Κυριακή 15 Νοέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - 19 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
«Να με θυμόσαστε- είπε»*

Μια πρώτη απόπειρα κριτικής στην αστική κριτική για τον Ρίτσο

Ο ποιητής, (καθιστός) με συγκρατούμενούς του στον Αη Στράτη
Ο ποιητής, (καθιστός) με συγκρατούμενούς του στον Αη Στράτη
«με παίρνει αλαμπρατσέτα η Επανάσταση

βγαίνουμε βόλτα οι δυο μας στις

φωταγωγημένες λεωφόρους

αργά τη νύχτα η ώρα 2

μετά την ποίηση που ξαγρυπνάνε ακόμη

ανύσταχτοι κομμουνιστές μελετώντας τον Λένιν

προσπαθώ να μη σκύψω ούτε χιλιοστόγραμμο

από τη χαρά μου

καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι

και με το δίκιο μου λέω

γιατί πίσω από τους κορμούς των δέντρων

με παραμονεύουνε χίλιοι χαφιέδες

και με φοβούνται στρατηγοί

δικτάτορες συνταγματάρχες

βασιλιάδες στρατοδίκες

παρ' ότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι

ούτε γροθιά σιδερένια

ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου

ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι

τίποτα τίποτα

πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν

οι πραγματικοί επαναστάτες»1

(«Το τερατώδες αριστούργημα» - Αθήνα. Κάλα­μος. 1977)

Πρωτομαγιά 1909 - Πρωτομαγιά 2009. Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρί­τσου. Εκατό χρόνια από την Πρωτομαγιά του, τη μέρα που τον σημάδεψε ως το στίγμα βιολο­γικής, ποιητικής και πολιτικής ζωής του. Καλούμαστε λοιπόν σήμερα, έναν αιώνα μετά τη γέννησή του και είκοσι σχεδόν χρόνια από το θάνατό του, να τον ξαναδιαβάσουμε, να αποτί­σουμε έναν άξιό του φόρο τιμής. Πιο πολύ ακόμα, για μένα, καλούμαστε ν' ακούσουμε και ν' αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του έργου του, να πράξουμε σύμφωνα με την «υποθήκη» του. Και τέλος να υπερασπιστούμε αταλάντευ­τα τη φωνή του μπροστά σ' όλους του σύγχρο­νούς μας Κυπαρίσηδες2«που δεν γνώρισαν ποτέ τη φτώχεια, τη στέρηση, την εκμετάλλευ­ση, την καταπίεση, όταν διαβάζουν τη λέξη ση­μαία ή ελευθερία στραβομουτσουνιάζουν (οι καλαίσθητοι) και λένε: "τι μεγαλοστομίες, πο­λιτικολογίες, συνθηματολογίες" και κάνουν πίσω, όπως κάνουν πίσω μπροστά στον εχθρό, αν δεν συνεργάζονται κιόλας μαζί του».3 Ο Γιάννης Ρίτσος όμως δεν έγραψε ποτέ για αυτούς: «Μα ποιος τους λογαριάζει; Ποιος γράφει για δαύτους; Δεν πα να κουρεύονται».4Οι «δικοί του» ήταν και είναι άλλοι, το κοινό που τον ενδιέφερε και στο οποίο απευθυνόταν πρώτα και πάνω από όλα, όπως προκύπτει από την ίδια την ποιητική του έργου του, ήταν και είναι η εργατική τάξη, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του κόσμου.


Επομένως είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στις ση­μερινές συνθήκες, όταν φτάνουμε να πρέπει ν' αποδείξουμε τα αυτονόητα από την ισχύ της θεωρίας του Δαρβίνου μέχρι και τα αίτια της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε και όταν έχει σχεδόν καθιερωθεί στη συνείδηση ενός ευρύτερου κοινού ότι η ποίηση και η τέχνη εξ ορισμού απευθύνονται στο στενό κύκλο των «πεφωτισμένων», να επιστρέψουμε στη φωνή του Γιάννη Ρίτσου, να την αφουγκραστούμε στο τεράστιο εύρος και βάθος της και να προτά­ξουμε τις απαντήσεις που έχει - ποιητικώ, πά­ντοτε, τω τρόπω - ήδη δώσει.

Ειδικότερα τώρα η σχέση του έργου του Γιάννη Ρίτσου με την αστική κριτική ήταν και είναι μια σχέση πολύπλοκη, η οποία ωστόσο καθορίστηκε σαφώς από την πολιτική ταυτότη­τα του ανθρώπου Ρίτσου αλλά και από την ποι­ητική έκφραση αυτής στο έργο του. Από την άποψη αυτή, η εξέλιξη αυτής της σχέσης μπο­ρούμε να πούμε ότι ακολούθησε την ιστορική πορεία των καιρών: ξεκίνησε από την απόλυτη άρνηση - που κυμαίνεται από τον Α. Καραντώ­νη, που αρνείται να του προσδώσει ακόμα και τον τίτλο του ποιητή, μέχρι την καταστροφή των λίγων υπολειπόμενων αντιτύπων του Επιταφί­ου από τη μεταξική δικτατορία - προχώρησε σε μια «συγκαταβατική», θα λέγαμε, αποδοχή και βράβευση (1956 Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με το Νικηφόρο Βρεττάκο για το έργο του "Η σονάτα του σεληνόφωτος") στην τελική αποδοχή, κάτω και από την πίεση της διεθνούς πια καταξίωσής του, η οποία όμως συνοδεύτηκε και από την αποδόμηση του έργου που φλερτάρει επικίνδυνα με τη δια­στρέβλωση. Φυσικά, αυτή η παρουσίαση είναι απαράδεκτα σχηματική και δεν αξιώνει ν' απο­τελέσει τελική κρίση σε σχέση με την ιστορική πορεία της σχέσης της επίσημης κριτικής με το έργο του Ρίτσου. Στόχο έχει ν' αναδείξει έναν πρώτο προβληματισμό και να θέσει μια βάση για την ανάπτυξη κάποιων ζητημάτων που αφορούν στη σχέση του έργου του Ρίτσου με την κριτική.


Ενα πρώτο καίριο τέτοιο ζήτημα είναι το γε­γονός ότι, ενώ δεν είχε την αναγνώριση από την επίσημη κριτική και τους φορείς της, είχε από πολύ νωρίς την αναγνώριση των μεγάλων της ποίησης: το 1937 ο Παλαμάς γράφει «Το ποίημα σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κι αιθέρας, / καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας. / Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης /ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιη­τή, για να πέρασης».5Ο Αραγκόν αργότερα, με αφορμή τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», θα πει: «Πρέπει να τον χαιρετήσουμε και να πούμε πάρα πολύ μεγαλόφωνα πως είναι ένας από τους πιο μεγάλους και τους πιο μοναδικούς ποιητές σήμερα. Οσο για μένα, τίποτα από πολύ καιρό δε μου είχε δώσει, όπως μου το 'δωσε αυτό το τραγούδι, το βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας. Ξέρω: Η λέξη αυτή δεν προφέ­ρεται ή τουλάχιστο δεν πρέπει να γράφεται. Ομως εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν την αποσύρω».6 Αντίστοιχα ο Πάμπλο Νερούδα μόλις έμαθε, το φθινόπωρο του 1972, ότι βρα­βεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσό­ντα γι' αυτήν την τιμή: το Γιάννη Ρίτσο».7

Από νωρίς όμως τον αγκάλιασε και με την αγάπη του ο κόσμος, ο λαός: το 1936 ο «Επιτά­φιος» κυκλοφορεί σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Ο ίδιος σε συνέντευξή του με όλο το προσωπι­κό του «Ριζοσπάστη» λέει: «Για να καταλάβετε, εκείνο τον καιρό, οι μεγαλύτεροι ποιητές έβγαζαν τριακόσια, πεντακόσια, το πολύ χίλια αντίτυπα, τα οποία πουλιόντουσαν μέσα σε δύο, τρία, τέσσερα χρόνια. Ο πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων, ο Παλαμάς, έβγαζε τόσα. Βγήκε, λοιπόν, σε δέκα χιλιάδες αντίτυ­πα και μέσα σε δύο μήνες έφυγαν τα εννέα χι­λιάδες επτακόσια πενήντα ή οχτακόσια αντίτυ­πα».8 Σύντομα η ποίησή του μελοποιείται και τραγουδιέται από χιλιάδες στόματα. Πολλοί θα πουν ότι οι μελοποιήσεις ζημίωσαν το έργο του. Ο ίδιος έχει διαφορετικό τρόπο αντιμετώ­πισης: «Η οποιαδήποτε μουσική επένδυση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να καταστρέψει ένα ποίημα. Να το φθείρει. Οταν μάλιστα συμ­βεί να γίνει μια πιο καλή επένδυση μουσική ενός ποιήματος, όπως έχουμε τα έργα του Θε­οδωράκη, και πολλών άλλων συνθετών, τότε όχι μόνο δεν σκιάζουν το ποίημα αλλά του δίνουν φτερά, το δυναμώνουν, κι όπως σας είπα πρωτύτερα το εξοικειώνουν με τον κόσμο! Γίνεται ένα στοιχείο απαραίτητο μέσα στην ίδια τη ζωή τους. Τελικά καταντάει ή επιτυγχάνεται να γίνεται προσωπική έκφραση του καθενός ένα ποίημα που γράφτηκε γι' αυτό ή για κείνο το λόγο. Το ποίημα μέσω της μουσικής πηγαίνει και βρίσκει τον αναγνώστη, πηγαίνει και βρίσκει τον ακροατή, πηγαίνει και βρίσκει το φίλο, πηγαίνει και βρίσκει το σύντροφο και δη­μιουργείται μια πλατύτατη επικοινωνία, η οποία βοηθάει την ποίηση. Γίνεται καθημερι­νός λόγος! Γίνεται μια αναγκαιότητα όπως το ψωμί, ο έρωτας, το κρασί, η φιλία...9». Το έργο του γίνεται λαϊκό κτήμα και αυτό έχει ιδι­αίτερη σημασία, και για τον ίδιο, που βρήκε στον κόσμο και στους ποιητές την αναγνώριση που του στέρησαν οι διάφορες ακαδημίες, αλλά πρωτίστως για το λαό, ο οποίος μέσα από την ποίηση του Ρίτσου ήρθε σ' επαφή με την ποίηση της Γενιάς του '30 και τον ελληνικό ποι­ητικό μοντερνισμό.10

Ο Γ. Ρίτσος στο 2ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή», 1976
Ο Γ. Ρίτσος στο 2ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή», 1976
Ενα άλλο στοιχείο που χαρακτήρισε τη σχέση του Γιάννη Ρίτσου με την κριτική ήταν ότι όσο ζούσε - ίσως ακόμα και σήμερα - είχε πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση στο εξωτερικό απ' ό,τι στη χώρα του. Ενδεικτικό βέβαια είναι ότι πρόκειται πρωτίστως για σοσιαλιστικές χώρες, με την εξαίρεση της Γαλλίας, όπου η συμβολή του Αραγκόν και των Ελλήνων αυτοε­ξόριστων που βρίσκονταν στη χώρα συνέβαλαν ώστε πολλά από τα έργα του να εκδοθούν - κά­ποια μάλιστα σε πρώτη έκδοση - στα γαλλικά, αλλά και να χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στους εκεί πολιτιστικούς κύκλους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ένα σημαντικό κομμάτι των μελετών για το έργο του αφορούν την πρόσληψή του σε χώρες του εξωτερικού, όπως και ότι ο Ρίτσος ανήκει σήμερα στους πλέον πολυμεταφρασμένους Ελληνες ποιητές.

Αυτά ως μία σύντομη και κατ' ανάγκην πολύ γενικευτική περιγραφή του τοπίου της κριτι­κής σε σχέση με το έργο του Γιάννη Ρίτσου, θα ήθελα ωστόσο να εστιάσω σε κάποια ζητήμα­τα, τα οποία η κριτική καταλόγιζε και εξακο­λουθεί λιγότερο ή περισσότερο να καταλογίζει στο Ρίτσο και να τα εξετάσω ως προς τις θέσεις του ίδιου του ποιητή, όπως προκύπτουν από την ποίηση του, τα πεζά του, τις συνεντεύξεις και την αλληλογραφία του.

Ενα πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κριτική προσεγγίζοντας το έργο του Ρίτσου είναι ο όγκος του. Μιλάμε σήμερα για αρκετές χιλιάδες τυπωμένες σελίδες και για έργο που περιλαμβάνει ποίηση, πεζογράφημα, θέατρο, μετάφραση. Σίγουρα πρόκειται για όγκο δυ­σθεώρητο. Σίγουρα το ευρύ κοινό θα τον γνω­ρίσει από τις ανθολογίες. Και σίγουρα οι φιλολογικές μελέτες δεν έχουν καλύψει παρά κά­ποια τμήματα αυτού του έργου. Από την άλλη όμως δεν μπορούμε με βάση αυτό να πούμε ότι το έργο του Ρίτσου είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό ούτε βέβαια και να το απαξιώσουμε με το επιχείρημα ότι είναι αδύνατον σ' έναν τέτοιο όγκο να υπάρχει ποιητική αξία. Πράγματι, υπάρχουν ποιήματα μεγαλύτερης και μικρότε­ρης αξίας, όπως στο έργο κάθε ποιητή. Σε καμία περίπτωση όμως ο όγκος του έργου του δεν μαρτυρά προχειρότητα γραφής, κάτι για το οποίο του καταλόγισαν συχνά.


Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες τόσο των κοντι­νών του ανθρώπων, όσο και του ίδιου του Ρί­τσου, σχετικά με την καταστροφή πολλών ανέκδοτων χειρογράφων του, επειδή δεν τον ικανοποιούσαν αισθητικά. Οπως επίσης είναι γνωστός ο χαρακτηρισμός του ως του «πρώτου χειρώνακτα ποιητή», τίτλο τιμής τον λογάριαζε ο ίδιος.11 Ηταν ο άνθρωπος που πρέσβευε «... και σαν αρχή και σαν μέθοδο και σαν τρόπο θεραπείας ή και σωτηρίας: "δουλεύετε"» και πως «μόνο δουλεύοντας μαθαίνουμε όχι μόνο π ώ ς να δουλεύουμε, αλλά και να ανακαλυ­πτόμαστε και να ανακαλύπτουμε τι έχουμε να πούμε, τι αξίζει και πώς να το πούμε».12 Εξάλ­λου πολυάριθμες είναι και οι μαρτυρίες για την ακούραστη επεξεργασία, στην οποία υπέβαλε τα ποιήματά του πριν τα παραδώσει για έκδοση.

Χαρακτηριστικό σχετικά με το θέμα της πολυγραφίας του είναι το παρακάτω απόσπασμα από το «Τι παράξενα πράματα», δεύτερο τόμο του «Εικονοστασίου Ανωνύμων Αγίων»:

«... αφού η ζωή, συνεχίζεται μ' όλες τις αντιθέσεις της (και εξαιτίας τους), και κάθε αληθινό βιβλίο, κάθε σωστό έργο πρέπει να 'ναι ατελεύτητο, απέραντο. Μα το απέραντο πώς να το πούμε ολόκληρο μες στη θνητότητά μας; (...) Αλλωστε καραδοκεί και ο κίνδυνος της απεραντολογίας. Και τι θα πουν πάλι οι άκριτοι (και με το δίκιο τους οι άνθρωποι): "αμάν τι πολύγραφος, τι πολυπρόσωπος, απρόσωπος, αντιπρόσωπος. αυτός, παιδί μου, δεν γράφει λέξεις, κατουράει λέξεις"».13

Πάντως, πέρα από τη βαθιά ποιητική του ιδιοσυγκρασία που τον έκανε να βιώνει τη ζωή ως ποίηση και μέσα από την ποίηση, πέρα από την ακούραστη δουλειά του, η οποία τον χαρα­κτήριζε ως ποιητή, πρέπει, πιστεύω, στην εξέ­ταση του θέματος της πολυγραφίας του να λά­βουμε υπόψη και δύο ακόμα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με την ποιητική του και με την πο­λιτική του ταυτότητα. Από τη μία ο Ρίτσος ήταν ένας εξαιρετικά ευαίσθητος «κοινωνικός δέκτης» και έγραφε ανταποκρινόμενος σε κάθε καθημερινό κοινωνικοπολιτικό - και όχι μόνο - ερέθισμα. Από την άλλη, ότι αντιλαμβα­νόταν και όριζε την ποίησή του ως κοινωνική προσφορά, ως έναν τρόπο του να προσφέρει την ομορφιά στους ανθρώπους και, μέσα από την ομορφιά, την αγάπη για τη ζωή και τον κόσμο καθώς και το κουράγιο ν' αγωνιστούν για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.


«Αντιπρόσωπος» διαβάσαμε στο παραπάνω απόσπασμα. Αυτό το λεκτικό παιχνίδι μας φέρ­νει στο δεύτερο στοιχείο που του καταλόγιζε και του καταλογίζει η κριτική: η πολιτική του ταυτότητα, το γεγονός ότι όχι μόνο ήταν ενερ­γός κομμουνιστής, αλλά έγραφε και ως τέ­τοιος. Εδώ, όπως υπαινίχθηκα και παραπάνω, οι αποχρώσεις ανάλογα με την εποχή και με την πολιτική ταυτότητα του κριτικού είναι πολλές. Ξεκινούν από τον εξοβελισμό κάθε πολιτικού στοιχείου από την ποίηση (!) και φτά­νουν σε μια πιο «ελαστική» τοποθέτηση του τύπου, ο Ρίτσος είναι πολιτικός ή είναι αριστε­ρός, δεν είναι κομμουνιστής ή, όπως προτι­μούν άλλοι, δεν ήταν τόσο «ορθόδοξος» όσο άφηνε να πιστεύουν...

Δύο είναι όμως τα κυριότερα στοιχεία που αξίζει, νομίζω, να μας απασχολήσουν. Πρώτα απ' όλα, η ταύτιση του πολιτικού με το επικαι­ρικό, η οποία φαίνεται ανάγλυφα στον τρόπο με τον οποίο η αστική κριτική χρησιμοποιεί τον όρο «στρατευμένη ποίηση (ή και γενικότερα τέχνη)», την οποία βέβαια απαξιώνει εντελώς. Ωστόσο, στρατευμένη είναι η τέχνη στο σύνολό της. Στρατευμένη με τη μία ή με την άλλη πλευ­ρά. Αυτό άλλωστε εννοεί και ο ίδιος ο Ρίτσος, όταν λέει «η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι» και αρνείται να χωρίσει την ποίηση σε τέτοιου τύπου κατηγο­ρίες, ότι δηλαδή η ποίηση, όπως και ολόκληρη η τέχνη, και κάθε ανθρώπινη πράξη μέσα σε μια κοινωνία έχει πολιτική ταυτότητα, «παίρνει θέση». Ετσι ο Ρίτσος δεν είναι «πολιτικός» μόνο στις «Γειτονιές του κόσμου» και το «Κα­πνισμένο τσουκάλι». Είναι και στην «Τέταρτη Διάσταση» και στις «Μαρτυρίες» και στις συλ­λογές που εντάσσονται στο «Γίγνεσθαι» και στα «Ερωτικά» του και στο «Εικονοστάσιο». Είναι κομμουνιστής ποιητής - είτε μιλάει για την ιστορία είτε μιλάει για τον έρωτα - κι αυτό γιατί η κοσμοθεωρία του καθορίζει την ποιητική του.

Το γεγονός δηλαδή ότι ο Ρίτσος επιλέγει να μιλήσει «απλά», χρησιμοποιώντας τα υλικά της καθημερινότητας και του λαϊκού βίου αλλά και τη λαϊκή γλώσσα, τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο και σε επίπεδο δομής, ότι επιλέγει να γρά­φει χωρίς «καθόλου προπάντων αφηρημένα ουσιαστικά», όπως λέει στο Εικονοστάσιό14 του, ότι προβάλλει διαρκώς ως πρότυπο την εργατική τάξη, ακόμα και ότι επιμένει να εντο­πίζει και ν' αναδεικνύει την ομορφιά ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες είναι εγγενή στοι­χεία της ποιητικής του, τα οποία απορρέουν από την πολιτική του ταυτότητα.

Παραθέτω:

«Γιατί προοδευτικό δεν είναι μονάχα το να κάνουμε μια επίθεση εναντίον των αντιδρα­στικών δυνάμεων. Προοδευτικό, επίσης, είναι το να γράφουμε έναν ύμνο της ζωής, το να λέμε ότι τούτη η ζωή δεν είναι αυτή η μαύρη όπως μας την καταντάνε, αλλά έχει ωραία ηλιοβασιλέματα, έχει ωραίες ανατο­λές, έχει ωραίες γυναίκες, έχει ωραίες φιλίες, έχει ωραίες αγάπες, ότι κάτω απ' τις χειρότερες των συνθηκών η ζωή είναι ωραία και αξίζει να τη ζήσουμε και εν ονόματι αυτής της αξίας ν' αγωνιστούμε να γίνει καλύτερη».15

Το δεύτερο στοιχείο, στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι η κρατούσα στους σύγχρονους - και όχι μόνο - κύκλους των ποιητών και της κριτικής άποψη ότι ποίηση και πολιτική δεν μπορούν να συμβαδίζουν, ότι άρα ό,τι είναι πο­λιτικό δεν έχει αισθητική αξία ως ποίημα. Θα γυρίσω πρώτα για μια ακόμη φορά στο Ρίτσο: «Ο ποιητής είναι ένα πραγματικό παιδί του λαού. Γι' αυτό είναι υποχρεωμένος να κάνει πολιτική». Είναι αυτονόητο ότι το πολιτικό πε­ριεχόμενο από μόνο του δε δίνει αισθητική αξία στο ποίημα. Αυτή είναι αποτέλεσμα κο­πιώδους επεξεργασίας και, βέβαια, «ταλέ­ντου». Αυτά όμως τα γνώριζε ο Γιάννης Ρίτσος πάρα πολύ καλά, το ίδιο το έργο του είναι, νο­μίζω, το ασφαλέστερο τεκμήριο για αυτό.

Κλείνοντας, θέλω ν' αναφερθώ σ' ένα ακόμη στοιχείο που έχει απασχολήσει πολύ τη σύγχρονη κριτική σε σχέση με το έργο του Ρί­τσου. Πρόκειται για το θέμα της κρυπτικότητας του έργο του, το οποίο συνδυάζεται με νύξεις για ανειλικρίνεια ή για αυτολογοκρισία.

Η ποίηση του Ρίτσου παρουσιάζει το παρά­δοξο ότι κατορθώνει να παραγάγει ένα τερά­στιο σημασιολογικό βάθος χρησιμοποιώντας πάρα πολύ ευτελή και «μονοσήμαντα» εκ πρώτης όψεως υλικά: το τραπέζι, το ψωμί, τα χέρια, ένα λουλούδι, ένα φύλλο. Ετσι, όπως συχνά έχει παρατηρηθεί από τους μελετητές,16ενώ φαίνεται εύληπτη, έχει πάρα πολλά επίπε­δα σημασίας. Η ουσιαστική της διαφορά ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι με αυτά τα ευ­τελή υλικά της φροντίζει ώστε να γίνει εύληπτη και για τον μη μυημένο, τον μη ασκημένο ανα­γνώστη. Κι αυτό ίσως είναι το πιο καίριο πολιτι­κό της στοιχείο. Σαφώς, δεν μπορεί κανείς να συλλάβει το βάθος αυτό στην ολότητά του με την πρώτη ανάγνωση, ίσως όχι και μετά από πολλαπλές αναγνώσεις, ωστόσο πιστεύω ότι χρησιμοποιώντας τα υλικά του καθημερινού λαϊκού βίου, ο Ρίτσος κατορθώνει να παρασύ­ρει τον λαϊκό, τον απαίδευτο αναγνώστη στη δεύτερη, την τρίτη ανάγνωση - ή ακρόαση - μέσα από τη συγκίνηση που του δημιουργεί στην πρώτη κιόλας επαφή με την ποίησή του. Ετσι, η ποίησή του πάνω από όλα «επιμένει στη συνάντηση»:

Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε

αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,

θ' αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,

θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.

**

Το αυγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στην κουζίνα

σα γανωμένο τεντζέρι (γι' αυτό που σας λέω γίνεται έτσι)

φωτίζει τ' άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή του σπιτιού -

πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.

**

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος

για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,

και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.

(«Το νόημα της απλότητας», Παρενθέσεις, 1946 - 1947)

Δεν θα τον χαρακτήριζα κρυπτικό ποιητή επομένως, μόνο και μόνο γιατί πιστεύω ότι θέλει να τον «βρούμε» και μας παρέχει απλόχερα τα εφόδια για να το πετύχουμε.

Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε, νομίζω, να μιλήσουμε και για την ειλικρίνειά του, την αφοπλιστική του τελικά ειλικρίνεια. Στον τελευταίο τόμο του «Εικονοστασίου» γράφει:

«Ειλικρινά θα 'θελα να 'μαι απόλυτα ειλικρινής. Ομως κανείς μας δεν το καταφέρνει, δεν το μπορεί ή εμποδίζεται, την κρίσιμη στιγμή, απ' την ενδεχόμενη (μάλλον βεβαία) παρανόηση των άλλων. Ετσι κάτω απ' την όποια ειλικρίνειά μας νιώθεις να διανοίγονται πλάγιοι δρόμοι (υπόγειοι ή υποβρύχιοι), υπεκφυγές, ελιγμοί, θελημένες ή αθέλητες συγχύσεις και αποσιω­πήσεις που πασχίζουν να σβήσουν με τα πέλ­ματά τους, με κινήσεις κάπως χορευτικές, τα ίχνη της ευθύγραμμης (γι' αυτό και κοινότυ­πης) ομολογίας. Κι ίσως αυτές οι συχνές μετα­τοπίσεις χρόνου, τόπου, φωτισμού, ατμόσφαι­ρας, να 'ναι εκείνες που δημιουργούν τη μαγεία των πολλών διακλαδώσεων και συσχετίσεων, εκείνες που αποτρέπουν μια κατευναστική λύση, ένα απαλλακτικό (άρα και αποχαυνωτικό) συμπέρασμα χωρίς πια να ερευνάς πιο πέρα, να συμμετέχεις και να συνεχίζεις. Αυτό ήταν λες... Ε, όχι, λοιπόν, κύριοι. Δεν τελείωσε. Τί­ποτα δεν τελειώνει. Ψάξε. Σκάψε. Υπάρχει κι άλλο στρώμα πιο βαθιά. Υπάρχει χρυσάφι δικό σου, δικό μας, όλων μας... Ευλογημένη ας είναι η ημιτελής ειλικρίνεια που κινείται ακάματη μέσα στη διάρκεια»,17 και «Και τα κρατώ καλά κρυμμένα. Και να το ξέρεις: κρύβοντας αποκαλύπτεις».18

Οσον αφορά, τέλος, στο θέμα της αυτολογοκρισίας, θα έλεγα ότι ναι, αυτολογοκρίνεται και στην ποίησή του με τον τρόπο που αυτολογο­κρίνεται όταν γράφει στη φίλη του Καίτη Δρό­σου από το κολαστήριο της Μακρονήσου και της μιλάει για την ομορφιά της θάλασσας ή ενός λουλουδιού και της λέει ότι είναι καλά. Αυτολογοκρίνεται επειδή θεωρεί «ότι αθέλη­τος σκοπός της τέχνης είναι ο μετασχηματι­σμός των αρνητικών στοιχείων της ζωής σε θε­τικά. Γιατί; Γιατί αυτό το πλεονέκτημα το έχει ο ποιητής: από τα βάσανά του, απ' την εξορία του, απ' την πικρία του, απ' το μαρτύριό του, απ' τη στέρησή του, να παίρνει ερεθίσματα, αφορ­μές, για να φτιαχτεί ένα ωραίο ποίημα. Και η ομορφιά του ποιήματος είναι εκείνη που επι­στεγάζει όλο το μαρτύριο, το εξαγνίζει και σχε­δόν απαλλάσσει τον άνθρωπο απ' το μαρτύριό του και του δημιουργεί ένα "ευχαριστώ" που δέχτηκε κι αυτό το χτύπημα, για να μπορέσει να προσφέρει στην ανθρωπότητα αυτό το ωραίο ποίημα που την κάνει να πιστέψει στην αξία της ζωής».19 Δεν πρόκειται δηλαδή για απόκρυψη πληροφοριών ή για ανειλικρίνεια, αλλά για ένα μετασχηματισμό του αρνητικού σε θετικό, ο οποίος τελείται μέσα στο ίδιο το ποίημα και ο οποίος απορρέει από την όλη του κοσμοθεωρία. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, τον ιδι­αίτερο ρόλο που κατέχει η ομορφιά ως αξία στην ποίηση του Ρίτσου και μάλιστα ως αξία που οφείλει να προσφερθεί:

«Γι' αυτό κι εγώ πασκίζω νύχτα μέρα να κατα­γράψω τα όμορφα και τα καλά του κόσμου, να γίνει πιο καλή (όσο γίνεται) η ζωή για μένανε και για όλους».20

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*.Γιάννης Ρίτσος, «Επιλογικό» Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα. Κέδρος. Αθήνα 1991. 93 - 94.

1.Γιάννης Ρίτσος, Γίγνεσθαι. «Το τερατώδες αριστούργη­μα». Κέδρος. Αθήνα 2004 14. 369 - 370.

2.Στο εννιάτομο πεζογράφημα του «Εικονοστάσιο Ανω­νύμων Αγίων» ο Ρίτσος δημιουργεί έναν αποκρουστικό αλλά και συνάμα κωμικό χαρακτήρα, τον κ. Κυπαρίση, ο οποίος εκφράζει λίγο πολύ τις θέσεις της αστικής κριτι­κής απέναντι στο έργο του. Ο αφηγητής, πίσω από τον οποίο μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι βρίσκε­ται ο ίδιος ο Ρίτσος, τον αντιμετωπίζει παραδειγματικά με ειρωνεία, χιούμορ και ενίοτε συγκατάβαση.

3.Γιάννης Ρίτσος. «Ισως να 'ναι κι έτσι». Κέδρος. Αθήνα 1986, 77.

4. Ο.π.

5.«Ο Κωστής Παλαμάς στο Γιάννη Ρίτσο», Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 35 (31.7.1937). 15.

6.Λ. Αραγκόν. Ο Αραγκόν για το Ρίτσο, επιμέλεια Αικ. Μακρυνικόλα, «Μελέτες για τον Γιάννη Ρίτσο», Κέδρος. Αθήνα 1983. 10. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Les Lettres Fraincaises, τχ. 660 (28 Φεβρουαρίου 1957). Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε μετάφραση Κώστα Κουλουφάκου στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 27 (Μάρτιος 1957).

7.Εφημερίδα «DAILY WORLD», 1/12/73.

8. «Γιάννης Ρίτσος: ο ποιητής της ειρήνης και της εργατιάς. Κάθε βιασμός της ανθρώπινης συνείδησης είναι ένας θάνατος». Συνέντευξη στη Βάνα Χαραλαμπίδου, Θεσσαλονίκη 10 Μάη 1984.

9.Ο.π.

10.Τ. Δημητρούλια. «Ωρα να δούμε τον ποιητή». Καθημερινή, 9.10.2005.

11.«Μία συνομιλία του Γιάννη Ρίτσου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η λέξη, τχ. 8, Οχτώβρης 1981, σ. 644 - 648.

12.Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Αρη Αλεξάνδρου, πρόλογος: Καίτη Δρόσου, επιμέλεια - εισαγωγή - σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου. Αγρα, Αθήνα 2008, 266 - 7.

13.Γιάννης Ρίτσος, Τι παράξενα πράματα. Μυθιστόρημα. Κέδρος, Αθήνα 1986, 169.

14.Γιάννης Ρίτσος. Ισως να 'ναι κι έτσι, ό.π., 106.

15.«Γιάννης Ρίτσος. Ο κομματικός, ο πανανθρώπινος ποιητής. (Οι συντάκτες του "Ριζοσπάστη" συζητούν με τον ποιητή εν όψει του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ»). «Κυριακά­τικος Ριζοσπάστης», 5 Απρίλη 1987.

16.Βλ. ενδεικτικά: Σόνια Ιλίνσκαγια. «Θέματα ποίησης και ποιητικής στο Ρίτσο», στο Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1981, σσ. 439 - 451. Ρούλα Κακλαμανάκη. «Γιάννης Ρίτσος. Από το εγώ στο εμείς και στο εκείνος», στο: Αραγκόν, Αλεξανδρόπουλος, Αναγνωστάκη. Ιλίνσκαγια. κ.ά. Γιάννης Ρίτσος. Μελέτες για το έργο του, Διογέ­νης, Αθήνα 1975, Χρίστος Αλεξίου, «Μια απόπειρα ανάλυ­σης της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου», στο: Διεθνές Συνέδριο. Ο ποιητής και ο πολίτης. Οι εισηγήσεις, επιμέλεια Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Στρατής Μπουρνάζος, Μουσείο Μπενάκη και Κέδρος, Αθήνα 2008, σσ. 147 - 177.

17.Γιάννης Ρίτσος, Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων. 9. Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Αγιος, Κέδρος, Αθήνα 1987, 19 - 20.

18.Ο.π., 76

19.«Η ομιλία του Γιάννη Ρίτσου στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων», Ριζοσπάστης, 2 Ιούλη 1976.

20.Γιάννης Ρίτσος, «Με το σκούντημα του αγκώνα», Κέδρος, Αθήνα 1986, 125.


Της
ΝΑΝΤΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ*
* Η Νάντια Φραγκούλη είναι φιλόλογος, μετα­πτυχιακή φοιτήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανε­πιστημίου Αθήνας.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
«Παρών» και στο κάλεσμα του σήμερα... (2012-11-11 00:00:00.0)
«Πρωινό Αστρο» του Γ. Ρίτσου (2011-11-12 00:00:00.0)
Ο Ρίτσος και τα τρία κόκκινα γράμματα (2010-05-02 00:00:00.0)
Για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (2009-11-17 00:00:00.0)
Αναδρομές βαθιάς ποιητικής φωνής (2001-01-31 00:00:00.0)
Ρίτσος, Λειβαδίτης και νεότεροι (1997-11-20 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ