Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αντιδραστικός και αντιλαϊκός ο χαρακτήρας των ψευδεπίγραφων φοροαπαλλαγών

Η κυβέρνηση σταδιακά προσαρμόζει το φορολογικό σύστημα και το εναρμονίζει με τις συνολικότερες αναδιαρθρώσεις, ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών.

Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε από τον περασμένο Σεπτέμβρη (1999), συνεχίστηκε στη λογική των λεγόμενων προεκλογικών μέτρων, μετεκλογικά με ρυθμίσεις που πέρασαν σε πολυσυλλεκτικά νομοσχέδια και κατά τους θερινούς μήνες με τους προσανατολισμούς της κυβερνητικής Οικονομικής Επιτροπής, που δημοσιογραφικά προβάλλονται είτε ως πληροφορίες άμεσων φορολογικών μεταρρυθμίσεων, είτε ως άξονες ενός νέου φορολογικού νόμου.

Ως προς την τακτική η κυβέρνηση ακολουθεί την προσφιλή της μέθοδο, της... σαλαμοποίησης ενός συνολικότερου πακέτου μεταρρυθμίσεων. Πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής είναι η σταδιακή προσαρμογή και αφομοίωση στα νέα μέτρα, που βοηθά στη συγκάλυψη του ταξικού τους χαρακτήρα υπέρ του κεφαλαίου και, επομένως, στην απορρόφηση των ταξικών κραδασμών.

Φορολογική πολιτική

εναρμονισμένη στις συνολικές αναδιαρθρώσεις

Το κύριο χαρακτηριστικό των επικείμενων φορολογικών αλλαγών, ανεξάρτητα αν θα προκύψουν άμεσα ως πακέτο μέσω νέου φορολογικού νόμου ή τμηματικά μεσοπρόθεσμα, είναι η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, σε καθεστώς σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής και εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων.Σε καθεστώς που μειώνει την αγοραστική δύναμη των εργατικών και λαϊκών εισοδημάτων.

Πολλά έχουν επισημανθεί από τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, π.χ. ΟΟΣΑ, και τις φυσικές Ενώσεις της ελληνικής ολιγαρχίας π.χ. ΣΕΒ, ΕΕΤ, για το πολυδαίδαλο, πολυσχιδές και γραφειοκρατικό φορολογικό μηχανισμό στην Ελλάδα.

Η κριτική αυτή βεβαίως αφορά υπαρκτές καθυστερήσεις καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού στο φορολογικό σύστημα της Ελλάδας (π.χ. στον πολυδαίδαλο και μη αποτελεσματικό χαρακτήρα των υπέρ τρίτων φόρων). Πίσω από αυτές όμως υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα.

Μετά το 1993, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν μια σφικτή εισπρακτική φορολογική πολιτική στη λογική «βγάλτε και από τη μύγα ξίγκι», που αφορούσε πρώτ' απ' όλα τους μισθωτούς και συνταξιούχους, αλλά και τους ελεύθερους επαγγελματίες, μικροεμπόρους και βιοτέχνες.

Ετσι η Ελλάδα έφτασε να κατέχει τα σκήπτρα στην ΕΕ όσον αφορά τη φορολόγηση της κατανάλωσης, με ποσοστό 16,5% έναντι μέσου όρου στην ΕΕ 12,4%. Εχει απο τα υψηλότερα ποσοστά φορολογικής επιβάρυνσης στην ευρωζώνη. Αντίθετα η τελική φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου στην Ελλάδα ειναι απο τα μικρότερα στην ευρωζώνη.(«Ημερησία», 1-2/4/2000, στοιχεία ΟΟΣΑ).

Με βάση τα στοιχεία του 1999, η μεγαλύτερη ψαλίδα μεταξύ ποσοστιαίας μεταβολής ονομαστικών εισοδημάτων και φόρου 1999/1998, παρουσιάστηκε στους συνταξιούχους και στους μισθωτούς: Μεταβολή ονομαστικού εισοδήματος συνταξιούχων (1999/1998) 8,2%, ενώ αύξηση φόρου 24,4%. Μεταβολή ονομαστικού εισοδήματος μισθωτών 1999/1998 4,5%, ενώ αύξηση φόρου 1999/1998 16,2% («Ημερησία», 1/6/2000). Το 1999 οι μισθωτοί αποτελώντας το 37,3% του συνόλου των φορολογουμένων σήκωσαν το βάρος του 43,7% της συνολικής άμεσης φορολογίας. Η κατηγορία των λεγόμενων εισοδηματιών, αποτελώντας το 1999 το 12,1% του συνόλου των φορολογουμένων, συμμετέχει με 4,6% στη συνολική άμεση φορολογία («Το Βήμα», 18/2/2000).

Η πάση θυσία αύξηση των φορολογικών εσόδων ήταν βασικό στοιχείο της δημοσιονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ για ένα καλύτερο κουμαντάρισμα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στα πλαίσια και των δεικτών της ονομαστικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ.

Σήμερα, σε συνθήκες πολιτικής επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων, δραστικού περιορισμού ή και απαλλαγής του κράτους από την όποια παροχή «κοινωνικών υπηρεσιών» μέσω δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, πολιτικής συμπίεσης των μισθών, ημερομισθίων, συντάξεων, κοινωνικής ασφάλισης σε νέα χαμηλότερα επίπεδα, στα πλαίσια της λεγόμενης ευελιξίας της αγοράς εργασίας, η φορολογική πολιτική θα πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη. Χωρίς να χάνει το χαρακτήρα της, ως πηγή αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος (πχ έμμεσης φορολογίας), ως μηχανισμός που συμβάλλει στην πραγματοποίηση της υπεραξίας σε κέρδος (από τη μια μέσω της άμεσης και έμμεσης φορολόγησης των λαϊκών εισοδημάτων και από την άλλη μέσω της κρατικής επιδότησης των μεγάλων επιχειρήσεων), θα πρέπει να έχει μια ορισμένη συμβολή στη λειτουργία της αγοράς. Να αφήνει κάποια περιθώρια στη λειτουργία των διευρυμένων ή και νέων αγορών εμπορευμάτων, π.χ. της παιδείας - επαγγελματικής κατάρτισης, της υγείας, της ασφάλισης κλπ..

Οι αναζητήσεις για μια πιο ευέλικτη φορολογική πολιτική δεν αποτελούν καινοτομία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Είναι αναζητήσεις των επιτελείων της ΕΕ, της Κομισιόν και του Ecofin. Ο προσανατολισμός είναι προς φορολογικές μειώσεις υπό την προϋπόθεση ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών προϋπολογισμών δημοσίων δαπανών και όχι σε φάση ανοδικής πορείας της οικονομίας, οπότε μπορεί η τόνωση της ζήτησης να οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις. Κυρίως, οι φορολογικές μειώσεις για τους μισθωτούς δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εργαλείο, εάν δεν ακολουθούνται από μεταρρυθμίσεις του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Εδώ βρίσκεται η ουσία μεταρρυθμίσεων που φέρουν «φιλολαϊκό» προσωπείο, πχ σταδιακές αυξήσεις στο αφορολόγητο όριο.

Οι πραγματικές στοχεύσεις

των φορολογικών ρυθμίσεων

Για να καταλάβουμε τον πραγματικό χαρακτήρα των φορολογικών ρυθμίσεων, αρκεί να γνωρίζουμε τα εξής:

Πρώτον: Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, κ. Αντωνακόπουλος, προτείνει, σε πακέτο μέτρων, την αύξηση του αφορολόγητου ορίου στα 5.000.000 δραχμές. Τη λογική (κίνητρα και στόχους) της κατεύθυνσης της φορολογίας σε συνθήκες απελευθέρωσης των αγορών, ως απαλλαγής του κράτους από το μεγαλύτερο μέρος της άμεσης επιχειρηματικής δραστηριότητας, την είχε αναπτύξει στην Ελλάδα ο καθαρόαιμος νεοφιλελεύθερος Α. Ανδριανόπουλος σε βιβλίο του.

Η λογική αυτή διέπει τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση στις ΗΠΑ, γι' αυτό και έχει προβληθεί το «ευέλικτο», εύχρηστο φορολογικό της σύστημα.

Δεύτερον: Τον ταξικό χαρακτήρα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου τον αποδεικνύει η όλη επιχειρηματολογία για την ανάγκη μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις ανώτατες κλίμακες του φόρου εισοδήματος και στις επιχειρήσεις, δηλαδή κατά το πρότυπο των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων σε άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Στη Γερμανία μειώθηκε ο συντελεστής φόρου επιχειρηματικών κερδών από 40% σε 25%. Συμπεριλαμβανομένων και άλλων επιχειρηματικών φόρων, ο συνολικός συντελεστής επί επιχειρήσεων μειώνεται περίπου κατά 38%. Σταδιακές μειώσεις προβλέφτηκαν και για τον ανώτατο συντελεστή φόρου εισοδήματος. Στην ίδια κατεύθυνση, ελάφρυνση της φορολογίας μεγάλων εισοδημάτων και επιχειρηματικών κερδών, μαζί με ορισμένες μειώσεις μικρών εισοδημάτων, κινήθηκαν η Γαλλία και η Ιρλανδία, κινούνται κι άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Αλλά και οι διάφορες φυσικές Ενώσεις των καπιταλιστών προβάλλουν και τα δικά τους ιδιαίτερα αιτήματα. Πχ η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών ζητά τη μείωση διάφορων τελών στην ποντοπόρο ναυτιλία, την επιδότηση μέρους ασφαλιστικών εισφορών (που θεωρείται έμμεση φοροαπαλλαγή). Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) έχει τα δικά του αιτήματα, που αφορούν τέλη και υπέρ τρίτων φόρους.

Τρίτον: Εχουν δει το φως της δημοσιότητας μελέτες που θεωρούν βαριά και τελικά ανώφελη για τα δημόσια έσοδα την άμεση φορολόγηση πολύ χαμηλών εισοδημάτων. Ενας ορισμένος υπολογισμός φέρει τον κρατικό προϋπολογισμό να χρεώνεται ετησίως με το ποσό των, περίπου, 200 δισ. δραχμών για την αντιμετώπιση δαπανών σχετικών με τις αμοιβές του προσωπικού, την αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού, τα μισθώματα των ακινήτων που στεγάζουν τις κεντρικές υπηρεσίες και τις Εφορίες, την εκτύπωση και ταχυδρόμηση των εντύπων, τα αναλώσιμα υλικά κλπ («Επενδυτής», 30/7/2000).

Ετσι, λοιπόν, δεν είναι να απορεί κάποιος γιατί ο ΣΕΒ προτείνει αύξηση του αφορολόγητου στα 5.000.000 δραχμές, φυσικά διεκδικώντας ταυτόχρονα τη μερίδα του λέοντος από τις μειώσεις των ανώτατων κλιμακίων φορολόγησης εισοδημάτων και επιχειρήσεων. Την ίδια λογική εξυπηρετεί και η προετοιμαζόμενη ρύθμιση για τιμαριθμική αναπροσαρμογή των κλιμάκων κατά 5% ανά διετία και η άνοδος του αφορολόγητου μισθωτών σε 2.500.000 δρχ.

Τέταρτον: Μεγάλο μέρος των συζητούμενων προσαρμογών έρχονται ως αναγκαιότητα για μια ορισμένη κρατική παρέμβαση προς την κατεύθυνση της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου:

α) Με την εισαγωγή φορολογικών κινήτρων για τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων (π.χ. επενδύσεις για τις συγχωνεύσεις τεχνικών εταιριών, ώστε να παίξουν ένα ρόλο στα έργα του Γ΄ ΚΠΣ, της Ολυμπιάδας 2004, αλλά και σε έργα υποδομών στα Βαλκάνια).

β) Με ορισμένες υποτυπώδεις προσαρμογές που στοχεύουν τουλάχιστον να μην περιοριστεί εκ νέου η ζήτηση σε αγορές, όπως αυτή των ακινήτων. Για παράδειγμα, για την αγορά οικοπέδου προς ανέγερση πρώτης κατοικίας από τις οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, η επικείμενη προσαύξηση, του κατά τέκνο αφορολογήτου ποσού, ανέρχεται απο 1.955.000 δραχμές σε 3.000.000 δραχμές. Το ίδιο, η προσαύξηση αφορολογήτου κατά τέκνο ποσού, για την αγορά κατοικίας, από οικογένειες με τρία παιδιά και πάνω (από 5,75 εκατ. δρχ. σε 10 εκατομμύρια δρχ.). Οι προσαρμογές του εμβαδού της κατοικίας της οποίας το τεκμαρτό εισόδημα απαλλάσσεται από το φόρο. Πρόκειται για ρυθμίσεις που γίνονται σε συνθήκες αύξησης των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων από 1.1.2001 και άνοιγμα της αγοράς αστικών ακινήτων (Real-estate). Είναι προσαρμογές που ούτε στο ελάχιστο αντισταθμίζουν τις αυξήσεις στην αγορά ακινήτων.

Στην ίδια λογική κινούνται ενδεχόμενες αυξήσεις αφορολόγητων ορίων σε άλλες κατηγορίες φόρων (πχ φορολογία μεταβίβασης ακινήτων σε νέους αγρότες, φορολογία κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών για τους αγρότες, ανώτατα όρια στη φορολογία των γεωργικών απαλλαγών μεταβίβασης ακινήτων για τους αγρότες).

Πέμπτον: Εχει εκτιμηθεί ότι οι φόροι υπέρ τρίτων (πλέγμα φόρων, δασμών, εισφορών και δικαιωμάτων που θεσπίστηκε κυρίως κατά τις δεκαετίες 1920-'30, υπέρ διαφόρων εποπτευόμενων φορέων) δεν είναι πλέον αποτελεσματικοί ή και αναγκαίοι. Εχουν καταγραφεί ελλείψεις του όλου συστήματός τους ως προς τον υπολογισμό τους στον κρατικό προϋπολογισμό, την απόδοσή τους, το γραφειοκρατικό και πολυδαίδαλο είσπραξής τους κλπ.

Εκτον: Το ότι δεν πρόκειται για αλλαγές που βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων, μπορούμε να το διαπιστώσουμε βλέποντας και τις αυξήσεις των τιμών στις διαβόητες απελευθερωμένες αγορές ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, κλπ. Πρόσφατες είναι οι αυξήσεις, 3% στη ΔΕΗ, 28,6% στην αστική τηλεφωνία, 12% στα εισητήρια του ΟΣΕ κλπ.

Τέλος, το σύνολο των συζητούμενων ρυθμίσεων, η κυβέρνηση θα το προωθεί μάλλον σταδιακά, ολοκληρώνοντάς το προς το τέλος της θητείας της.

Αμεσα, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού για το 2001, θα ενσωματώσει τις προεκλογικές εξαγγελίες της για τους αγρότες, τους χαμηλοσυνταξιούχους και πολύτεκνους, θα μειώσει το συντελεστή φορολογίας των κερδών των τραπεζών και των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ανωνύμων εταιριών, θα καταργήσει τον Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ).

Να μην παραπλανηθούν οι εργατικές δυνάμεις

Αλλαγές όπως οι προαναφερόμενες, η κατάργηση των τεκμηρίων για τα αυτοκίνητα μέχρι 1.400 κυβικά εκατοστά και των πιστωτικών καρτών, η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα της δαπάνης για αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και συνδρομής στο INTERNET, η κατάργηση του ΕΦΤΕ, καθώς και η ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων εισοδήματος και η κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής φορολογικών δηλώσεων από τους χαμηλοσυνταξιούχους, δεν ανατρέπουν την πορεία επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων. Γι' αυτό δεν πρέπει να λειτουργήσουν ως «στάχτη στα μάτια» των εργαζομένων, για την ενσωμάτωσή τους στις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις.

Τα ταξικά σωματεία, οι ταξικές δυνάμεις σε κάθε κλάδο και μεγάλο χώρο δουλιάς έχουν την υποχρέωση να αποκαλύψουν τον πραγματικό χαρακτήρα των αλλαγών, τις αντιλαϊκές επιδιώξεις κυβέρνησης και ολιγαρχίας. Να εμπνεύσουν και να προσανατολίσουν την εργατική δύναμη σε μαχητικούς, ταξικούς αγώνες.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ