο φως αλλά τρώνε και τα ίδια τα φλας, υπήρχε το σεμνό λουκουματζίδικο του Μπόκολα. Και ακριβώς από κάτω, στη Σκουφά, το πρώτο πνευματικό στέκι της εφηβείας, το «Ενα» του αγαπημένου Γιώργου Κούνδουρου. Εκεί συναντούσες, μεταξύ άλλων, τον Αλέξη Ακριθάκη να σου μιλάει για τον Αρθούρο Ρεμπώ και γιατί ο ζωγράφος πρέπει να είναι τυφλός.

Οπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες αρχίζουν με μια κόντρα, έτσι γνωρίστηκα και με τον Γιώργο Κούνδουρο. Εφηβος ακόμα έσκασα μύτη με την παρέα μου στο «Ενα» και κάναμε φασαρία. Μια-δυο, ο Γιώργος μάς έκανε παρατήρηση και μας απείλησε με την Αστυνομία. Εμείς απτόητοι συνεχίσαμε ώσπου επιδεικτικά ο Γιώργος πήρε μπροστά μας το «100» για να έρθει να μας μαζέψει. Δε θυμάμαι ποιος από την παρέα, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο ο Γιώργος, κάλεσε κι αυτός το «100» ισχυριζόμενος ότι ο ιδιοκτήτης μάς ενοχλεί. Ετσι ζήσαμε την εκπληκτική σκηνή, να καταφθάνουν οι αστυνομικοί και να τους ρωτάει ο Γιώργος: «Είστε το "100" το δικό μου ή των κυρίων;».

Από τον Κούνδουρο προκύπτει ο Γιάννης Διακογιάννης, ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς, φευγάτος, δήλωνε εγκληματολόγος, ντυνόταν πότε ναύαρχος, πότε λοκατζής, είχε πάντοτε έναν μεγάλο χάρτη της Ελλάδας στην τσέπη του και είχε ξεκινήσει μια βεντέτα με την πραγματικότητα ή τη βαρβαρότητα, όπως έλεγε.

Από τον Διακογιάννη ο κύκλος κλείνει, όπως άνοιξε, με τον Φαληρέα, στον οποίο δεν άρεσαν καθόλου αυτό που λέει ο ποιητής: λόγια και λόγια και άλλα λόγια. Ολοι αυτοί οι ρομαντικοί ήταν άνθρωποι της πράξης και των βιωμάτων. Κι επειδή κατά έναν τρόπο παράξενο πιστεύω ότι, παρόλο το θάνατο, η παρέα αυτή συνεχίζει, τι λέτε, δε βγαίνουμε απόψε να τους συναντήσουμε;


Toυ
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ