Κάθισε να ξαποστάσει θλιμμένος και απόκοσμος, μοναδικό του κέρδος για κείνη τη μέρα, αυτό που κατάφερε να αποκτήσει. Ηταν ένα σάντουιτς. Θες - κι όπως θέλεις πάρτο - για πρωινό; για μεσημέρι; για βράδυ; Ενα σάντουιτς. Αυτό ήταν ο κόπος και το κέρδος του.
Ηταν ένα χαριτωμένο πεκινουά, ένα μικρό σκυλάκι που μόλις ξέφυγε από την επιτήρηση της αρχοντικής κυράς του και λιμπίστηκε το ξεροκόμματο που με τόση ευχαρίστηση και βουλιμία έτρωγε ο φίλος μας...! Εκείνος του ανταπέδωσε τη ματιά κι ένα τρυφερό χάδι στη μουσούδα. Υστερα - και χωρίς να το πολυσκεφτεί - έκοψε ένα ικανό κομμάτι με το κεντρικό περιεχόμενο του σάντουιτς και το πρόσφερε στον περιστασιακό φίλο του, μένοντας ο ίδιος νηστικός. Ο σκυλάκος το πήρε με μεγάλη ευχαρίστηση, κουνώντας επιδεικτικά την ουρά του, ώσπου έσπευσε ανήσυχη η αρχοντική κυρία και περιμάζωξε τον ατακτήσαντα σκύλο της, μαλώνοντάς τον και μην επιτρέποντάς του τις κακές συναναστροφές.
Ποιος είπε πως χάθηκε; Πως δεν υπάρχει Ανθρωπιά; Δε χτύπησε πόρτες σε φτωχούς κι απόκληρους. Δε μοιράστηκε τη γόπα του τσιγάρου, τον πόνο και τη στέρηση. Δεν ένιωσε, δεν κατάλαβε, δεν έζησε, δεν προβληματίστηκε.
Αρκεί να πιστεύεις σε κάποιες αξίες που δεν παλιώνουνε ποτέ...! Η ανθρωπιά υπάρχει στις ψυχές των καθημερινών απλών ανθρώπων..!