Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο φασιανός που πέταγε προς τον ουρανό

Ο Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
Ο Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
«Κάτσε, ρε χριστιανέ μου. Πάρε ανάσα και ξαναπέστα μου από την αρχή». Ο αρχιφύλακας υπηρεσίας ήταν καθισμένος πίσω από το μεταλλικό γραφείο με την καφέ φορμάικα στην επιφάνεια. Μετακινήθηκε στην καρέκλα του. Ετσι κι αλλιώς ήταν άβολα. Το αφρολέξ κάτω από τη δερματίνη της καρέκλας είχε φθαρεί με το χρόνο και το βάρος. Ετσι δεν καθόταν στα μαλακά. Αλλά εκτός από το κάθισμα, του έφταιγε και τούτος ο μυστήριος. Μίλαγε βιαστικά και περίεργα και δεν έβγαινε καθαρό νόημα. Καλοκαίρι. Το πολύ που γινόταν στο νησί ήταν καμιά αγορανομική παράβαση. Ή διαφορές ανάμεσα στους ενοικιαστές των πέντε ημερών και τους ιδιοκτήτες, τους ρεντρούμηδες. Τώρα, σε τι διάολο ιστορίες τον έμπλεκε τούτος; Σύμφωνα με τα λεγόμενά του - κι όπως έδειχναν τα πράγματα - τσοπάνης ήταν. Κατέβηκε από τα βοσκοτόπια του στα βουνά ντάλα μεσημέρι, αφήνοντας τα ζωντανά του στο Αλβανάκι και τους σκύλους του. Κατέβηκε με γρήγορο βήμα, σχεδόν τρέχοντας. Από τη βιασύνη του παράσερνε τις πέτρες, που τον έπαιρναν το κατόπι. Δυο - τρεις φορές κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί σκοντάφτοντας. Δυο φορές τον πήρε η κατηφόρα κι έπεσε τ' ανάσκελα. Του πήρε μιάμιση ώρα από τα βοσκοτόπια ως τη δημοσιά. Κι από εκεί μπήκε στο αγροτικό, σχεδόν άλλη μια ώρα δρόμο, και ήρθε. Συνέχιζε την αφήγησή του με πλήθος λεπτομέρειες. Ανάμεσα έκανε και καμιά παύση για ν' ανάψει τσιγάρο. «Για λέγε, για λέγε λοιπόν», του είπε ο αστυνομικός πιέζοντάς τον να συντομεύει την αφήγηση. «Σιγά - σιγά», του απάντησε ο τσοπάνης. «Να παίρνουμε και ανάσα». Ο αστυνομικός βλαστήμησε μέσα του. Παιδί της πόλης, πρωτοδιορίστηκε σε χωριό της Ευρυτανίας. Του πρήξανε το συκώτι. Ζήτησε μετάθεση σε νησί. Φανταζότανε τουρίστριες και παραθεριστές, ενοικιαστές δωματίων, μαγαζιά με μικροαντικείμενα - άντε και κανέναν ψαρά. Εκεί έμαθε πως το νησί είχε και βουνά και ότι στα βουνά είχε κατσίκια. Πολλά κατσίκια. Και αρνιά. Και τσοπάνηδες. Με τη δική τους γλώσσα. Με διαφορετικά ονόματα για γίδια και για πρόβατα. Για αρσενικά και θηλυκά. Αλλη λέξη για τα χρονιάρικα, άλλη για τα δίχρονα, άλλη για τα μεγαλύτερα. Κι άλλα ονόματα, ανάλογα με τα χρώματα, ένα ή δύο ή τρία. Επειδή μάλιστα τα άφηναν ελεύθερα στα βουνά, κάθε τσοπάνης είχε τα δικά του σημάδια στ' αυτιά των ζωντανών. Του τα λέγανε μερικές φορές, όταν οι διαφορές τους φτάνανε στην αστυνομία. Εκεί πια δεν καταλάβαινε γρι. Ποτέ δεν έβγαλε άκρη μαζί τους. Στην αρχή νόμισε ότι και τούτος ο λαχανιασμένος και αλαφιασμένος άνθρωπος κάποιο ανάλογο ζήτημα είχε. Τελικά, μετά από την ιστορία, που τον έβαλε να την πει από την αρχή τρεις και τέσσερις και πέντε φορές, κατάλαβε ότι το ζήτημα δεν ήταν τέτοιο. Ηταν διαφορετικό και πολύ σοβαρότερο. Για να το καταλάβουμε όμως κι εμείς, πρέπει να δούμε όλα τα κομμάτια και να τα συνδέσουμε μεταξύ τους, όπως κάνουμε για να φτιάξουμε την εικόνα σ' ένα παζλ.


Β. Παπαγεωργίου

Η Ούρσουλα ήταν από την πόλη Μ. μιας χώρας της Βόρειας Ευρώπης. Είχε κατέβει στο νησί για πρώτη φορά πριν έξι χρόνια. Εξοικειωμένη ως τότε μόνο με τους ανθρώπους και το τοπίο του Βορρά, έζησε εδώ πρωτόγνωρες εμπειρίες. Μαύρισε το κορμί της στον ήλιο, στις αμμουδερές παραλίες. Χώθηκε ατέλειωτες ώρες στην αγκαλιά της θάλασσας, αναζητώντας αλλού γαλάζια, αλλού σκούρα μπλε και αλλού πράσινα νερά. Περιπλανήθηκε στους πέτρινους όγκους των βουνών, θαυμάζοντας το μέγεθος και το μεγαλείο των βράχων. Περπάτησε κάτω από σφενδάμια και ανάμεσα σε πουρνάρια. Γλίστρησε στις πευκοβελόνες κι έστησε αντίσκηνο κάτω από τον παχύ ίσκιο των πεύκων. Μεσημεριανές ώρες ανάσανε τη μυρουδιά της θρούμπης και της ρίγανης. Νύχτα, σε σκοτεινές ερημικές τοποθεσίες ξαναθυμήθηκε πως οι ουρανοί είναι γεμάτοι αστέρια. Γνώρισε ξωμάχους που λιμπιζότανε την κορμοστασιά της και αγαθές αγρότισσες που τη φίλευαν σύκα και σταφύλια. Εμεινε στο νησί ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι. Ηρθε και το επόμενο. Ξανοίχτηκε στο νησί, που το έμαθε καλύτερα από πολλούς ντόπιους. Χώθηκε μόνη της με τόλμη σε σπηλιές της στεριάς και της θάλασσας. Αυτή μάθαινε το νησί και οι ντόπιοι άρχισαν να μαθαίνουν ετούτη την όμορφη και θαρρετή ξένη. Στη μέση του καλοκαιριού ήρθε και ο φίλος της. Ψηλός, ομορφάντρας. Αλλά ψυχρός. Ηταν από την πατρίδα της. Τον υποδέχτηκε στο λιμάνι. Είχε φροντίσει ρούχα και μαλλιά κι έμειναν κάποιο διάστημα στο ξενοδοχείο «Ακύμαντος ακτή». Οι πρώτες μέρες τους έδειχναν ευτυχισμένες. Λίγο μετά φάνηκε ότι ψυχράθηκαν. Στο τέλος, απ' ό,τι έλεγαν οι γυναίκες που έφτιαχναν τα δωμάτια, άρχισαν να κοιμούνται χωριστά. Ενα βράδυ οι ένοικοι των διπλανών δωματίων τούς άκουσαν να καβγαδίζουν. Δεν καταλάβαιναν το λόγο, γιατί μάλωναν στη γλώσσα τους. Αλλά οι πιο πολλοί υποψιάζονταν ότι ο καβγάς έγινε για λόγους ερωτικούς. Υπολόγιζαν πως κάπου θα είχε στραβώσει η σχέση τους. Την επόμενη μέρα, πρωί - πρωί, το ζευγάρι ξεκίνησε για εκδρομή στα βουνά. Η Ούρσουλα κρατούσε και τη φωτογραφική της μηχανή. Το μεσημέρι ο φίλος της Ούρσουλα γύρισε μόνος. Παρέδωσε το νοικιασμένο αμάξι. Το ίδιο βράδυ έφυγε με το πλοίο. Κανείς δεν είδε το κορίτσι να τον συνοδεύει. Αλλά ούτε και μόνη της την είδαν.


Β. Παπαγεωργίου

Τις μέρες εκείνες, καρδιά του καλοκαιριού, το νησί ήταν γεμάτο επισκέπτες. Ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια ήταν πλήρη. Οποιος δεν είχε κλείσει, όπου και να ρωτούσε, έπαιρνε την ίδια απάντηση: δεν έχουμε διαθέσιμο δωμάτιο. Υπήρχε κι ένα ελεύθερο κάμπινγκ στο νησί. Ο δήμος άφηνε μια περιοχή, κάτω από ένα καλοδιατηρημένο πευκοδάσος. Η πρόσβαση ήταν εύκολη. Ο δρόμος ως εκεί στρωμένος με άσφαλτο. Εκεί που τελείωναν τα δέντρα άρχιζε η παραλία. Οι πρώτοι που πήγαν βρήκανε χώρο για τα τροχόσπιτά τους. Αλλοι στήσανε σκηνές. Τελευταίες μέρες, όσοι ήρθανε, εξασφάλιζαν με τη βία λίγο χώρο για να απλώσουν, ανάμεσα στις σκηνές τους υπνόσακους που κουβαλούσαν στην πλάτη μαζί με το σακίδιό τους. Οι δύο σωματώδεις τύποι που κουβαλούσαν μια μεγάλη μηχανή, δεν έκαναν τον κόπο να πάνε μέχρι το κάμπινγκ. Ανοιξαν τους υπνόσακούς τους και κοιμήθηκαν στην παραλία. Κάτω από έναν ουρανό κεντημένο κοντά - κοντά με μικρά και μεγάλα αστέρια. Ξύπνησαν με το πρώτο φως του ήλιου και βούτηξαν αμέσως στη θάλασσα. Οταν βγήκαν, ντύθηκαν και συσκεύασαν πάλι τους υπνόσακους. Ο ένας τους κουβάλησε στη μηχανή. Ο δεύτερος κοιτούσε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου «Ακύμαντος Ακτή». Κατά τις οκτώ η Ούρσουλα και ο φίλος της ξεκίνησαν την εκδρομή τους. Λίγα λεπτά μετά οι δυο σωματώδεις τύποι καβάλησαν τη μηχανή. Βάλανε μπρος και, μαρσάροντας, ξεχύθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Αργότερα, δύο νεαροί που τους πλήρωνε το ξενοδοχείο μάζευαν τα χαρτιά, τις πλαστικές σακούλες και τα σκουπίδια από την παραλία. Στο μέρος που είχαν ξαπλώσει οι δυο τύποι, ο ένας από τους πιτσιρικάδες που καθάριζαν, βρήκε κάτω μια φωτογραφία. Την κοίταξε καλά - καλά. «Βρε μαλάκα, αυτή δεν είναι η Ούρσουλα;» Ο άλλος την πήρε στα χέρια του, την είδε και συμφώνησε. Αυτός που την είχε βρει, την ξαναπήρε. Ανοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου του, την έριξε μέσα και τα ξανακούμπωσε.


Β. Παπαγεωργίου

Σχεδόν έφηβος, δεκαεφτά - δεκαοχτώ χρονώ παλικαράκι. Δούλευε με τα πρόβατα και τα γίδια. Και στην πατρίδα του τσοπάνης ήτανε, όπως και ο πατέρας και ο αδελφός του. Οι δυο φτάνανε και περίσσευαν. Αυτός ήρθε στην Ελλάδα για καλύτερα. Βρέθηκε στο νησί. Τη μέρα ήταν κοντά και τ' αφεντικό του. Ερχόταν το πρωί, έφερνε και το φαγητό. Το μεσημέρι τρώγανε μαζί. Τ' απογευματάκι το αφεντικό κατέβαινε στο δημόσιο δρόμο, έπαιρνε το «αγροτικό» και κατέβαινε στο χωριό. Ξαναγύριζε το πρωί. Ετσι τις νύχτες το τσοπανάκι έμενε μόνο. Με τα τσοπανόσκυλα. Μια φορά τη βδομάδα κατέβαινε στην πόλη, Σάββατο πρωί. Γύρναγε το απόγευμα, για να φύγει το αφεντικό. Συναντούσε κανένα συμπατριώτη, λέγανε κάποιες κουβέντες, πίνανε καφέ. Παιδί, να βράζει το αίμα του. Εβλεπε κοπέλες και γυναίκες ντυμένες ελαφρά. Με κοντά πανταλόνια που φτάνανε στο πάνω μέρος των μηρών. Και εφαρμοστά. Και άλλες με μίνι. Ακόμα και με το μπικίνι. Κι άλλες με μπλούζες ανοιχτές και το μισό από τα βυζιά τους έξω. Σε δημόσια θέα. Κάποιες φορές αγρίευε το μάτι του κι άλλες έπεφτε σε αποχαύνωση, με τα μάτια μισόκλειστα και το στόμα ορθάνοιχτο. Κάθε Σάββατο απόγευμα έλεγε πως δε θα ξανακατέβει, γιατί δεν άντεχε τόσους πειρασμούς. Ολη τη βδομάδα όμως ξανάφερνε στα μάτια του κι ανακαλούσε στη μνήμη του τούτες τις εικόνες. Και χάιδευε τα όργανά του, περιμένοντας ανυπόμονα το επόμενο Σάββατο.

Εκείνο το πρωί το παιδί είχε αράξει στον ίσκιο, κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι. Καθόταν σε μια μεγάλη πέτρα κι αγνάντευε την πλαγιά, που οδηγούσε ανηφορίζοντας προς την κορυφή του βουνού. Στην αρχή νόμισε πως τον γελούν τα μάτια του. Τα έτριψε με τα χέρια και ξανακοίταξε. Την είδε να σκαρφαλώνει ίδιο κατσίκι. Ψηλή, με σώμα εντυπωσιακό, γυμνασμένο. Στο κεφάλι φορούσε ένα χρωματιστό μαντίλι. Μπλούζα ανοιχτόχρωμη με κοντά μανίκια. Ενα πολύ κοντό, εφαρμοστό πανταλόνι. Κάλτσες ως τη μέση της γάμπας. Παπούτσια αθλητικά. Η όραση του παιδιού ήταν οξύτατη. Ηταν μαθημένος σε ανοιχτούς χώρους, η ματιά του προχώραγε ελεύθερη σε μεγάλες αποστάσεις. Εβλεπε τα πισινά της κοπέλας (καπούλια, τα έλεγε μαθημένος από τα ζώα). Εβλεπε τους σφιχτούς μηρούς της (τα μπούτια της, έλεγε) και το αίμα φούντωνε μέσα του. Ενιωθε φοβερή διέγερση, όχι μόνο στο όργανό του αλλά σε ολόκληρο το σώμα του. Σηκώθηκε από την ξάπλα του και, ξαναμμένος, άρχισε να την ακολουθεί προς την κορυφή. Οταν ήρθε τ' αφεντικό βρήκε τα σκυλιά αγριεμένα και το βοηθό του να λείπει. Γύρισε ώρα αργότερα, λαχανιασμένος και μουσκίδια στον ιδρώτα. Τ' αφεντικό τού έριξε δυο - τρεις σφαλιάρες στο σβέρκο, γιατί είχε αφήσει μόνα τους τα ζωντανά και τον ρώτησε πού στην οργή είχε πάει. Δεν ήξερε ν' απαντήσει. Με τις σφαλιάρες και τις βρισιές θυμήθηκε: «Μου φάνηκε πως είδα ένα αγριοκούνελο και το κυνήγησα», είπε. Φυσικά και δεν τον πίστεψε. Του έριξε μερικές κλοτσιές στα πισινά και τον διαολόστειλε συγχυσμένος.


Β. Παπαγεωργίου

Ο κόσμος ήταν μπλεγμένος με τις δουλιές του. Ολοι κυνηγούσαν μια καλή θερινή είσπραξη που θα κάλυπτε και τους μήνες του χειμώνα. Σιγά - σιγά το καλοκαίρι πέρασε. Ο κόσμος αραίωσε. Τα δωμάτια άδειασαν. Τα εστιατόρια έδιωξαν το έκτακτο προσωπικό, βοηθούς μαγείρου, λαντζέρισσες και σερβιτόρους. Μπορούσαν πια να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Οι γυναίκες που όλο το καλοκαίρι ήταν απασχολημένες να καθαρίζουν δωμάτια και να στρώνουν κρεβάτια, ησύχασαν. Και, στις βραδινές τους συνάξεις, κάποια στιγμή θυμήθηκαν την Ούρσουλα. «Τι να έγινε εκείνη η κοπέλα;» αναρωτήθηκαν. «Πώς έφυγε χωρίς να μας χαιρετήσει;» «Ποιος την ξέρει πού να γυρίζει...», τέτοια. Κανείς όμως δεν είχε απάντηση. Χειμώνα πια, ήρθαν κάποια μαντάτα. Ενα έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών ζητούσε από την Αστυνομία να κάνει έρευνα για την Ούρσουλα, ύστερα από αίτημα των αρχών της χώρας της. Η οικογένειά της, αφού μάταια την αναζήτησε σε κάθε πιθανό γνωστό τους μέρος και σε κάθε πιθανή σχέση της δήλωσε την εξαφάνισή της. Οι τελευταίες πληροφορίες που είχαν και η μαρτυρία του φίλου της οδηγούσαν τις αρχές στο συμπέρασμα ότι η Ούρσουλα πέρασε το καλοκαίρι της στο νησί. Εκεί βρισκόταν, μέχρι που χάθηκαν μυστηριωδώς τα ίχνη της. Ακολούθησαν κι άλλα έγγραφα απόρρητα. Οι υπηρεσίες πληροφοριών υποψιάζοταν εμπλοκή κατασκόπων. Ο πατέρας της κοπέλας ήταν διπλωμάτης και χειριζόταν εκείνη την περίοδο λεπτά ζητήματα του βαλκανικού χώρου. Το ενδεχόμενο της απαγωγής για εκβιασμό του πατέρα ήταν ανοιχτό, αν και κανένα αίτημα δεν είχε τεθεί. Ούτε είχε σταλεί κάποια προκήρυξη ή κάποια ένδειξη, τέλος πάντων. Ανοιχτό παρέμεινε, επίσης, και το ενδεχόμενο ενός σεξουαλικού εγκλήματος. Τέτοια προβλήματα, τέτοια φίδια ζώσανε την αστυνομία του νησιού. Διατάχθηκε έρευνα. Ο έρμος ο αστυνόμος δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Εδωσε την εντολή όλη η δύναμη του τμήματος να ασχοληθεί με την υπόθεση.

Αλλος ανέλαβε την επίσημη προανάκριση. Να βρεθεί το ξενοδοχείο ή το δωμάτιο στο οποίο είχε μείνει. Να βρεθεί το εστιατόριο που έτρωγε. Να ψαχτούν τα ονόματα που καταχωρούνται στα κομπιούτερ των πρακτορείων των καραβιών. Να ζητηθεί η συνδρομή του Λιμεναρχείου, για σκάφη που ήρθαν ή έφυγαν εκείνο το διάστημα από το νησί. Ναι, πράγματι είχε έρθει στο νησί. Υπήρχε στο κομπιούτερ του ναυτιλιακού γραφείου το όνομά της στις αφίξεις. Δε βρέθηκε όμως αναχώρησή της - εκτός αν έδωσε ψεύτικο όνομα, που δεν το εύρισκαν πιθανό. Από τις καταγραφές εκείνων που φιλοξενούσαν σε δωμάτια βρέθηκε η διαμονή της τις πρώτες ημέρες. Για ένα διάστημα μετά δεν ήταν καταχωρημένη πουθενά. Ισως έμενε στο κάμπινγκ ή σε καμιά παραλία. Βρέθηκαν και οι μέρες που έμεινε στην «Ακύμαντο Ακτή». Είχε δώσει το δικό της διαβατήριο. Το συνοδό της τον θυμόνταν, αλλά γι' αυτόν δεν είχαν στοιχεία. Επρεπε να ρωτήσουν στην Αστυνομία της χώρας του. Από το ξενοδοχείο ανέφεραν και τον καβγά με τον δικό της. Αν χρειαζόταν, θα έδιναν τα ονόματα των διπλανών ενοίκων για να καταθέσουν και οι ίδιοι. Από το Λιμεναρχείο βρέθηκαν τα σκάφη που είχαν ελλιμενιστεί εκείνο το διάστημα. Κανένα δεν είχε φύγει ξαφνικά ή λαθραία. Ρωτήθηκαν οι δασοπυροσβέστες αν την είχαν συναντήσει στις περιπολίες τους. Ολοι κάτι ήξεραν, μέχρι τη μέρα της αναχώρησης του φίλου της. Από εκεί και μετά σκοτάδι. Κανείς δεν ήξερε τίποτα!

Σε άλλον αστυνομικό ανατέθηκε να ψαρέψει από τους φλύαρους και από τους πληροφοριοδότες. Από στόμα σε στόμα μάθανε για το νεαρό που καθάριζε την ακτή και κυκλοφορούσε με τη φωτογραφία της. Στους συνομηλίκους του έλεγε πως την πηδούσε κανονικά και ότι η ίδια του έδωσε τη φωτογραφία, για να τη θυμάται. Οχι, βέβαια, ότι τον πίστευε κανείς, αλλά για την Αστυνομία ήταν ένα στοιχείο. Τον φέρανε στο Τμήμα. Με το που πήγε για ανάκριση ήταν τόσο φοβισμένος, που κατουρήθηκε. Είπε πως δεν την είχε πηδήξει, πως δεν τη γνώριζε καν και ότι είχε βρει τη φωτογραφία της εκεί που είχαν κοιμηθεί οι δυο σωματώδεις τύποι. Αν και τον πίστεψαν, επιβεβαίωσαν την κατάθεσή του ρωτώντας και τον άλλο καθαριστή. Καλού - κακού όμως, τον προειδοποίησαν ότι θα τον έχουν από κοντά και αλίμονό του, φίδι κολοβό που τον έφαγε. Μάθανε και για το τσοπανόπουλο. Είχε κι αυτός παινευτεί σ' ένα συμπατριώτη του ότι εκεί, λέει, που την κυνήγησε στην κορυφή την έπιασε, λέει και κυλίστηκαν μαζί και μετά, λέει, την πήδηξε. Στο Τμήμα έκανε πως δεν καταλαβαίνει καλά τα Ελληνικά. Τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι και με σωστά Ελληνικά μόλις του άστραψαν δύο τρεις μπάτσες. Μόνο που δεν ήταν όπως τα είχε πει στον συμπατριώτη του. Την κυνήγησε χωρίς κακό σκοπό, αλλά ούτε που την πλησίασε. Δεν τη βρήκε, κάπου είχε προχωρήσει. Και, όχι, δεν έκανε τίποτα μαζί της. Ο,τι έκανε το έκανε μόνος του, με το χέρι του, φέρνοντας στο νου του την εικόνα της καθώς ανέβαινε προς την κορυφή. Φώναξαν και το αφεντικό. Δεν ήξερε τίποτα. Τον είπε ζαγάρι, τον είπε γομάρι, του έριξε μερικές σφαλιάρες και του είπε ότι θα τον φτιάξει αυτός. Οι αστυνομικοί του κράτησαν καλού - κακού το διαβατήριο, τον φοβέρισαν με ξύλο, φυλακή και απέλαση και τον άφησαν να πάει με το αφεντικό του στο κοπάδι.

Ο αστυνομικός σήκωσε τα χέρια ψηλά. Την είχαν σκοτώσει; Και ποιος από όλους; Ο φίλος της που μετά τον καβγά αναχώρησε για την πατρίδα του; Μα αυτόν τον είχαν ανακρίνει εκεί και δεν είχαν ούτε ομολογία, ούτε ενδείξεις. Να ήταν τα δύο γομάρια με τη μηχανή; Αυτό θα το είχαν ψάξει από τις Μυστικές Υπηρεσίες και θα βρίσκανε κάποια στοιχεία. Να την είχε βιάσει και μετά να την είχε σκοτώσει κανένας τσοπάνης; Ο τελευταίος που την είδε, την είδε από μακριά, από πίσω και μόνο που μαλακίστηκε. Ποιος διάολος, τέλος πάντων; Και αν - λέμε αν - την είχε κάποιος σκοτώσει, τι έκανε το πτώμα; Το πήρε μαζί του; Το έθαψε; Πού; Το βουνό δε σκαβόταν - μόνο με κομπρεσέρ. Να πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα; Απείχε ώρες από το μέρος που την είδαν τελευταία φορά. Και, άλλωστε, κάπου θα την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Και κανένα στοιχείο δε μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Εν τω μεταξύ οι πιο πάνω πίεζαν τον αστυνόμο συνέχεια. Οι υπηρεσίες πληροφοριών τον πίεζαν κι εκείνες. Αυτός είχε έρθει εδώ για να ηρεμήσει. Είχε πίεση, αρρυθμία, ζάχαρο κι ήθελε να ησυχάσει λίγα χρόνια ώσπου να πάρει τη σύνταξη. Αρχές του επόμενου χρόνου δεν είχε απαντήσεις, ενώ οι πιέσεις γίνανε ασφυκτικές. Στα ύψη η πίεση, στα ύψη το ζάχαρο και μόνο στις κρίσεις παρέμεινε στάσιμος. Τελικά ζήτησε νοσηλεία στην Αθήνα. Πήρε αναρρωτική. Μετά πήρε και την κανονική του άδεια και υπέβαλε παραίτηση.

Ανοιξη ήρθε ο επόμενος αστυνόμος. Ηταν νεότερος και φιλόδοξος. Τελικά όμως αποδείχτηκε το ίδιο άτυχος. Ξεκίνησε ζητώντας τη βοήθεια των ειδικών σωμάτων της υπηρεσίας, που αναζητούν, ζωντανούς ή πεθαμένους, τους εξαφανισμένους. Ψάξανε σε βουνά και σε λαγκάδια, σε ρυάκια και ρέματα, σε σπηλιές και πηγάδια, σε μέρη δύσβατα και απροσπέλαστα. «Ψύλλο στ' άχερα», λέγανε αυτοί που ξέρανε τη διαμόρφωση του νησιού. Μέρες ερευνών δεν έδωσαν αποτελέσματα. Οι άνθρωποι έφυγαν όπως είχαν έρθει - άπρακτοι. Επειδή όμως δεν ήθελαν να τους βαραίνει η αποτυχία, δήλωσαν στην υπηρεσία ότι δεν μπορεί να είχε συμβεί κάτι εκεί. Προφανώς, η κοπέλα θα είχε φύγει από το νησί και θα είχε πάει για κάποια άλλη περιπλάνηση. Το ότι δε βρισκόταν στις καταστάσεις των εισιτηρίων δε σήμαινε τίποτα. Τόσοι και τόσοι ταξιδεύουν με ξένα εισιτήρια ή μπαίνουν λαθραία στα καράβια. Ή μπορεί - όμορφη όπως ήταν - να την ψώνισε κανένας σκαφάτος για να διασκεδάσουν σε κάποιο άλλο νησί. Ο αστυνόμος ενοχλήθηκε από αυτή τη δήλωση. Ζήτησε να συνεχιστεί η έρευνα με ελικόπτερο σε χαμηλή πτήση. Παράλληλα, το λιμεναρχείο διέθεσε το περιπολικό του για προγραμματισμένη αναζήτηση σε βραχώδεις ακτές, στις θαλασσινές σπηλιές και στις γειτονικές βραχονησίδες. Πουθενά, κανένα ίχνος. Καμία ένδειξη. Και πολύ μυστήριο. Τον ίδιο καιρό που ο νέος αστυνόμος έψαχνε σε στεριά και θάλασσα για την Ούρσουλα ή για τα ίχνη της, πλάκωσε στο νησί κι ένα κλιμάκιο των Μυστικών Υπηρεσιών. Στον αστυνόμο κακοφάνηκε, γιατί κανείς δεν τον ενημέρωσε ότι γινόταν παράλληλη έρευνα. Συνάντησε τον επικεφαλής και του το είπε. Αυτός απάντησε ότι δεν είχε καμιά τέτοια υποχρέωση. Ο αστυνόμος του είπε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει με πληροφορίες και προσωπικό. Ο επικεφαλής του απάντησε ότι αν είχε πληροφορίες, ας έβαζε το προσωπικό του να βρει την εξαφανισμένη. Ο αστυνόμος δεν έμαθε ποτέ τι βρήκαν - αν βρήκαν - οι πράκτορες. Εμαθε όμως ότι ο επικεφαλής υπέβαλε αναφορά στην ηγεσία της αστυνομίας εναντίον του για παρακώλυση του έργου του και για αποκάλυψη της ιδιότητάς του. Πριν να μπει το καλοκαίρι τού ήρθε δυσμενής μετάθεση. Οχι μόνο γιατί δεν μπόρεσε να βρει την εξαφανισμένη, αλλά γιατί είχε δεχτεί κιόλας δύο καταγγελίες από συναφείς υπηρεσίες.

Καλοκαίρι τοποθετήθηκε στο νησί νέος αστυνόμος. Μελέτησε καλά - καλά το φάκελο της υπόθεσης. Τα έγγραφα που είχαν στείλει ελληνικές και ξένες υπηρεσίες. Την έκθεση των επίσημων ερευνών, με τα στοιχεία, τις μαρτυρίες των πληροφοριοδοτών και των φλύαρων του καφενείου. Τις καταθέσεις εκείνων που είχαν ανακριθεί. Τις υπηρεσιακές αναφορές για την έρευνα από στεργιά, θάλασσα και αέρα. Τα δημοσιεύματα του τοπικού αλλά και του αθηναϊκού Τύπου. Εφαγε καιρό, προσπαθώντας να συνδυάσει τα στοιχεία. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε και άκρη δεν έβγαζε. Κόντευε φθινόπωρο κι ακόμα δε γνώριζε κανένα στο νησί. Μόνο εκείνους που έβλεπε κάθε μέρα στο Τμήμα. Ετσι αποφάσισε να κλείσει το φάκελο και να βγει στους δρόμους, για να κάνει το πραγματικό του έργο: να αστυνομεύσει. Ομως αυτό δεν εκτιμήθηκε από τους ανωτέρους του. Φαίνεται πως κι αυτοί πιέζονταν από τους πιο πάνω, από την ηγεσία, από την πατρίδα της Ούρσουλα, από την πρεσβεία, από το υπουργείο Εξωτερικών και ποιος ξέρει από ποιους άλλους διαβόλους. Κατάλαβε πως αυτό ήταν κακό για την καριέρα του. Κι επειδή εκείνο το διάστημα έτυχε να έχει ένα γερό δόντι στην πολιτική εξουσία, ζήτησε και κατάφερε απόσπαση στη φρουρά του υπουργού. Στο νησί παρέμεινε προσωρινά υπεύθυνος ο αρχιφύλακας. Αυτός που τώρα καθόταν κι άκουγε αυτόν τον περίεργο τύπο να του λέει μπερδεμένες ιστορίες. Για μια χαράδρα που τη λέγανε Χαράκι του Χάρου. Για ένα χαμένο κατσίκι που το έψαχνε. Για ένα σκελετό. Για την τρομάρα που πήρε. Κι ότι έτρεξε - αυτός - με όλη του τη δύναμη. Οσο άντεχε. Κι ότι από τη βιασύνη του παράσερνε πέτρες που τον έπαιρναν το κατόπι. Δυο τρεις φορές τον πήρε η κατηφόρα κι έπεσε τ' ανάσκελα.

«Τα είπαμε αυτά», τον σταμάτησε με μια κίνηση της παλάμης του ο αστυνόμος. «Κάτσε να σου λέω εγώ τι έχω ξεκαθαρίσει κι εσύ μου επιβεβαιώνεις ότι κατάλαβα σωστά. Είχες χάσει λοιπόν ένα κατσίκι και το άκουγες να βελάζει από μακριά...». «Οχι κατσίκι», διόρθωσε ο τσοπάνης, «βετούλι ήτανε, δηλαδή δύο χρονώ...» Ο αρχιφύλακας τον έκοψε θυμωμένος. «Μη μου αρχίζεις πάλι για το κατσίκι! Αρκετά! Δε θέλω ούτε πόσο ήταν, ούτε πόσο ζύγιζε, ούτε τα χρώματα, ούτε τα κοψίματα στ' αυτιά. Αρκετά! Ας ξεκινήσουμε αλλιώς. Εκεί λοιπόν που έψαχνες το κατσίκι - και μη με διακόψεις», τον πρόλαβε, «έπεσες πάνω σε ένα σκελετό. Δεν ήταν κόκαλα σκέτα, ήταν σκελετός ολόκληρος και γι' αυτό κατάλαβες ότι ήταν από άνθρωπο. Πρέπει λοιπόν να μας πεις πού ήταν». Αυτό ήταν μια καινούργια κακή ιδέα του αρχιφύλακα. Ο μάρτυρας άρχισε να περιγράφει σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή, αναφέροντας πλήθος από τοπωνύμια. Αλλα με το όνομα κάποιου παλιού ιδιοκτήτη, άλλα από κάποιο γεωλογικό μόρφωμα, άλλα από κάποια ξεχασμένη ιστορία του τόπου. Ο αρχιφύλακας χτύπησε με το κάτω μέρος της παλάμης το μέτωπό του. «Πώς δεν το σκέφτηκα και κάθομαι και σε ρωτάω; Θα κάνουμε ένα κλιμάκιο, εσύ θα μπεις οδηγός και θα πάμε να βρούμε το σκελετό που μας λες ότι βρήκες. Κι αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, θα ξεράσεις το γάλα της μάνας σου, κακομοίρη μου».

Το «θα πάμε» ήταν μια κουβέντα. Την άλλη μέρα το πρωί, ο αστυνόμος ζήτησε έγκριση από τον πταισματοδίκη για να περιλάβει στο κλιμάκιο και πολίτες. Τον αγροτικό γιατρό, ένα φωτογράφο του νησιού, ένα δικαστικό γραφέα. Ο πταισματοδίκης δεν ήξερε αν χρειαζόταν τέτοια έγκριση, ούτε αν ήταν στην αρμοδιότητά του να τη δώσει. Γι' αυτό αποδέχτηκε το αίτημα χωρίς να παραλάβει και χωρίς να δώσει έγγραφο. Ολοι είχαν στην αρχή αντιρρήσεις. Αλλά, τελικά, πήγαν μαζί με τον αρχιφύλακα και δύο νεότεροι αστυνομικοί. Ομως, αυτό ήταν η μικρότερη φασαρία. Ο μεγάλος μπελάς ήταν να φτάσουν εκεί. Κόντεψαν να αχρηστευτούν τα περιπολικά στο χωματόδρομο. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο φωτογράφος κόντεψε να τους μείνει στον ανήφορο. Τελικά, έδωσε τη μηχανή στο γιατρό, που ήταν νέο παιδί, και του έδειξε πώς να φωτογραφίσει όταν θα έφθαναν στο συμβάν. Στον κατήφορο πέσανε από δύο τρεις φορές. Ο τσοπάνης που κατέβαινε πρώτος μετά βίας γλίτωσε από τις κοτρόνες που έπεφταν από το αδέξιο περπάτημα των άλλων. Μουσκίδια στον ιδρώτα φτάσανε κάτω. Υπήρχε πραγματικά ο σκελετός. Βγάλανε πλήθος φωτογραφίες. Οχι μόνο του σκελετού. Φωτογράφισαν κοντά κοντά και ολόκληρο το γύρω χώρο, το πεδίον του συμβάντος, σε οριζόντιο και κάθετο άξονα. Μετά τις φωτογραφίες, άρχισαν να μαζεύουν τα οστά στο ξύλινο κιβώτιο που είχαν κουβαλήσει επί τούτου οι δύο νεότεροι αστυνομικοί. Τα μάζευε ο γιατρός, φορώντας χειρουργικά γάντια. Ο σκελετός είχε στο δεξί χέρι, περασμένη πάνω από τα οστά της κερκίδας και της ωλένης μια ασημένια ταυτότητα που έγραφε URSULA. Υπολείμματα από ένα κοντό πανταλόνι υπήρχαν γύρω από τη λεκάνη. «Αυτά τα συνθετικά δε λιώνουν με τίποτα», σχολίασε ο αρχιφύλακας. Το ίδιο και οι κάλτσες, μέσα στις οποίες υπήρχαν τα περισσότερα από τα μικρά οστά του ποδιού. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν στα μισοδιαλυμένα αθλητικά παπούτσια. Τα μάζεψαν κι αυτά, το καθένα χωριστά σε χοντρές νάιλον σακούλες, ως αναγκαίο υλικό για την ανακριτική και τις άλλες διαδικασίες. Ο γιατρός, επιφυλακτικός ως τότε, μετά που είδε την ταυτότητα και το όνομα έγινε λαλίστατος. «Πρόκειται», τους είπε, «περί γυναικείου σκελετού. Είναι νεαρής ηλικίας, υπολογίζω γύρω στα τριάντα. Αιτία θανάτου μπορούμε να πούμε πως είναι τα πολλαπλά κατάγματα του κρανίου, ενώ συνέβαλαν στο θάνατο πολλαπλά κατάγματα στις πλευρές, στη λεκάνη και τα μακρά οστά». Καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα πιο πέρα βρέθηκε, κατεστραμμένη και η ψηφιακή μηχανή του θύματος. Η ειδική υπηρεσία του Εγκληματολογικού, στα Κεντρικά θα έψαχνε για πιθανή διατήρηση φωτογραφικού υλικού που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στη διαλεύκανση του συμβάντος, όπως έλεγε ο αρχιφύλακας. Ολη την ώρα που γίνονταν οι διαδικασίες από το κλιμάκιο, ο τσοπάνης είχε καθίσει κάτω από ένα πουρνάρι. Ετρεμε, σταυροκοπιόταν και μουρμούριζε πατερημά. Οι ώρες του φάνηκαν αιώνες. Το ανέβασμα της πλαγιάς ήταν ακόμα πιο δύσκολο από το κατέβασμα. Ζορισμένοι φτάσανε στη δημοσιά για να μπούνε στα περιπολικά για κάτω. Τον τσοπάνη τον άφησαν στο χωριό του, να συνέλθει. Φτάσανε στη Χώρα. Οι φήμες είχαν φτάσει πριν από αυτούς. Πάντα οι φήμες φτάνανε πριν φτάσουν τα πρόσωπα. Ακόμα και την εποχή πριν τα κινητά, ακόμα και πριν τα τηλέφωνα. Και δε θα έφτανε τώρα; «Φέρνουνε την Ούρσουλα», λέγανε, «φέρνουνε την Ούρσουλα». Στη Χώρα ο κόσμος συγκεντρωμένος, βολτάριζε γύρω από το Αστυνομικό Τμήμα. Σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας στην πομπή του θριάμβου του καμάρωνε ο αρχιφύλακας. Πίσω του οι νεαροί αστυνομικοί κρατούσαν το κιβώτιο από τα σκοινένια χερούλια του. Ενας από κάθε πλευρά. Από κοντά ο γιατρός, ο φωτογράφος (που είχε εν τω μεταξύ συνέλθει) και τελευταίος ο δικαστικός γραφέας, κρατώντας μια δερμάτινη τσάντα που ασφάλιζε με δύο στενές λωρίδες που απόληγαν σε γαντζάκια. Απογοήτευση. Το πλήθος περίμενε την Ούρσουλα που ήξερε ζωντανή, να την έβλεπε, έστω και πεθαμένη. Φθάνοντας έκανε τηλεφωνική αναφορά στους προϊσταμένους του. Θα ακολουθούσε γραπτή. Βεβαίως, στη συνέχεια θα υπήρχαν οι τεχνικές αναφορές, η εξέταση από τους ιατροδικαστές της Αθήνας, η ταύτιση του DNA από τους συγγενείς της (που θα καλούνταν στην Κεντρική Υπηρεσία), η εξέταση της ψηφιακής μηχανής και όλα τα σχετικά. Πάντως - και με όλα αυτά που έλειπαν - το πιο σημαντικό βήμα είχε γίνει.

Δυο μήνες μετά και ενώ η υπόθεση έπαιρνε να ξεχαστεί, ο αρχιφύλακας συνέχιζε να εκτελεί χρέη προϊσταμένου. Ο αστυνόμος θα εξακολουθούσε να υπηρετεί στη φρουρά του Υπουργού για μερικούς ακόμα μήνες. Ή, ως τον κυβερνητικό ανασχηματισμό. Ωσπου, καλοκαιράκι να ξανάρθει φρέσκος - φρέσκος στη θέση του φέρνοντας μαζί του και την οικογένεια για διακοπές. Ετσι, ως υπεύθυνος του Αστυνομικού Τμήματος ο αρχιφύλακας άνοιξε και το έγγραφο που ήρθε από τα Κεντρικά και για την ακρίβεια από την Τεχνική Υπηρεσία του Εγκληματολογικού. Η κάμερα ήταν σχεδόν τελείως κατεστραμμένη. Ομως ο ψηφιακός της δίσκος είχε περίεργα αντέξει. Παρά τις αλλεπάλληλες κρούσεις, παρά την έκθεση σε αντίξοες - κάποτε και ακραίες - καιρικές συνθήκες μερικών ετών ο δίσκος ήταν αξιοποιήσιμος. Βεβαίως, είχε χρειαστεί την κατάλληλη επεξεργασία με διάφορα προγράμματα. Αλλά η δουλιά είχε αποδώσει. Από την εξέταση του υλικού δε διαπιστώθηκε η παρουσία ύποπτων προσώπων - έλεγε η έκθεση - ή κάτι άλλο που να παρείχε ενδείξεις για εγκληματική ενέργεια ή που να την ερμηνεύει. Και, ναι, οι ιατροδικαστές ταύτισαν το DNA του σκελετού με εκείνο του πατέρα. Και, ναι, επιβεβαίωναν τα πολλαπλά κατάγματα που επέφεραν το θάνατο. Τόσο από την αστυνομική όσο και από την ιατροδικαστική εξέταση, δεν μπόρεσε να προσδιοριστεί αν η «πτώση από ύψος» που προκάλεσε το θάνατο ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος, αυτοκτονίας ή εγκληματικής ενέργειας. Γιατί κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι την κοπέλα την έσπρωξε κάποιος στο γκρεμό ή την πέταξε αναίσθητη ή ακόμα και νεκρή. Κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να απαντηθούν κατηγορηματικά.

Την αλήθεια την ήξερε η Ούρσουλα. Η παραμονή της στο νησί την είχε γεμίσει πρωτόγνωρες χαρές. Εζησε τις πιο ωραίες στιγμές της θάλασσας. Εζησε τόπους που δεν ήταν απλώς άλλοι. Ηταν άλλης εποχής. Ενιωσε την αγαλλίαση της δροσιάς στον ίσκιο ενός πεύκου, μετά το κάμα μιας πορείας κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο των βουνών. Φωτογράφισε φυτά που επέμεναν να φυτρώνουν σε χαραμάδες των βράχων πάνω στην άμμο της θάλασσας, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Θα έλεγες, σε πείσμα της λογικής. Οχι, κανένας δεν είχε λόγο να τη σκοτώσει. Ο φίλος της την ήθελε ζωντανή και όμορφη. Ηρθε ελπίζοντας ότι θα φύγουν μαζί. Η μικρή ένταση μεταξύ τους είχε αυτό το λόγο. Για να περιορίσει την ταλαιπωρία της την πήγε με το τζιπ στο βουνό. Την άφησε κι έφυγε για να επιστρέψει το αυτοκίνητο και να φύγει. Η Ούρσουλα θα επέστρεφε μόνη της. Οσο για τους δύο σωματώδεις τύπους ήταν υπάλληλοι ασφαλείας στην πρεσβεία της χώρας της. Επειδή είχε καιρό να επικοινωνήσει με τους δικούς της ο πατέρας της, διαπρεπής διπλωμάτης, επικοινώνησε με τους συναδέλφους του για να ρίξουν μια ματιά οι άνθρωποί τους. Αφού είδαν ότι ήταν εκεί και ότι ήταν καλά, έφυγαν για τη δουλιά τους. Τουλάχιστον, πρόλαβαν να κάνουν κι αυτοί ένα μπάνιο. Οσο για το τσοπανάκι ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να τη βλάψει. Να τη βλέπει ήθελε από πιο κοντά, για να φτιαχτεί. Οσο για την ίδια, ήθελε να περάσει την κορυφή. Να αγναντέψει από εκεί τη θάλασσα. Να αναγνωρίσει, βάσει του χάρτη που είχε στο σακίδιό της, τα γύρω νησιά. Να γυρίσει τα μάτια της προς την άλλη κατεύθυνση και να δει από ψηλά τους οικισμούς του νησιού, τους κόλπους και τα ακρογιάλια. Μετά θα κατηφόριζε την άλλη πλευρά του βουνού. Θα έβλεπε το διαφορετικό τοπίο, την επικράτηση της πέτρας. Θα έψαχνε κομμάτια από πετρώματα. Με την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή της φωτογράφισε μεγάλους λίθινους όγκους και περίεργα πέτρινα σχήματα. Εβγαλε το δάσος και μεμονωμένα δέντρα. Φωτογράφισε κλαδιά, θάμνους, μικρά χόρτα που δεν τα αναγνώριζε αλλά τη συγκινούσαν αισθητικά. Φωτογράφισε σπουργίτια, ζουμάροντάς τα στο έδαφος και τους βράχους. Κουρούνες που πετούσαν μοναχικές ή σε μικρές ομάδες. Κάποια στιγμή είδε ένα φασιανό. Καθόταν σε μια κουμαριά, που είχε δέσει καρπούς αλλά ήταν ακόμα αγίνωτοι. Τον φωτογράφισε, ζουμάροντας για να τον μεγεθύνει. Τον έβλεπε από το πλάι και η εμφάνισή του της άρεσε πολύ. Εκανε λίγο πίσω και τον φωτογράφισε ξανά. Πέταξε πάλι, λες και έπαιζε μαζί της. Αλλά δεν έφευγε. Προσπάθησε να τον φωτογραφίσει στον αέρα. Εκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Μια πέτρα ξεκόλλησε και κύλησε στον κατήφορο. Απορροφημένη στην προσπάθεια, δεν άκουσε τον ήχο. Ισως και δεν πρόλαβε. Η τελευταία εικόνα που έμενε στα μάτια της, που φωτογραφήθηκε στο μυαλό της, ήταν ένας όμορφος φασιανός που πέταγε προς τον ουρανό. Την ίδια ώρα που αυτή έπεφτε κατρακυλώντας στη χαράδρα.


Γεράσιμος Α. Ρηγάτος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ