Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Δύναμη

Η Λιλή Μαυροκεφάλου
Η Λιλή Μαυροκεφάλου
Εσβησε στο τασάκι τ' αποτσίγαρο. Αργά, ανόρεχτα σηκώθηκε από την πλαστική καρέκλα και τεντώθηκε βογκώντας. Να πάρει!.. Πονούσε παντού σαν αρθριτικό γεροντάκι. Σφηνωμένος μπρος στον υπολογιστή έξι ολόκληρες ώρες! Ούτε για κατούρημα δεν είχε πάει. Τόσο τον είχε απορροφήσει το παιγνίδι Killer and Victims. Φοβερό παιγνίδι, για να ξεπεράσεις και να γαμήσεις το σύμπαν. Κι αν δεν είχε κάνει τις συνηθισμένες του μαλακίες, σίγουρα αυτή τη φορά θα τα κατάφερνε να ξεπαστρέψει και τα εξακόσια θύματα, ώστε να ανακηρυχτεί δολοφόνος - νικητής.

Πέντε παρά τέταρτο, σχεδόν ξημέρωμα. Ε, και... Μήπως αν πήγαινε νωρίτερα στο κρεβάτι θα τον έπιανε ο ύπνος; Με τίποτε! Του είχε πια γίνει δευτέρα φύση να πέφτει πρωί και να σηκώνεται απογευματάκι. Ποιος ο λόγος να ξυπνήσει; Τι είχε να κάνει; Να στείλει κι άλλα βιογραφικά;.. Να ξυριστεί, να γραβατωθεί για να εμφανιστεί αγχωμένος και σ' άλλες στημένες συνεντεύξεις;.. Να μπει μήπως στην ουρά μαζί με άλλους χίλιους ταλαίπωρους ομοιοπαθείς για να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για τις δέκα δοσμένες ήδη σ' εκλεκτούς θέσεις... Ή να καπνίζει σαν φουγάρο βηματίζοντας πάνω κάτω σε αναμονή του τηλεφωνήματος που δεν έρχεται... Ενα χρόνο είχε επιδοθεί στο σαφάρι ανεύρεσης εργασίας. Φτάνει. Αρκετά κουρέλιασε την περηφάνια του, αρκετά ζητιάνεψε, αρκετά κατάπιε το θυμό του. Τα χαρτιά ήταν σημαδεμένα. Το βύσμα μετρούσε ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, τα υπόλοιπα ήταν βιτρίνα. Τα 'χε ακούσει όλα αυτά, άλλο όμως να τα μαθαίνεις στο πετσί σου. Κι όμως βαθιά μέσα του τον έτρωγε η υποψία πως, παρά την ανεργία, την ευνοιοκρατία, την καπιταλιστική βουλιμία κι οτιδήποτε άλλο, ήταν εκείνος ο ανάξιος, ο άχρηστος.

Η κύστη του έγινε έντονα απαιτητική. Το κατούρημα δε σήκωνε αναβολή. Καμπουριαστός, δέσμιος της στάσης που μόλις είχε εγκαταλείψει, μπήκε στην τουαλέτα. Ανακουφίστηκε ορμητικά αδιαφορώντας για τις πιτσιλιές στο καπάκι της λεκάνης και για την γκρίνια της γιαγιάς του που τον συντηρούσε με τη συνταξούλα της. Το μάτι του έπεσε στον καθρέφτη. «Α, ρε πούστη, ζόμπι κατάντησες!» μουρμούρισε, όμως δεν ξεκολλούσε τα μάτια από το φθαρμένο πρόσωπο με τα αξύριστα γένια. Ισως τον γοήτευε η οργισμένη του περιφρόνηση, η ανάκατη με περηφάνια απελπισία. Η ψυχή του! Εβλεπε την ψυχή του, του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη κι ένας βαθύς πόνος τον λόγχισε. Ξέσπασε σε βρισιές. Ψυχή και μαλακίες. Αλλη φορά δε θα ξανακοιτάξει την ξενυχτισμένη μουτσούνα του σε καθρέφτη. Τελεία και παύλα! Η ταραχή όμως φούσκωνε, ανακάτωνε τα σωθικά του. Και τα νεύρα τσίτα. Ο ύπνος θα ήταν πλέον πρόβλημα. Πίσω στην ντουμανιασμένη του κάμαρα ξανάναψε τσιγάρο για να αποφασίσει αν θα προσπαθούσε να κοιμηθεί ή θα ξανάρχιζε το παιγνίδι. Ανοιξε λιγάκι την μπαλκονόπορτα. Το ψυχρό αεράκι του προκάλεσε κάτι σαν διέγερση, μια ανεπάντεχη ζωντάνια. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ενα αυτοκίνητο με αναμμένα φώτα γλιστρούσε στο δρόμο. Από τη λεωφόρο έφτανε ο απόηχος του τραμ. Ο ουρανός ήταν ακόμη διάσπαρτος αστέρια. Γαμημένα αστέρια! Κατέβασε απότομα τα στόρια κι έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Μωρέ, ντουμάνι και πάλι ντουμάνι! Ανοιξε καινούριο πακέτο. «Το κάπνισμα σκοτώνει», προειδοποιούσε με τονισμένα, μαύρα γράμματα. Και πολύ καλά κάνει! Γι' αυτό δεν καπνίζει κανείς... Για να σκοτώσει... Τι; Ποιον; Στο διάβολο οι σκέψεις. Ξανακάθισε. Μετακίνησε το ποντίκι και η οθόνη τον καλωσόρισε με χρώματα και μουσική. Ηλεκτρονική ζωή η ζωή του. Σκιά ζωής. Και λοιπόν; Δίχως αυτήν, τι; Η τρέλα; Η πρέζα; Φιλάρα ο υπολογιστής. Διαθέσιμος πάντα και πιστός. Τον ανοίγεις, βυθίζεσαι κι ας πάνε να πνιγούνε οι δήθεν κολλητοί, οι συμφεροντολόγες γκόμενες, οι μέλλοντες εργοδότες. Και ξεχνάς τον πατέρα που δε γνώρισες, τη μάνα που γνώρισες, τ' αδέλφια που δεν είχες. Την ξεφτίλα και τη μοναξιά σου. Ενα μόνο σε απασχολεί. Να βγεις νικητής! Εστω μια φορά...


Β. Παπαγεωργίου

Μηχανικά το βλέμμα του έπεσε στο τυπωμένο χαρτί πλάι στο πληκτρολόγιο. Τα ινδιάνικα κεφάλια στο περιθώριο του κειμένου ήταν το σήμα κατατεθέν του σε βιβλία και τετράδια από τα σχολικά του ακόμη χρόνια και σήμαιναν πλήξη ή άγονο προβληματισμό. Μηχανικά άρχισε να διαβάζει το κείμενο. «Το blog σου φίλε "Απροσάρμοστε" - το ψευδώνυμό σου μαρτυρά ότι τουλάχιστον διαθέτεις αυτογνωσία - το διαβάζω κάπου κάπου για να σπάω πλάκα. Ομως διαπιστώνω ότι οι κλάψες σου για τη στραβή κι ανάποδη κοινωνία και τα αφελέστατα όνειρά σου για έναν άλλον, καλύτερο κόσμο βρίσκουν τελευταία πολλούς φανατικούς οπαδούς. Γι' αυτό μπαίνω στον κόπο να συνεισφέρω κι εγώ δυο λόγια μήπως και σας συνεφέρω από την ομαδική σας παράκρουση. Αν νιώθετε παραμερισμένοι κι αδικημένοι δε φταίει κανείς και τίποτε άλλο εκτός από σας. Μάλιστα! Και μη σας κακοφαίνετε. Ο κόσμος είναι αυτός που είναι και δεν αλλάζει. Αλλωστε, τέτοιος ήταν πάντα. Ρίξτε και μια ματιά στην ιστορία. Κι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του λήσταρχος και φονιάς. Τα όμορφα όνειρα είναι για τους αδύναμους. Ο κόσμος ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στους Δυνατούς. Είναι ο κόσμος της Δύναμης ο κόσμος μας, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό κι ο δυνατός λιώνει τον αδύναμο. Ολα τ' άλλα περί ισότητας, δικαιοσύνης, δημοκρατίας είναι μπούρδες, απαραίτητες όμως για να χαϊδεύουν τ' αυτιά, να κολακεύουν την αδυναμία, να την εμποδίζουν να γίνει μνησίκακη κι εκδικητική, πιθανόν επικίνδυνη. Υποκλιθείτε στην απληστία, παιδιά. Είναι η κινητήριος δύναμη των πάντων. Αν όμως επιμένετε στην επίκληση της δικαιοσύνης, αρκεστείτε στη μεταθανάτιο και παρηγορηθείτε. Εγώ θέλω ν' ανήκω στους δυνατούς. Είναι ο υπέρτατος σκοπός μου στον οποίο υποτάσσω τα πάντα. Οταν με συναντήσετε, θα με αναγνωρίσετε αμέσως και θα σας αναγνωρίσω κι εγώ. Θα σας αναγνωρίσουμε. Εμείς οι δυνατοί. Οι αδίστακτοι. Που εσείς οι ιδεολόγοι, τρομάρα σας, τάχα περιφρονείτε και στο βάθος φθονείτε. Κοπάδια αρνιών και μοσχαριών, πιθήκων, αλεπούδων, ποντικιών, ούτε μπορούμε ούτε και θέλουμε να σας αφανίσουμε, αν και θα το αξίζατε. Σας χρειαζόμαστε! Δίχως εσάς τι νόημα θα είχε η δύναμή μας; Σας θέλουμε. Λιγότερους όμως και παραζαλισμένους. Είμαστε αδέλφια σας, σάρκα από τη σάρκα σας, όμως διαφέρουμε. Είμαστε η προνομιούχος κάστα και γράφουμε στα παλιά μας παπούτσια τους νόμους που σας φτιάχνουμε. Για να σας επιβληθούμε δε χρησιμοποιούμε όπλα. Αυτά είναι ντεμοντέ. Κρατάμε και κινούμε το χρήμα. Είναι η ψυχή του κόσμου μας. Η ψυχή μας. Aϋλη, παντοδύναμη, πανταχού παρούσα. Αυτά τα ολίγα, λοιπόν. Αν με σχολιάσετε, που σίγουρα θα κάνετε, δεν πρόκειται να σας απαντήσω. Ομως μάλλον θα συνεχίσω να σας διαβάζω για την πλάκα μου...»


Β. Παπαγεωργίου

Μουρμούρισε μια βρισιά τσαλακώνοντας το χαρτί. Για ποιο λόγο είχε εκτυπώσει το κείμενο ενός φαντασιόπληκτου κομπλεξικού; Μάλλον θα έπρεπε να τον είχε εντυπωσιάσει, όταν το είχε πρωτοδιαβάσει... Ομως δε θυμόταν πότε είχε συμβεί αυτό. Τελευταία ξεχνούσε πολύ σαν κανένας εσχατόγερος. Κάπου είχε διαβάσει πως η αμνησία ήταν αρρώστια των καιρών, η άλλη όψη της γενικής σύγχυσης...

Πιάνο! Ποιος έπαιζε τέτοια ώρα κι από πού ερχόταν άραγε η μουσική; Του φαινόταν αόριστα γνωστή, σαν να την είχε ξανακούσει, ωστόσο ήταν εξοικειωμένος μόνο με μοντέρνα ακούσματα, από αυτά που εκνευρίζουν τα πουράκια. Από κλασική, αν ήταν τέτοιο το κομμάτι, είχε μαύρα μεσάνυχτα, όμως άκουγε μαγεμένος, όχι μονάχα με τ' αυτιά, μα με ολόκληρο το κορμί κι ήταν σαν ν' άνοιγε και να γλύκαινε ολόκληρος. Και φαντάστηκε ή μάλλον είδε ένα καστανό κορίτσι με ροζ νυχτικό και υγρά, αισθαντικά μάτια να μελετά στο πιάνο. Θα μπορούσε να γίνει το κορίτσι του. Να κάθονται στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι και να μιλάνε ώρα πριν καταλήξουν στο σεξ.. Και να τη γδύνει αυτός, όχι να τσιτσιδώνεται με επαγγελματική βιασύνη σαν την τελευταία του, πριν καλά καλά πατήσει το πόδι της στο δωμάτιο.

Απότομα η μουσική σταμάτησε, άφησε όμως εντός του μια παράδοξη γλύκα, μια αίσθηση γαλήνης. Οι τοίχοι του φάνηκαν ξαφνικά ανυπόφοροι και ξεχνώντας να βάλει μπουφάν βγήκε στο δρόμο. Σκοτάδι ακόμη, η κίνηση ελάχιστη, κάποιοι πεζοί, ίσως μετανάστες, που πήγαιναν για μεροκάματο, κάποιοι εποχούμενοι ξενύχτηδες που πήγαιναν για ύπνο. Το περπάτημα τον ανακούφιζε από τους πόνους της ακινησίας και το επιτάχυνε. Για πότε έφτασε στην κορυφή του λόφου ούτε που το κατάλαβε. Είχε ν' ανεβεί από παιδάκι, από κείνη την Καθαρά Δευτέρα που κατάφερε να πετάξει τον χαρταετό του ψηλότερα απ' όλους τους άλλους. Η Αθήνα απλωνόταν γύρω του, μια θάλασσα από τσιμέντο. Και του φάνηκε πως σε τσιμεντένιες σαρκοφάγους ήταν θαμμένοι οι ζωντανοί και οι μισοζώντανοι. Αυτή την ώρα θα κοιμόταν κι αυτός στη δική του σαρκοφάγο. Μαζί του θα κοιμόταν κι η δύναμή του. Και θα συνέχιζε να κοιμάται όταν εκείνος ξυπνούσε, πάντα κατσούφης, πάντα μ' αυτό το ανυπόφορο κενό μέσα του... Υπήρχε δύναμη κι εκεί κάτω, μια θάλασσα δύναμης που γερνούσε επάνω στη νιότη της και δε γνώριζε τον εαυτό της. Είχε αρχίσει να κάνει δίπλες η κοιλιά της, νερουλιασμένα ήταν τα μπράτσα και το μυαλό της. Καμιά φορά έκλαιγε δίχως δάκρυα, άλλοτε πάλι ξεσπούσε σε ουρλιαχτά οργής ή χτυπιότανε μανιασμένα, μα ποτέ δεν προχωρούσε παραπέρα. Συνήθιζε να σέρνεται νυσταγμένη η δύναμη στους μποτιλιαρισμένους δρόμους, μπουκωμένη καυσαέριο και βαρεμάρα, για να καταλήξει σε μπαρ με νοθεμένα ποτά και σε ανούσιες ερωτικές συνευρέσεις..

Η Δύναμη καταντούσε γόπες σε βρωμερά σταχτοδοχεία, σκισμένα προφυλακτικά, άπλυτα φλιτζάνια νες καφέ και τρυπημένα μπράτσα, ενώ τα αφεντικά μαστούρωναν με κέρδη και σχέδια για περισσότερα κέρδη, ξεγελώντας προσωρινά τον μόνιμο φόβο τους μήπως η Δύναμη ξυπνήσει.

Ξανάκουσε τη μουσική που είχε ακούσει στο δωμάτιό του κι ήξερε πως παιζότανε μες στο κεφάλι του. Σίγουρα τ' αφεντικά μισούσαν αυτή τη μουσική και ρίχνανε άφθονο χρήμα, για να κυριέψει τα πάντα η βαβούρα που παρήγαγαν οι δικές τους εταιρείες και διαφήμιζαν μετά μανίας τα δικά τους μέσα μαζικής επικοινωνίας. Πίστευαν πως έτσι η μουσική του κοριτσιού που θα μπορούσε να γίνει το κορίτσι του δε θα είχε ευκαιρίες να ακουστεί.

Ανάσανε λαίμαργα τον καθαρό αέρα κι ένιωσε τα πνευμόνια του ν' ανοίγουν και να πονάνε. Είχε ξεμάθει ν' ανασαίνει, ίσως είχε ξεμάθει και να ζει, όμως τώρα η ζωντάνια του τον κατέκαιγε. Είχε δύναμη να παλέψει. Οχι μόνος. Μαζί με τους άλλους... Θα ξυπνούσαν σύντομα. Ηταν αναπόφευκτο. Κι αυτός θα σκουντούσε όσους μπορούσε... Μηχανικά έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το πακέτο ν' ανάψει τσιγάρο και ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια. Είχε κόψει το κάπνισμα και το μάθαινε μόλις εκείνη τη στιγμή. Αυτά τα Χριστούγεννα θα τον έβρισκαν άκαπνο κι απόρησε που η προοπτική τους δεν του προκάλεσε τρόμο όπως του συνέβαινε τα τελευταία χρόνια.


Λιλή Μαυροκεφάλου


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ