Πέμπτη 12 Μάρτη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Θεατρικό

Το σκηνικό ήταν στο καθιστικό μιας συνηθισμένης οικογένειας. Η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την οικονομία, την ακρίβεια, την ανεργία, τις χαμηλές συντάξεις. Οι τόνοι ανέβαιναν και κατέβαιναν, κάποτε ακούγονταν εξοργισμένοι και κάποτε βαριεστημένοι, λες και απηχούσαν μια επανάληψη χωρίς να ακούγεται κάποια καινούρια ιδέα, σκέψη, προοπτική. Τα λεφτά είναι λίγα, τα λεφτά δε φτάνουν, τα λεφτά τα έχουν άλλοι, τα λεφτά δε χάνονται, τα λεφτά... Πώς γίναμε έτσι; Πάντα έτσι ήμασταν. Η εξουσία εναλλάσσεται χωρίς παραλλαγές, και τέτοια.

Το πιο μικρό μέλος της οικογένειας σηκώνεται από το πάτωμα που έπαιζε με τα αυτοκινητάκια του, χάνεται για λίγα λεπτά, κανένας δε ρωτάει πού πήγε το παιδί, αφού η πόρτα του διαμερίσματος δεν είχε ανοίξει και συνεχίζουν την κουβέντα τους γύρω από τα λεφτά, σε ευρώ, σε δολάρια, σε ομόλογα και τα παρόμοια. Υστερα από λίγο εμφανίζεται ο μικρός κρατώντας στα χέρια του κομμένες σε σχήμα χαρτονομισμάτων σελίδες από τα παιδικά του βιβλία. Τι έκανες εκεί; τον ρωτάει η μητέρα του. Λεφτά, είπε το παιδί και τα σκόρπισε πάνω τους. Οι άλλοι βρέθηκαν σε αμηχανία. Δεν ήξεραν να γελάσουν ή να μαλώσουν το παιδί που νόμιζε ότι τα λεφτά είναι κομμένα χαρτιά.

Μια νέα κοπέλα είπε ότι στα ΤΕΙ κάποιος σπουδαστής είχε ρωτήσει έναν καθηγητή, αν μπορούσε ένα κράτος να κόψει καινούρια χαρτονομίσματα και να ορίσει μια ημερομηνία μέχρι την οποία θα έπρεπε να ανταλλάξουν στις τράπεζες τα υπάρχοντα λεφτά, ευρώ ή δολάρια, στο νεόκοπο χρήμα. Οπότε θα έβγαιναν στη φορά τα κρυμμένα λεφτά. Στην τάξη όλοι είχαν γυρίσει και τον είχαν κοιτάξει, ακόμα και ο καθηγητής. Αυτά δε γίνονται, είπε κάποιος. Γιατί τι είναι αυτά, ιερά; ρώτησε ένας άλλος, όμως δεν πήρε απάντηση.

Η γιαγιά που δεν είχε μιλήσει καθόλου μέχρι εκείνη τη στιγμή, σηκώθηκε από την κουνιστή καρέκλα της και πήγε στο δωμάτιό της. Κανένας δεν τη ρώτησε πού πήγαινε. Ηταν όλοι ανεξάρτητοι. Η γιαγιά γύρισε ύστερα από λίγο, κρατώντας, σαν μωρό, μια μακριά μάλλινη κάλτσα. Εγινε μια σιωπή και τότε η γιαγιά είπε: Αυτό το κληρονόμησα από τη μητέρα μου. Οταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι δεν κατέθεταν τα λεφτά τους στην τράπεζα, τα έκαναν κομπόδεμα. Η μητέρα μου, όταν έκοψαν τα χαρτονομίσματα που ούτε σε εκατομμύρια δεν είχαν καμία αξία, μάζεψε όλα τα λεφτά και τα έβαλε σε αυτή την κάλτσα. Νόμιζε πως όταν θα έφευγαν οι κατακτητές και είχαμε πάλι δική μας κυβέρνηση, αυτά τα λεφτά θα είχαν και πάλι πέραση. Την κάλτσα τη φύλαξα σαν ενθύμιο.

Και τι θέλεις να πεις τώρα, δηλαδή; Τα λεφτά υπάρχουν, αλλά βρίσκονται σε μπαούλα, σε κασέλες, σε κρύπτες. Αν δε συμφωνείς, πες μου εσύ πού βρίσκονται; Τι είναι τα λεφτά; Κότες με πόδια που βγήκαν για να βρουν σπόρους στις ακαθαρσίες και έχασαν το δρόμο; Και πάλι δεν ήξεραν αν έπρεπε να γελάσουν. Τίποτε δεν είναι, έσπασε κάποιος τη σιωπή. Θέατρο είναι. Χειροκρότησαν όλοι.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ