Οταν οι «λεονταρισμοί» των ελληνικών κυβερνήσεων ακούγονται... σαν «νιαουρίσματα»
Αυτό το «όχι» δεν ήταν και τόσο «ηρωικό» όσο εμφανίστηκε από τα ΜΜΕ. Διότι ο υπουργός έσπευσε να προσθέσει πως «αντίθετα, είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις ώστε, μέσα από προγράμματα δανεισμού αρχαιοτήτων, να καλυφθεί το κενό που θα αφήσει στο Βρετανικό Μουσείο η οριστική επιστροφή των γλυπτών στο χώρο που ανήκουν». Είναι προφανές ότι αυτά τα «ανταλλάγματα» θα είναι, επίσης, μεγάλης και μοναδικής σημασίας και αξίας αρχαιότητες, ικανές να «πείσουν» τους Βρετανούς ότι ...δε θέλουμε να αδειάσουμε τις προθήκες τους. Το ΥΠΠΟ δηλώνει, λοιπόν, για πολλοστή φορά - ασχέτως κυβερνήσεων - ότι είναι «έτοιμο» να μετατρέψει σπουδαία αρχαιολογικά κειμήλια σε αντικείμενα προς διαπραγμάτευση. Ποιος όμως έχει δώσει το δικαίωμα στις κυβερνήσεις να διαχειρίζεται με τέτοιον τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά; Και μάλιστα με «συνομιλητή» τους κλεπταποδόχους της «υφαρπαγής των Γλυπτών»;
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός εκλαμβάνει και την πολιτιστική κληρονομιά ως εμπόρευμα. Στην υπόθεση της επιστροφής αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους συγκρούονται πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Τα μεγάλα μουσεία ενδυναμώνουν το ρόλο τους στο πλαίσιο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού και το ζήτημα των επιστροφών περιπλέκεται όλο και περισσότερο. Στην πρόσφατη ανακοίνωσή του, με αφορμή τα εγκαίνια του νέου Μουσείου Ακρόπολης, το ΚΚΕ σημείωνε σχετικά: «Οσο οι ανάγκες της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μονοπωλίων του τουρισμού και της διασκέδασης θα εξακολουθούν να ρυθμίζουν την πολιτιστική πραγματικότητα και τις σχέσεις μεταξύ των κρατών της ΕΕ, οι κινήσεις για τον επαναπατρισμό των μαρμάρων της Ζωφόρου του Παρθενώνα θα μένουν άκαρπες και οι σχετικές κυβερνητικές υποσχέσεις θα αποδεικνύονται ανέξοδοι λεονταρισμοί».
Προσπερνάμε τα περί «καλύτερου μουσείου» που δεν είναι της παρούσης και πάμε στο «ζουμί» του δημοσιεύματος: «Ακόμη υπάρχει ελπίδα τα εναπομείναντα Μάρμαρα του Παρθενώνα να επανενωθούν τελικά, έστω και προσωρινά, καθώς η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου έχει δηλώσει ότι μελετά το ενδεχόμενο να δανείσει τα Μάρμαρα στην Αθήνα, με την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αναγνωρίσει την ιδιοκτησία του βρετανικού μουσείου επί των γλυπτών». Πάλι ο Α. Σαμαράς δηλώνει στο περιοδικό: «Οι θησαυροί αυτοί αποσπάστηκαν από την Ακρόπολη όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή».
Ωστόσο, η αρθρογράφος παραθέτει και την άποψη του James Cuno, διευθυντή του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο: «Ενα προηγούμενο επιστροφής των Μαρμάρων θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας για παρόμοιες απαιτήσεις», αναφέροντας ενδεικτικά τη Βασίλισσα Νεφερτίτη, που στεγάζεται στο Μουσείο Altes του Βερολίνου για έναν αιώνα σχεδόν». Η αρθρογράφος «προτείνει» μια «συμβιβαστική ιδέα: την επανένωση των Μαρμάρων στην Αθήνα για μια περίοδο και την επιστροφή τους έπειτα στην επιμελητεία του Βρετανικού Μουσείου, όπου μπορούν να ενταχθούν μέσα σε ένα πανόραμα των υψηλότερων επιτευγμάτων του ανθρωπίνου είδους»...
Το 2002 η ελληνική κυβέρνηση επανέρχεται «προθυμότερη» προς τους Βρετανούς. Ο Ε. Βενιζέλος, μετά τη συνάντησή του με τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Νιλ Μακ Γκρέγκορ, δήλωσε ότι η πρόταση της Ελλάδας για «μακροχρόνιο δανεισμό» με «ανταλλάγματα» και «αυτή η ευκαιρία να λειτουργήσει στην Αθήνα ένα είδος παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου σε συνεργασία με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε όλα τα ιστορικά και νομικά στερεότυπα και να βρούμε μια δυναμική πολιτιστική λύση στο πρόβλημα της ενοποίησης των γλυπτών του Παρθενώνα»! Οταν ο τότε υπουργός ρωτήθηκε ποια ήταν η απάντηση του Μακ Γκρέγκορ, η απάντηση ήταν: «Νομίζω ότι αυτό είναι μια προσέγγιση που σίγουρα απασχολεί κάθε καλόπιστο και μορφωμένο άνθρωπο»...
Τότε είχαμε κι άλλους «λεονταρισμούς» από ελληνικής πλευράς: «Η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του Βρετανικού Μουσείου επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα», απάντησε ο Ε. Βενιζέλος. Και αμέσως μετά: «Η ελληνική κυβέρνηση δε θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεση των Μαρμάρων στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο. Αυτό σύμφωνα με την πρότασή μας μπορεί να γίνει είτε με τη μορφή ενός μακροχρόνιου δανεισμού, είτε με τη μορφή ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου μέσα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Επιπλέον, η πρόταση προβλέπει ως αντιστάθμισμα τη διοργάνωση πολύ σημαντικών περιοδικών εκθέσεων με ελληνικές αρχαιότητες τόσο στο Βρετανικό Μουσείο όσο και σε άλλα περιφερειακά Μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου (...)».
Στη συμφωνία τονιζόταν: «Πρέπει να αναλογιστούμε τις καταστροφικές συνέπειες της επιστροφής, συνέπειες που υπονομεύουν το χαρακτήρα και την προσφορά αυτών που ονομάζονται διεθνή μουσεία». Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου ήταν πιο σαφής: «Εάν όλες οι χώρες εφάρμοζαν την πολιτική αυτή και τα μουσεία έπρεπε να επιστρέψουν τις αρχαιότητες, θα υπονομευόταν η βασική φύση αυτών των συλλογών και όλοι μας θα γινόμασταν φτωχότεροι». Η ελληνική κυβέρνηση «έσπευσε» να «καθησυχάσει» τους Βρετανούς: «(...) δεν υπάρχει, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς, κανένα τέτοιο θέμα. Υπάρχουν άλλες χώρες που θέτουν παρόμοια ζητήματα, αλλά εμείς έχουμε εστιάσει την προσοχή μας εδώ και χρόνια στο ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης σημασίας και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους»!
Ετσι, απέναντι σε αυτήν την συμφωνία που ουσιαστικά έβαζε «ταφόπλακα» στις διεκδικήσεις κυρίως των μικρών και αδύναμων κρατών - ακόμη πιο συγκεκριμένα, των πρώην αποικιών των χωρών των μεγάλων μουσείων - η Ελλάδα εμφανίστηκε να δουλεύει... για «πάρτι» της. Πολύ περισσότερο που τα μουσεία ξεκαθάριζαν με την ανακοίνωση ότι τα έργα τέχνης που έχουν «βρεθεί» στα μουσεία από αιώνες μέχρι και δεκάδες χρόνια πριν, «αποκτήθηκαν κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές». Με λίγα λόγια: ό,τι κλέβεται σήμερα αποτελεί αντικείμενο λαθρεμπορίου. Ο,τι κλάπηκε πριν έναν αιώνα είναι «περασμένα - ξεχασμένα» για τα μουσεία!
Τότε ο «Ρ» σχολίαζε την εξέλιξη αυτή ως εξής και έχει σημασία και για σήμερα: «Αυτή η ανακοίνωση δεν "εγκαινιάζει" την εποχή της χρήσης της πολιτιστικής κληρονομιάς ως πολιτικό πλεονέκτημα. Αυτό έχει γίνει εδώ και καιρό. Δείχνει όμως την πρόθεση του ιμπεριαλισμού να διαλύσει και τις όποιες αυταπάτες υπάρχουν για το ποιος κάνει κουμάντο και στις "διαπολιτισμικές σχέσεις"».
Το 2006 (κυβέρνηση ΝΔ) το ΥΠΠΟ εμμένει στα «αντίδωρα» για την επιστροφή των Γλυπτών. Σε σχετική ερώτηση της αυστριακής τηλεόρασης, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Γ. Βουλγαράκης, ανέφερε: «Η αλήθεια είναι ότι έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα πολλοί τρόποι - νομικοί, ηθικοί, πολιτικοί - αλλά δυστυχώς χωρίς αποτελέσματα. Είμαι αποφασισμένος να λάβω σοβαρά υπόψη το θέμα της ανταπόδοσης. Δηλαδή, να ανταποκριθώ στο αίτημα δανεισμού αρχαιοτήτων και περιοδικών εκθέσεών τους σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού. Πρακτικά μιλάω για έργα τέχνης από τα οποία διαθέτουμε πλείστα. Η προσφορά δειγμάτων του πολιτιστικού παρελθόντος μας, θα είναι ο καλύτερος πρέσβης της χώρας μας στο εξωτερικό».
Το 2007 ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου δηλώνει στο πρακτορείο «Bloomberg»: «Δεν υπάρχει λόγος οποιοδήποτε από τα αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου να μην περάσει για τρεις ή έξι μήνες αλλού (...) Η απάντηση είναι "ναι". Η δυσκολία προς το παρόν, που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, επισήμως και προσφάτως, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι οι διαχειριστές του Μουσείου είναι οι κάτοχοι των μαρμάρων. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορούν οι διαχειριστές να τα δανείσουν»!
Από όλα τα παραπάνω είναι φανερό πως ο αστικός κοσμοπολιτισμός τύπου «προτάσεων» του «Newsweek» μόνο «αθώος» δεν είναι. Διότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ούτε το Αιγαίο «ανήκει στα ψάρια του», ούτε τα Γλυπτά του Παρθενώνα «ανήκουν σε όλους»...
* Οι φωτογραφίες είναι από τα ελληνικά εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου.