Κυριακή 9 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Να κάψουμε τα όπλα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Καθόταν μόνος πάνω στη μεγάλη κοτρόνα, στη μέση της αλάνας και κοίταζε γύρω το παιδομάνι που έσφυζε από ζωή και δράση. Παίζανε πόλεμο. Τα ψεύτικα σπαθιά διασταυρώνονταν στον αέρα, τα πιστόλια και τα ντουφέκια βροντούσαν. Η μάχη βρισκόταν στο φόρτε της.

Αυτός κοίταζε, κοίταζε. Τα πελώρια μαύρα μάτια του πάνω στο αδύνατο μελαχρινό του πρόσωπο άλλοτε βούρκωναν, άλλοτε έπαιρναν μια σκληρή λάμψη. Το κουρεμένο με την ψιλή μηχανή κεφαλή του γυάλιζε στον ήλιο και το κοντό παντελόνι μόλις που έκρυβε τα αδύνατα κανιά του.

Ποτέ δεν έπαιζε πόλεμο ο Σωτήρης. Πάντα σαν άρχιζαν τις μάχες τα αγόρια της γειτονιάς καθόταν πάνω στη μεγάλη κοτρόνα και τα κοίταζε με τα λυπημένα του μάτια. Κι έκρυβαν τόσο πόνο αυτά τα μάτια κοιτάζοντας τον πόλεμο. Σ' όλα τα παιχνίδια πρώτος. Στο κρυφτό, στο τσιλίκι, στο κυνηγητό, στην μπάλα. Μόνο στον πόλεμο σταμάταγε. Κοίταζε, κοίταζε τους φίλους του που με άγριους αλαλαγμούς χτυπιόταν μεταξύ τους και η καρδιά του φουρτούνιαζε. Ολο το μίσος του για τον πόλεμο που του στέρησε τα πάντα στη ζωή συγκεντρωνόταν στα μεγάλα του μάτια.

Πόσα αγαπημένα του πρόσωπα δεν του στέρησε ο πόλεμος. Από διηγήσεις που του 'λεγε η μάνα του έμαθε πως ο παππούς του πέθανε στη Μικρά Ασία. Τον έφαγαν οι Τσέτες. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε. Οταν σκοτώθηκε στα βουνά της Αλβανίας, η μάνα του δεν τον είχε φέρει ακόμα στον κόσμο. Τον γνώρισε μόνο από τη μεγάλη φωτογραφία που κρεμόταν πάνω απ' το κρεβάτι της μάνας του. Από αυτήν τον γνώρισε, από αυτήν τον αγάπησε. Τα δυο μικρότερα αδέρφια του πατέρα του χάθηκαν κι αυτοί. Ο ένας στην κατοχή εκτελέστηκε από τους Γερμανούς και ο άλλος σκοτώθηκε στον εμφύλιο.

Πάντα από τότε που γνώρισε τον κόσμο θυμόταν τη μάνα του μαυροντυμένη με μάτια βουρκωμένα. Τον έσφιγγε στην αγκαλιά της, μοναδική της αγάπη και αποκούμπι. Ετρεμε για τη ζωή του, όπως τρέμει το φυλλαράκι του δέντρου μπροστά στην άγρια λύσσα του βοριά. Απ' τη μάνα του έμαθε να μισεί τον πόλεμο.

«Είδες γιε μου, του 'λεγε, πώς με κατάντησε ο πόλεμος; Νέα γυναίκα έμεινα μόνη στον κόσμο και συ δε γνώρισες πατέρα. Καταραμένοι να 'ναι οι πόλεμοι, καταραμένοι και κείνοι που τους υποκινούν».

Ετσι φώλιασε το μίσος για τον πόλεμο στην καρδιά του. Δεν αγόρασε ποτέ σπαθί, πιστόλι, ντουφέκι. Δεν έπαιζε ποτέ πόλεμο. Καθόταν μόνος και σκοτεινός στη μέση της αλάνας πάνω στη μεγάλη κοτρόνα, περιμένοντας να τελειώσει η μάχη, να παίζει κι αυτός τα ειρηνικά του παιχνίδια. Τις τελευταίες μέρες και κάποιος άλλος του 'κανε συντροφιά, παρακολουθώντας και αυτός τον πόλεμο των αγοριών. Ηταν ένας νέος άντρας με ευγενική φυσιογνωμία και γαλάζια σαν τη θάλασσα μάτια. Φορούσε ρούχα παλιά μα καθαρά και περιποιημένα. Το βλέμμα του έπαιρνε μια απέραντη θλίψη βλέποντας τα παιδιά να χτυπιούνται άγρια στην ψεύτικη μάχη τους.

Μια μέρα πλησίασε στην κοτρόνα που καθόταν ο Σωτήρης. Του χαμογέλασε μελαγχολικά και του χάιδεψε το κουρεμένο του κεφάλι.

«Εσύ γιατί δεν παίζεις αγόρι μου, του 'πε με την ήσυχη φωνή του».

Τον κοίταξε ο Σωτήρης και τα μεγάλα του μαύρα μάτια φουρτούνιασαν.

«Μισώ τον πόλεμο κύριε. Αυτός με έκανε και δε γνώρισα πατέρα».

Του χαμογέλασε τρυφερά, ο άντρας.

«Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος, αγόρι μου. Χιλιάδες παιδιά σαν και σένα είναι χωρίς πατέρα εξαιτίας του. Μένα με λένε Πέτρο, έτσι φώναζέ με. Είμαι δάσκαλος, αλλά δε με αφήνουν να κάνω μάθημα στα παιδιά γιατί μισώ και γω τον πόλεμο, θέλω για τους ανθρώπους Ειρήνη, αδελφοσύνη, ισότητα. Τούτα είναι άσκημα πράγματα γι' αυτούς που ο πόλεμος αυξάνει τα κέρδη τους».

Τον άκουγε με θαυμασμό και έκσταση ο μικρός.

«Είσαι φίλος μου, Πέτρο, του 'πε σοβαρά και του 'σφιξε δυνατά το χέρι. Με λένε Σωτήρη. Θέλω να 'ρθεις στο σπίτι μου να γνωρίσεις τη μάνα μου. Θα χαρεί πολύ να μάθει πως κι άλλος ένας άνθρωπος μισεί τον πόλεμο».

«Είναι χιλιάδες, Σωτήρη, του 'πε ο δάσκαλος χαμογελώντας, που μισούν τον πόλεμο. Ολοι αυτοί σαν ενώσουν και παλέψουν θα σταματήσουν τους άλλους τους λίγους που θέλουν τον πόλεμο για τα συμφέροντά τους. Κείνο που μας λείπει είναι η ένωση».

Κοίταξε λυπημένος τα παιδιά που συνέχιζαν τον πόλεμο.

«Κοίτα τούτα τα παιδιά, Σωτήρη. Από μικρά οι έμποροι του πολέμου μπολιάζουν στις αγνές ψυχές τους την αγάπη για τον πόλεμο και το μίσος για την ειρήνη. Τούτα τα παιδιά σαν μεγαλώσουν θα 'ναι έτοιμα να σκοτώσουν και να σκοτωθούν».

Ξάφνου τα μεγάλα μάτια του Σωτήρη άστραψαν καθώς μια ιδέα πέρασε σαν αστραπή απ' το μυαλό του.

«Δάσκαλε, είπε πηδώντας απ' την κοτρόνα. Συ που 'σαι σπουδαγμένος άνθρωπος και τα ξέρεις αυτά, πρέπει να μιλήσεις στα παιδιά. Αν κάποιος τους ανοίξει τα μάτια θα δουν τι κακό κάνουν παίζοντας τέτοια παιχνίδια. Κατά βάθος είναι καλά παιδιά αλλά ποτέ κανείς δεν τους μίλησε».

«Πώς μπορώ, αγόρι μου. Στο σκολειό δε μ' αφήνουν να μπω. Εδώ στον δρόμο δεν μπορούμε».

«Μην σκας δάσκαλε, θα τους μαζέψω εγώ όλους στην αποθήκη του κυρ Χρήστου, κει στο βάθος. Εσύ το μόνο που θα κάνεις θα 'ναι να τους μιλήσεις. Περίμενε και θα δεις».

Πήδηξε πάνω στην κοτρόνα ολόρθος, έφερε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά. Τα παιδιά σταμάτησαν τη μάχη και τον κοίταξαν απορημένα.

«Παιδιά, είπε ο Σωτήρης με τη δυνατή φωνή του. Ο κύριος από δω είναι δάσκαλος και θέλει να μας μιλήσει. Εμπρός όλοι στην αποθήκη του κυρ Χρήστου».

Ο Πέτρος κόμπιασε και δίσταζε. Πολλά παιδικά μάτια τον κοίταζαν με περιέργεια και απορία. Πολλές φορές είχε μιλήσει σε μεγάλους ανθρώπους για το ίδιο θέμα αλλά τώρα μπρος στα παιδιά σαν να δίσταζε.

Οχι, σκέφτηκε, είναι μεγάλη στιγμή αυτή και για μένα και για τα παιδιά. Πρέπει να ξεριζώσω το δηλητήριο από τις παιδικές τους καρδιές.

«Παιδιά, είπε, μέρες τώρα σας παρακολουθώ να παίζετε πόλεμο. Ξέρει κανείς να μου πει τι είναι ο πόλεμος;»

Ενας μικρός παχουλός, σγουρομάλλης πετάχτηκε.

«Εγώ κύριε. Πόλεμος είναι όταν δύο στρατοί από αντίπαλα κράτη συγκρουστούν μεταξύ τους. Εκείνος ο στρατός που θα σκοτώσει τους πιο πολλούς θα 'ναι ο νικητής».

«Σένα σ' αρέσει ο πόλεμος»;

«Ναι», είπε το παιδί με περηφάνια.

«Κι αν στον ένα στρατό είναι ο πατέρας σου και οι αντίπαλοι τον σκοτώσουν»;

Εμεινε άλαλος ο μικρός. Κοίταζε με δέος τον δάσκαλο. Αυτό δεν το 'χε σκεφτεί.

«Βλέπετε παιδιά τι είναι ο πόλεμος, που τώρα αγαπάτε και παίζετε; Μέσα στους στρατιώτες που πολεμούν σήμερα θα 'ναι οι πατεράδες σας, αύριο θα 'στε εσείς. Θα σκοτώσετε και θα σκοτωθείτε. Χιλιάδες παιδάκια μένουν ορφανά, χιλιάδες σακατεύονται, οικογένειες ξεκληρίζονται, σπίτια γκρεμίζονται και όλα γίνονται στάχτη. Αυτός είναι ο πόλεμος παιδιά. Αν θέλετε να 'χετε τον πατέρα σας, τους γονείς σας, 'σεις τα ίδια να 'στε στη ζωή, αφήστε τα όπλα, μισήστε τον πόλεμο. Αγαπήστε την Ειρήνη, τη ζωή. Στην Ειρήνη υπάρχει η ζωή, στον πόλεμο ο θάνατος και η φρίκη».

Σταμάτησε. Τα μάτια του πετούσαν φλόγες και το κορμί του είχε γίνει πελώριο. Τα μικρά τον κοίταζαν εκστατικά.

Τότε πετάχτηκε ο Σωτήρης. Με το μεγάλο κουρεμένο κεφάλι του και τα αδύνατα κανιά του στάθηκε δίπλα στο δάσκαλο. Μίλησε με τη δυνατή φωνή του.

«Παιδιά, ο δάσκαλος, σπουδαγμένος άνθρωπος, μας είπε τι κακό πράγμα είναι ο πόλεμος. Πρέπει να καταργήσουμε τον πόλεμο από τα παιχνίδια μας. Μόνο ειρηνικά παιχνίδια. Προτείνω να κάψουμε τα όπλα».

«Ναι», φώναζαν τα παιδιά όλα μαζί.

Σε λίγο όλα τα όπλα, σπαθιά, πιστόλια, ντουφέκια είχαν σχηματίσει ένα σωρό στη μέση της αλάνας.

«Βάλε συ τη φωτιά, Σωτήρη, είπε συγκινημένος ο δάσκαλος. Σου αξίζει αυτή η τιμή».

Με χέρια που 'τρεμαν από λαχτάρα και συγκίνηση άναψε τη φωτιά ο Σωτήρης. Και καθώς οι φλόγες πετάχτηκαν ψηλά, κατατρώγοντας τα ψεύτικα όπλα σκέφτηκε τι καλά θα 'ταν κάποια μέρα μια πελώρια φωτιά να 'καιγε όλα τα αληθινά όπλα και μαζί με αυτά, τον πόλεμο. Και να φτερούγιζε πάνω στον κόσμο η Ειρήνη και μόνο η ΕΙΡΗΝΗ.


Δημοσθένης ΖΑΒΙΤΣΑΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ