Κυριακή 1 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΝΕΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Προσχηματικά «δημόσιο»

Σαν «μοντέλο» ιδιωτικοποιημένης λειτουργίας των κρατικών μουσείων αντιμετωπίζεται το Μουσείο Ακρόπολης από το σχετικό νομοσχέδιο με το οποίο επέρχεται ο τυπικός και ουσιαστικός διαχωρισμός του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία

Από περσινή διαμαρτυρία συμβασιούχων του ΥΠΠΟ στην Ακρόπολη: Το νομοσχέδιο προβλέπει επέκταση της εργασιακής ομηρίας και στο νέο Μουσείο Ακρόπολης

ICON

Από περσινή διαμαρτυρία συμβασιούχων του ΥΠΠΟ στην Ακρόπολη: Το νομοσχέδιο προβλέπει επέκταση της εργασιακής ομηρίας και στο νέο Μουσείο Ακρόπολης
Η παρουσίαση (22/5) από τον υπουργό Πολιτισμού, Μ. Λιάπη, του νομοσχεδίου για τη νομική «ίδρυση» του νέου Μουσείου Ακρόπολης με τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, επιβεβαίωσε τη συνέχεια και συνέπεια της αντιδραστικής πολιτιστικής πολιτικής των κυβερνήσεων των αστικών κομμάτων, η οποία ουσιαστικά ταυτίζεται τουλάχιστον κατά την τελευταία 15ετία.

Οπως είπε και ο υπουργός, είναι η πρώτη φορά που κρατικό μουσείο στην Ελλάδα φέρει τέτοια διοικητική δομή και μάλιστα το χαρακτήρισε ως «δομικό κομμάτι της στρατηγικής της Πολιτείας για τον πολιτισμό». Εμείς θα προσθέταμε ότι αυτή είναι η πρώτη φορά για ένα νέο μουσείο, αφού ήδη επί υπουργίας Ε. Βενιζέλου και μέσω του Οργανισμού του υπουργείου Πολιτισμού του 2003, σημαντικά μουσεία της χώρας αποκόπηκαν και αυτονομήθηκαν από τις «μητρικές» Εφορίες Αρχαιοτήτων.

Οπως είχε γράψει από τότε ο «Ρ», αυτή η αυτονόμηση από το βασικό «κορμό» της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και μάλιστα με την ίδια ρητορική περί «ευελιξίας» είναι ένα ακόμη μέτρο για να βάλει το κεφάλαιο ακόμη πιο «μακρύ» χέρι στην πολιτιστική κληρονομιά, ξεκινώντας από τα οικονομικά «φιλέτα» της, δηλαδή τα μεγάλα μουσεία. Το ίδιο είχε εφαρμόσει το ΠΑΣΟΚ και για μια σειρά ακόμη υπηρεσίες του ΥΠΠΟ οι οποίες, αν και τυπικά δημόσιες, ωστόσο λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομική φιλοσοφία. Επιβεβαιώνοντας έτσι και το χαρακτήρα του αστικού κράτους ως δομής που υπηρετεί το κεφάλαιο, διαστρεβλώνοντας ταυτόχρονα την έννοια του «δημοσίου συμφέροντος». Η ΝΔ και με το νομοσχέδιο αυτό «πατά» στο δρόμο που «έστρωσε» το ΠΑΣΟΚ και τα δύο κόμματα μαζί εφαρμόζουν τελικά το στρατηγικό στόχο της ΕΕ για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού.

Μεταφέροντας τις αρχαιότητες από το παλιό στο νέο Μουσείο Ακρόπολης

Eurokinissi

Μεταφέροντας τις αρχαιότητες από το παλιό στο νέο Μουσείο Ακρόπολης
Αυτή τη συνέχεια και συνέπεια της αντιδραστικής πολιτικής δεν την απέκρυψε ο υπουργός, αντίθετα τη χρησιμοποίησε στην επιχειρηματολογία του: «Να σας πω ενδεικτικά ότι ακόμα και στη Γαλλία, τη χώρα που έχει έναν από τους ισχυρότερους δημόσιους τομείς, τα μεγάλα μουσεία έχουν αυτονομία, ήδη από τη δεκαετία του 90. Αναφέρομαι σε μουσεία όπως το Λούβρο, το Musιe d' Orsay, το μουσείο των Βερσαλλιών, το Κλινί κλπ. Είναι μια ανάγκη που είχε ήδη αναγνωριστεί, από τη σύσταση μεγάλων μουσείων της χώρας μας με τη δημιουργία Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών, τόσο από τον οργανισμό του 2003 αλλά και τους παλαιότερους οργανισμούς».

«Ευελιξία» ίσον «αγορά»

Αραγε, είναι «κακή» μια νομική μορφή «Δημοσίου Δικαίου»; Μια πρώτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα... είναι μια άλλη ερώτηση: Για ποιο λόγο το κράτος να επιδιώκει διοικητική και οικονομική «αυτοτέλεια» στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς; «Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές ότι δημόσιο μουσείο δεν είναι μόνο το μουσείο που αποτελεί κρατική υπηρεσία με τη στενή έννοια. Δημόσιο παραμένει και το υπό σύσταση νομικό πρόσωπο του Μουσείου της Ακρόπολης. Αλλά με ευελιξία, με αποτελεσματικότητα», είπε ο υπουργός. Ποιος «εμποδίζει» την «αποτελεσματικότητα»; Η «γραφειοκρατία» και οι «δημοσιονομικές αγκυλώσεις». Τι απάντηση έχει δώσει η αστική πολιτική (σοσιαλδημοκρατικής ή νεοφιλελεύθερης «κοπής», αδιάφορο) σε αυτά τα εμπόδια; Την «αγορά». Με όρους «αγοράς» λειτουργούν ή επιδιώκουν να λειτουργήσουν ουσιαστικά τα «νομικά πρόσωπα» του ΥΠΠΟ γι' αυτό και θεσμοθετήθηκε και η «πολιτιστική χορηγία», στην οποία η κυβέρνηση προσανατολίζει το σύνολο των κρατικών ή εποπτευόμενων πολιτιστικών φορέων.

Ενα από τα νεοκλασικά που «εμποδίζουν» το μουσείο να «ανασάνει» και θα κατεδαφιστούν
Ενα από τα νεοκλασικά που «εμποδίζουν» το μουσείο να «ανασάνει» και θα κατεδαφιστούν
Ως προς αυτό, έχει απόλυτο δίκιο ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων όταν, σε ανακοίνωσή του για το νομοσχέδιο, διαχωρίζει την έννοια του δημόσιου μουσείου από το ΝΠΔΔ, κάτι που και ο ίδιος ο υπουργός ουσιαστικά επιβεβαίωσε στη συνέντευξη με μια «ανάλυση» της νομικής μορφής που επιλέχθηκε, σύμφωνα με την οποία «η νομική του μορφή του επιτρέπει να διατηρήσει τις αναγκαίες αποστάσεις ασφαλείας τόσο από τον ιδιωτικό τομέα όσο και από το παραδοσιακό δημόσιο (...) Απελευθερώνει, στο μέτρο του δυνατού, το μουσείο από γραφειοκρατικές και δημοσιονομικές αγκυλώσεις». Το ΝΠΔΔ βρίσκεται, λοιπόν, κάπου στη «μέση» μεταξύ κράτους και ιδιωτικού τομέα. Αφησε να εννοηθεί μάλιστα ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμη έτοιμη για «κρατικά» μουσεία με τη μορφή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου.

Αυτή η ρητορική επιχειρεί να αποκρύψει ότι από το Μάαστριχτ και ακόμη πιο συγκεκριμένα από τη Λισαβόνα, ο πολιτισμός εκλαμβάνεται από την ΕΕ ως ένα ακόμη μετρήσιμο μέγεθος της εν δυνάμει αύξησης της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Κάθε δημόσιος έλεγχος που είχε κατακτηθεί και επιβληθεί από το λαϊκό κίνημα στον τομέα του πολιτισμού - και ως ένα βαθμό έφτασε ακόμη και να θεσμοθετηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. στον πρώτο νόμο για τον κινηματογράφο - σήμερα, και σε συνδυασμό με την πρόσκαιρη νίκη της αντεπανάστασης και την υποχώρηση του κινήματος, αποτελεί απλώς ένα «ενοχλητικό εμπόδιο». Αλλωστε, δεν είναι η «γραφειοκρατία» που έχει επιβάλει το καθεστώς της εργασιακής ομηρίας με τις «στρατιές» των συμβασιούχων στο ΥΠΠΟ. Δεν είναι οι «δημοσιονομικές αγκυλώσεις» που αφήνουν απλήρωτους τους εργαζόμενους. Επιπλέον, τα ξένα μουσεία που έφερε ως παράδειγμα ο υπουργός, όπως σημειώνει και ο ΣΕΑ, «είναι σήμερα ιδιωτικοί οργανισμοί με στόχο το κέρδος». Και αυτό ουσιαστικά εννοείται με την υπουργική φράση «ένα δημόσιο σύγχρονο μουσείο που θα παραμένει συνδεδεμένο με το κράτος όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλά όχι ασφυκτικά δεμένο σε αυτό».

«Ρηξικέλευθη»... εργασιακή ομηρία

Αφού χτίστηκε πάνω σε αρχαιολογικό χώρο εξαφανίζοντας ταυτόχρονα έναν ακόμη ελεύθερο χώρο, το νέο Μουσείο Ακρόπολης αναλαμβάνει και το ρόλο του «πολιορκητικού κριού» στον κοινωνικό ρόλο των μουσείων προς όφελος του λαού

Eurokinissi

Αφού χτίστηκε πάνω σε αρχαιολογικό χώρο εξαφανίζοντας ταυτόχρονα έναν ακόμη ελεύθερο χώρο, το νέο Μουσείο Ακρόπολης αναλαμβάνει και το ρόλο του «πολιορκητικού κριού» στον κοινωνικό ρόλο των μουσείων προς όφελος του λαού
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, το Μουσείο Ακρόπολης στοχεύει στην προβολή, διαφύλαξη, έκθεση και ανάδειξη των κινητών μνημείων της Ακρόπολης, και των αρχιτεκτονικών γλυπτών των κτιρίων της, καθώς και της φύλαξης και των μελλοντικών ευρημάτων στον Αρχαιολογικό Χώρο. Για την επίτευξη όλων αυτών προβλέπονται στο ν/σ σειρά μουσειακών δραστηριοτήτων, από εργαστήρια και εκπαιδευτικά προγράμματα, μέχρι περιοδικές εκθέσεις και διοργάνωση συνεδρίων. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο το νομοσχέδιο προβλέπει επιπλέον ότι ο σκοπός του Μουσείου «εκπληρώνεται» και με «την πρόσληψη και απασχόληση με κάθε επιτρεπόμενη σχέση εργασίας κατάλληλου προσωπικού αναλόγων προσόντων»! Δηλαδή, αυτό το «ρηξικέλευθο» - κατά τον υπουργό - μουσείο, θα διατηρήσει και θα επεκτείνει την καθόλου «ρηξικέλευθη» εργασιακή ομηρία στο ΥΠΠΟ!

Η αγοραία αντίληψη της λειτουργίας του Μουσείου προκύπτει και από τους οικονομικούς πόρους του. Καταρχήν, προβλέπεται μέρος των εσόδων από τα εισιτήρια με ένα άλλο ποσοστό να πηγαίνει στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Αυτό καταρχήν σημαίνει λιγότερα έσοδα για την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο σύνολό της, ενώ, ταυτόχρονα σημαίνει ότι το διορισμένο από τον υπουργό ΔΣ, προφανώς θα αναπροσαρμόζει την τιμή του εισιτηρίου πάντα στο πλαίσιο της οικονομικής «αυτοτέλειας». Αυτή η «ευελιξία» δε «διασκεδάζεται» από την πρόβλεψη ότι «με Απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού μπορεί να καθορίζεται ποσοστό επί των εσόδων του Μουσείου υπέρ ΤΑΠΑ». Αντίθετα, όπως σημειώνει ο ΣΕΑ, η απόσπαση από το ΤΑΠ ενός πολύ σημαντικού εσόδου «θα δημιουργήσει πολύ μεγάλο πρόβλημα στο έργο της προστασίας των υπόλοιπων μικρότερων Μουσείων και αρχαιολογικών χώρων της χώρας και θα δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την ήδη προβληματική διαδικασία των απαλλοτριώσεων εις βάρος τόσο των μνημείων όσο και των πολιτών».

Αυτό αφορά και στα έσοδα από «εκθέσεις, εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, εκδόσεις, προβολή και εκμετάλλευση οπτικοακουστικού υλικού με χρήση συμβατικών ή και τεχνολογικά προηγμένων εφαρμογών (όπως το διαδίκτυο)», ενώ προβλέπονται ακόμη και «πωλήσεις και ανταλλαγές έργων τέχνης που γίνονται με τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις του νόμου»! Τρίτος και «καταϊδρωμένος» πόρος είναι «οι επιχορηγήσεις για τις λειτουργικές ανάγκες του Μουσείου από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Πολιτισμού». Ακολουθούν «οι κοινοτικές και εθνικές επιχορηγήσεις και τα ειδικά κοινοτικά προγράμματα», «δωρεές, χορηγίες» κλπ. και «έσοδα από τη διαχείριση δικαιωμάτων των μνημείων που εκτίθενται στο Μουσείο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό». Το ΔΣ θα αποφασίζει για όλα: Προμήθειες, συμβάσεις, δαπάνες, διάθεση των πόρων, «υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού». Φυσικά, προβλέπεται και η σύσταση «αυτοτελών Γραφείων» μεταξύ αυτών και «Γραφείο Συνδρομών, Χορηγιών και Δωρεών».

Μετά από όλα αυτά, η «διαβεβαίωση» του υπουργού ότι στο μουσείο «ανατίθεται η διαχείριση των αρχαιοτήτων, όχι όμως και η ιδιοκτησία τους, η οποία παραμένει στο κράτος» έχει μάλλον «συμβολική» σημασία.

Τι σημαίνει ο διαχωρισμός Μουσείου - Αρχαιολογικού Χώρου

Η αποκοπή ενός μουσείου από μια Εφορεία Αρχαιοτήτων είναι κάτι παραπάνω από ένα διοικητικό μέτρο. Αντανακλά, όπως σημειώθηκε παραπάνω, το βασικό προσανατολισμό για «απελευθέρωση» των μουσείων από τον πραγματικό δημόσιο έλεγχο, στο βαθμό βέβαια που η ίδια η Αρχαιολογική Υπηρεσία παραμένει δημόσια, κάτι για το οποίο δε βάζουμε και το «χέρι στη φωτιά» για το μέλλον.

Προς το παρόν, πάντως, όπως σημειώνουν οι αρχαιολόγοι, τα ελληνικά μουσεία «υποστηρίζονται από τα ανεξάντλητα και συνεχώς ανανεούμενα αποθέματα ευρημάτων που εξασφαλίζουν κυρίως οι πολυάριθμες σωστικές ανασκαφές, γεγονός που ισχύει κατ' εξοχήν για τα Μουσεία των μεγάλων πόλεων» (Αρχαιολογικό και Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικά Μουσεία Πάτρας, Ηρακλείου κ.ά.). «Τα παραπάνω ισχύουν κατ' εξοχήν για το μουσείο της Ακροπόλεως το οποίο δε νοείται να λειτουργεί ξεκομμένο από τον αρχαιολογικό χώρο», αφού «μουσείο είναι ολόκληρος ο χώρος με τα κινητά ευρήματα και τα ακίνητα μνημεία του, που αποτελεί ένα ενιαίο ιστορικό και πολιτισμικό σύνολο». Ετσι, η «διοικητική απόσχιση της συλλογής των κινητών από τα ακίνητα μνημεία ενός συνόλου και η δημιουργία δύο απόλυτα διακριτών, λειτουργικά και νομικά διαφοροποιημένων, διαχειριστικών μονάδων: του ΝΠΔΔ "Μουσείου" αφ' ενός και του υπαγόμενου στην εφορεία αρχαιοτήτων "Αρχαιολογικού Χώρου" αφ' ετέρου, που προτείνεται να εφαρμοστεί, διασπά το ενιαίο και οργανικό σύνολο των μνημείων ενός τόπου και αποτελεί άστοχο και άκριτο ιδεολογικό αναχρονισμό».

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτό τον «αναχρονισμό» είναι εύλογα, όπως: «Ποιος και πώς (σ.σ. ΔΣ του Μουσείου ή Εφορεία) θα διαχειρίζεται τα νέα ευρήματα που θα προκύπτουν στο μέλλον (θα κατασκευαστούν νέες αποθήκες, εργαστήρια συντήρησης και λοιποί βοηθητικοί χώροι για τα ευρήματα των σωστικών και λοιπών ανασκαφών των εφορειών στους χώρους που φυσικά εξακολουθούν να είναι ενεργοί;). Ποιος θα αποφασίζει πότε και ποια νέα ευρήματα θα εκτεθούν; Ποιος θα οργανώνει και θα έχει την ευθύνη της παρουσίασης του συνόλου (κινητών και ακινήτων) στο κοινό; Πώς θα αντιμετωπιστεί η αύξηση των δαπανών που αυτό το σχήμα συνεπάγεται και γιατί, αντί αυτά τα χρήματα να διατεθούν για την αναβάθμιση των υποδομών και των υπηρεσιών που προσφέρονται τώρα στους επισκέπτες, θα διατεθούν για τη δημιουργία προβληματικών διοικητικών σχημάτων;».

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη αντίδραση του ΠΑΣΟΚ στο νομοσχέδιο είναι άκρως αποκαλυπτική για τη δυσκολία του να αποκρύψει την ταύτισή του με την πολιτική της ΝΔ. «Ασφαλώς, η Ελλάδα περιμένει πολλά από το νέο Μουσείο της Ακρόπολης», αναφέρει μεταξύ άλλων η δήλωση της Μ. Δαμανάκη, ξεκαθαρίζοντας ότι το θέμα για το ΠΑΣΟΚ «δεν επικεντρώνεται στο αν το Μουσείο θα αποτελεί Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία ή ΝΠΔΔ», αφού «η διοικητική αυτοτέλεια είναι ζητούμενο». Αναγκαστικά, λοιπόν, περιορίζεται στη γνωστή διαχειριστική «κριτική» περί «υπουργοκεντρικού» νομοσχεδίου.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ