Κυριακή 28 Ιούνη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΓΛΥΠΤΑ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
«Εθνικός στόχος» ή αντικείμενο διαπραγμάτευσης;

Οταν οι «λεονταρισμοί» των ελληνικών κυβερνήσεων ακούγονται... σαν «νιαουρίσματα»

Το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα αναζωπυρώθηκε, με αφορμή τα εγκαίνια του νέου Μουσείου Ακρόπολης. Η πρόσφατη «πρόταση» της διευθύντριας Επικοινωνίας του Βρετανικού Μουσείου, Χάνα Μπόλτον για τρίμηνο δανεισμό των Γλυπτών στην Ελλάδα μόνο στην περίπτωση αναγνώρισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους (σ.σ. που γρήγορα «μαζεύτηκε» πίσω), αντιμετωπίστηκε αρνητικά εκ μέρους του υπουργού Πολιτισμού, Α. Σαμαρά, «γιατί η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με τη νομιμοποίηση της υφαρπαγής των γλυπτών και τον τεμαχισμό του μνημείου πριν από 207 χρόνια».

Αυτό το «όχι» δεν ήταν και τόσο «ηρωικό» όσο εμφανίστηκε από τα ΜΜΕ. Διότι ο υπουργός έσπευσε να προσθέσει πως «αντίθετα, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις ώστε, μέσα από προγράμματα δανεισμού αρχαιοτήτων, να καλυφθεί το κενό που θα αφήσει στο Βρετανικό Μουσείο η οριστική επιστροφή των γλυπτών στο χώρο που ανήκουν». Είναι προφανές ότι αυτά τα «ανταλλάγματα» θα είναι, επίσης, μεγάλης και μοναδικής σημασίας και αξίας αρχαιότητες, ικανές να «πείσουν» τους Βρετανούς ότι ...δε θέλουμε να αδειάσουμε τις προθήκες τους. Το ΥΠΠΟ δηλώνει, λοιπόν, για πολλοστή φορά - ασχέτως κυβερνήσεων - ότι είναι «έτοιμο» να μετατρέψει σπουδαία αρχαιολογικά κειμήλια σε αντικείμενα προς διαπραγμάτευση. Ποιος όμως έχει δώσει το δικαίωμα στις κυβερνήσεις να διαχειρίζεται με τέτοιον τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά; Και μάλιστα με «συνομιλητή» τους κλεπταποδόχους της «υφαρπαγής των Γλυπτών»;

«Τα Μάρμαρα ανήκουν σε όλους»(;)

Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός εκλαμβάνει και την πολιτιστική κληρονομιά ως εμπόρευμα. Στην υπόθεση της επιστροφής αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους συγκρούονται πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Τα μεγάλα μουσεία ενδυναμώνουν το ρόλο τους στο πλαίσιο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού και το ζήτημα των επιστροφών περιπλέκεται όλο και περισσότερο. Στην πρόσφατη ανακοίνωσή του, με αφορμή τα εγκαίνια του νέου Μουσείου Ακρόπολης, το ΚΚΕ σημείωνε σχετικά: «Οσο οι ανάγκες της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μονοπωλίων του τουρισμού και της διασκέδασης θα εξακολουθούν να ρυθμίζουν την πολιτιστική πραγματικότητα και τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της ΕΕ, οι κινήσεις για τον επαναπατρισμό των μαρμάρων της Ζωφόρου του Παρθενώνα θα μένουν άκαρπες και οι σχετικές κυβερνητικές υποσχέσεις θα αποδεικνύονται ανέξοδοι λεονταρισμοί».


«Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ανήκουν σε όλους», υποστήριζε το δημοσίευμα του αμερικανικού περιοδικού «Newsweek» λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης. «Η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου, από το 1816 που τα Μάρμαρα περιήλθαν στη βρετανική κυβέρνηση, δεν έχει πάψει να υποστηρίζει ότι αυτά, σύμφωνα με το νόμο, ανήκουν στο μουσείο (...)», έγραφε το άρθρο. Στο ίδιο, ο υπουργός Πολιτισμού, Α. Σαμαράς δήλωσε: «Οι Βρετανοί έλεγαν: Δεν τα αξίζετε, δεν έχετε ένα μέρος να τα τοποθετήσετε. Τώρα έχουμε ένα από τα καλύτερα μουσεία που μπορεί να υπάρξουν».

Προσπερνάμε τα περί «καλύτερου μουσείου» που δεν είναι της παρούσης και πάμε στο «ζουμί» του δημοσιεύματος: «Ακόμη υπάρχει ελπίδα τα εναπομείναντα Μάρμαρα του Παρθενώνα να επανενωθούν τελικά, έστω και προσωρινά, καθώς η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου έχει δηλώσει ότι μελετά το ενδεχόμενο να δανείσει τα Μάρμαρα στην Αθήνα, με την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αναγνωρίσει την ιδιοκτησία του βρετανικού μουσείου επί των γλυπτών». Πάλι ο Α. Σαμαράς δηλώνει στο περιοδικό: «Οι θησαυροί αυτοί αποσπάστηκαν από την Ακρόπολη όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή».

Ωστόσο, η αρθρογράφος παραθέτει και την άποψη του James Cuno, διευθυντή του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο: «Ενα προηγούμενο επιστροφής των Μαρμάρων θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας για παρόμοιες απαιτήσεις», αναφέροντας ενδεικτικά τη Βασίλισσα Νεφερτίτη, που στεγάζεται στο Μουσείο Altes του Βερολίνου για έναν αιώνα σχεδόν». Η αρθρογράφος «προτείνει» μια «συμβιβαστική ιδέα: την επανένωση των Μαρμάρων στην Αθήνα για μια περίοδο και την επιστροφή τους έπειτα στην επιμελητεία του Βρετανικού Μουσείου, όπου μπορούν να ενταχθούν μέσα σε ένα πανόραμα των υψηλότερων επιτευγμάτων του ανθρωπίνου είδους»...


Ολα τα παραπάνω δεν είναι καινούργια «φαινόμενα». Το 2001, η βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» «πλασάρει» τα περί «ανταλλαγμάτων» προς το Βρετανικό Μουσείο σε περίπτωση «προσωρινού δανεισμού» των Γλυπτών στην Ελλάδα. Τα ανταλλάγματα θα αποτελούν σημαντικές ελληνικές αρχαιότητες, στις οποίες θα περιλαμβάνονται προτομές, γλυπτά και αμφορείς από την ίδια κλασική περίοδο με τα γλυπτά του Παρθενώνα. Σύμφωνα με την εφημερίδα, εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου δήλωσε ότι το μουσείο βρίσκεται σε διάλογο με τις ελληνικές αρχές για τον προσωρινό δανεισμό των γλυπτών του Παρθενώνα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλος, είχε δηλώσει στην «Γκάρντιαν»: «Δε μας ενδιαφέρει η νομική μορφή της συμφωνίας, το καθεστώς της ιδιοκτησίας δεν είναι σημαντικό για μας και ως θέμα αρχής δεν αποκλείουμε τίποτα από τις συζητήσεις»!

Το 2002 η ελληνική κυβέρνηση επανέρχεται «προθυμότερη» προς τους Βρετανούς. Ο Ε. Βενιζέλος, μετά τη συνάντησή του με τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Νιλ Μακ Γκρέγκορ, δήλωσε ότι η πρόταση της Ελλάδας για «μακροχρόνιο δανεισμό» με «ανταλλάγματα» και «αυτή η ευκαιρία να λειτουργήσει στην Αθήνα ένα είδος παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου σε συνεργασία με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε όλα τα ιστορικά και νομικά στερεότυπα και να βρούμε μια δυναμική πολιτιστική λύση στο πρόβλημα της ενοποίησης των γλυπτών του Παρθενώνα»! Οταν ο τότε υπουργός ρωτήθηκε ποια ήταν η απάντηση του Μακ Γκρέγκορ, η απάντηση ήταν: «Νομίζω ότι αυτό είναι μια προσέγγιση που σίγουρα απασχολεί κάθε καλόπιστο και μορφωμένο άνθρωπο»...


Το 2003, ο... «καλόπιστος» Μακ Γκρέγκορ στέλνει επιστολή του στους κυριακάτικούς «Τάιμς» στην οποία έγραφε, μεταξύ άλλων: «η ελληνική πλευρά έχει αναγνωρίσει ότι το Βρετανικό Μουσείο έχει νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας για τα γλυπτά και πλέον η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία»! Αναφερόμενος στις προτάσεις της Ελλάδας και της ΟΥΝΕΣΚΟ «για μετακίνηση όλων των γλυπτών στο νέο μουσείο Ακρόπολης», ο Μακ Γκρέγκορ απαντά ότι «οι έφοροι του μουσείου έχουν καταστήσει σαφές και ξεκάθαρο ότι δεν μπορούν να διαπραγματευτούν με αυτά τα αιτήματα». Και κατέληγε με ένα μάλλον εξωφρενικό διαχωρισμό: «Πιστεύουμε ότι η ανθρωπότητα έχει μεγαλύτερο όφελος από τη δυνατότητα να βλέπει και να γνωρίσει τα γλυπτά που έχουν επιβιώσει (περίπου τα μισά στην Αθήνα και τα υπόλοιπα μισά στο Λονδίνο) σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα - ως ένα μεγαλούργημα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Αθήνα και ως παγκόσμια κληρονομιά στο Λονδίνο»!

Ο ...«πρόθυμος» δικομματισμός

Τότε είχαμε κι άλλους «λεονταρισμούς» από ελληνικής πλευράς: «Η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του Βρετανικού Μουσείου επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα», απάντησε ο Ε. Βενιζέλος. Και αμέσως μετά: «Η ελληνική κυβέρνηση δε θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεση των Μαρμάρων στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο. Αυτό σύμφωνα με την πρότασή μας μπορεί να γίνει είτε με τη μορφή ενός μακροχρόνιου δανεισμού, είτε με τη μορφή ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου μέσα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Επιπλέον, η πρόταση προβλέπει ως αντιστάθμισμα τη διοργάνωση πολύ σημαντικών περιοδικών εκθέσεων με ελληνικές αρχαιότητες τόσο στο Βρετανικό Μουσείο όσο και σε άλλα περιφερειακά Μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου (...)».


Την ίδια χρονιά (2003), δημοσιοποιείται η συμφωνία που συνυπέγραψαν 18 από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου (Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου (σ.σ. βλ. πιο πάνω), Κρατικό Μουσείο Βαυαρίας, Κρατικό Μουσείο Βερολίνου, Μουσείο Τέχνης Κλίβελαντ, Μουσείο Γκέτι Λος Αντζελες (ΗΠΑ), Μουσείο Γκούγκενχάιμ Νέας Υόρκης, Μουσείο Τέχνης Λος Αντζελες, Λούβρο, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστόνης, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης, «Opificio delle Pietre Dure» Φλωρεντίας, Μουσείο Τέχνης Φιλαδέλφειας, Πράδο, Rijksmuseum Αμστερνταμ, Ερμιτάζ, Τίσεν Ισπανία, Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνεϊ), η ουσία της οποίας είναι η εξής: «Δε δίνουμε τίποτα, σε κανέναν»! Πολλά ακόμη μουσεία έσπευσαν να δηλώσουν την υποστήριξή τους σε αυτήν την κίνηση, χωρίς όμως να υπογράψουν. Μεταξύ αυτών ήταν και το Βρετανικό Μουσείο.

Στη συμφωνία τονιζόταν: «Πρέπει να αναλογιστούμε τις καταστροφικές συνέπειες της επιστροφής, συνέπειες που υπονομεύουν το χαρακτήρα και την προσφορά αυτών που ονομάζονται διεθνή μουσεία». Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου ήταν πιο σαφής: «Εάν όλες οι χώρες εφάρμοζαν την πολιτική αυτή και τα μουσεία έπρεπε να επιστρέψουν τις αρχαιότητες, θα υπονομευόταν η βασική φύση αυτών των συλλογών και όλοι μας θα γινόμασταν φτωχότεροι». Η ελληνική κυβέρνηση «έσπευσε» να «καθησυχάσει» τους Βρετανούς: «(...) δεν υπάρχει, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς, κανένα τέτοιο θέμα. Υπάρχουν άλλες χώρες που θέτουν παρόμοια ζητήματα, αλλά εμείς έχουμε εστιάσει την προσοχή μας εδώ και χρόνια στο ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης σημασίας και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους»!

Ετσι, απέναντι σε αυτήν την συμφωνία που ουσιαστικά έβαζε «ταφόπλακα» στις διεκδικήσεις κυρίως των μικρών και αδύναμων κρατών - ακόμη πιο συγκεκριμένα, των πρώην αποικιών των χωρών των μεγάλων μουσείων - η Ελλάδα εμφανίστηκε να δουλεύει... για «πάρτι» της. Πολύ περισσότερο που τα μουσεία ξεκαθάριζαν με την ανακοίνωση ότι τα έργα τέχνης που έχουν «βρεθεί» στα μουσεία από αιώνες μέχρι και δεκάδες χρόνια πριν, «αποκτήθηκαν κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές». Με λίγα λόγια: ό,τι κλέβεται σήμερα αποτελεί αντικείμενο λαθρεμπορίου. Ο,τι κλάπηκε πριν έναν αιώνα είναι «περασμένα - ξεχασμένα» για τα μουσεία!

Τότε ο «Ρ» σχολίαζε την εξέλιξη αυτή ως εξής και έχει σημασία και για σήμερα: «Αυτή η ανακοίνωση δεν "εγκαινιάζει" την εποχή της χρήσης της πολιτιστικής κληρονομιάς ως πολιτικό πλεονέκτημα. Αυτό έχει γίνει εδώ και καιρό. Δείχνει όμως την πρόθεση του ιμπεριαλισμού να διαλύσει και τις όποιες αυταπάτες υπάρχουν για το ποιος κάνει κουμάντο και στις "διαπολιτισμικές σχέσεις"».

Το 2006 (κυβέρνηση ΝΔ) το ΥΠΠΟ εμμένει στα «αντίδωρα» για την επιστροφή των Γλυπτών. Σε σχετική ερώτηση της αυστριακής τηλεόρασης, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Γ. Βουλγαράκης, ανέφερε: «Η αλήθεια είναι ότι έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα πολλοί τρόποι - νομικοί, ηθικοί, πολιτικοί - αλλά δυστυχώς χωρίς αποτελέσματα. Είμαι αποφασισμένος να λάβω σοβαρά υπόψη το θέμα της ανταπόδοσης. Δηλαδή, να ανταποκριθώ στο αίτημα δανεισμού αρχαιοτήτων και περιοδικών εκθέσεών τους σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού. Πρακτικά μιλάω για έργα τέχνης από τα οποία διαθέτουμε πλείστα. Η προσφορά δειγμάτων του πολιτιστικού παρελθόντος μας, θα είναι ο καλύτερος πρέσβης της χώρας μας στο εξωτερικό».

Το 2007 ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου δηλώνει στο πρακτορείο «Bloomberg»: «Δεν υπάρχει λόγος οποιοδήποτε από τα αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου να μην περάσει για τρεις ή έξι μήνες αλλού (...) Η απάντηση είναι "ναι". Η δυσκολία προς το παρόν, που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, επισήμως και προσφάτως, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι οι διαχειριστές του Μουσείου είναι οι κάτοχοι των μαρμάρων. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορούν οι διαχειριστές να τα δανείσουν»!

Από όλα τα παραπάνω είναι φανερό πως ο αστικός κοσμοπολιτισμός τύπου «προτάσεων» του «Newsweek» μόνο «αθώος» δεν είναι. Διότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ούτε το Αιγαίο «ανήκει στα ψάρια του», ούτε τα Γλυπτά του Παρθενώνα «ανήκουν σε όλους»...

* Οι φωτογραφίες είναι από τα ελληνικά εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ