Η πόλη μοιάζει ωραία άδεια. Φριχτή αντίφαση να ομορφαίνει ο χώρος χωρίς ανθρώπους, χωρίς βουή ζωής. Ισως η αλλαγή να φαντάζει καλή γιατί μπορείς να δεις, όχι απλώς να κοιτάξεις, τις σκιές. Αυτούς τους άλλους ανθρώπους που μένουν πίσω. Λίγοι από βούληση. Οι περισσότεροι από ποικίλης μορφής ανημπόρια. Λεφτά, μοναξιά, γηρατειά, ο μετανάστης που τώρα ίσως ανασαίνει αλλά συνάμα κινείται πιο επιφυλακτικά γιατί δεν μπορεί να χαθεί στο πλήθος.
Είναι αυτές οι σκιές σα φρουροί της άδειας πόλης που την κάνουν γοητευτική και συνάμα απόμακρη, σχεδόν εξωτική. Ο οδηγός του λεωφορείου που πατάει λίγο περισσότερο γκάζι, ίσως και να ψιλοτραγουδάει, άντε και να βλαστημάει την τύχη του μέσα... Ομως, ο δρόμος δεν είναι των αλλωνών, είναι πιο δικός του, τον νιώθει δρόμο κάτω απ' τις ρόδες κι όχι ασφαλτένια ράγα αφόρητης ακινησίας. Είναι η γριά με το τσίτι και τη σακούλα του μανάβη στο χέρι που δυσφορεί με αξιοπρέπεια. Μπορεί και να τρέμει που δεν υπάρχει γείτονας για ώρα ανάγκης. Ομως, την κοιτάζω να στηρίζεται γερά στο μπαστούνι της και βλέπω πως αντέχει να ζει χωρίς κλιματιστικό.
Ομως, είναι κι αυτή η ρημάδα η μελαγχολία στα αγύρτικα μάτια τους. Μια νοσταλγία για το χαμένο μερίδιο απ' τον «παράδεισο» που φαίνεται καλύτερα στην άδεια πόλη. Πώς να την πνίξεις όλη την ανασφάλεια σε μια φέτα καρπούζι... Ασε που αυτό το καλοκαίρι Αφγανοί, Πακιστανοί, Αλβανοί, Ινδοί, φτωχοί κι απλήρωτοι συντονίζουν τη σκιά τους με το σούρουπο μην και περάσει η ένστολη σκούπα και βρεθούν στον τενεκέ του ρεπορτάζ καθαριότητας των τηλεοράσεων.
Στα μπαλκόνια φανέλες ιδροκοπημένων μακροχρονίως ανέργων που αγναντεύουν το δρόμο, αλλάζουν χρώματα απ' την αναμμένη τηλεόραση. Φτωχή παρηγοριά στον αγωνιώδη Αύγουστο του 2009. Εκεί ανάμεσα στα άγχη του αύριο παρελαύνουν τα ξέκωλα του τουρισταριού και τα δηλητήρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.