Μια πρώτη απόπειρα κριτικής στην αστική κριτική για τον Ρίτσο
βγαίνουμε βόλτα οι δυο μας στις
φωταγωγημένες λεωφόρους
αργά τη νύχτα η ώρα 2
μετά την ποίηση που ξαγρυπνάνε ακόμη
ανύσταχτοι κομμουνιστές μελετώντας τον Λένιν
προσπαθώ να μη σκύψω ούτε χιλιοστόγραμμο
από τη χαρά μου
καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι
και με το δίκιο μου λέω
γιατί πίσω από τους κορμούς των δέντρων
με παραμονεύουνε χίλιοι χαφιέδες
και με φοβούνται στρατηγοί
δικτάτορες συνταγματάρχες
βασιλιάδες στρατοδίκες
παρ' ότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι
ούτε γροθιά σιδερένια
ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου
ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι
τίποτα τίποτα
πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν
οι πραγματικοί επαναστάτες»1
(«Το τερατώδες αριστούργημα» - Αθήνα. Κάλαμος. 1977)
Πρωτομαγιά 1909 - Πρωτομαγιά 2009. Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου. Εκατό χρόνια από την Πρωτομαγιά του, τη μέρα που τον σημάδεψε ως το στίγμα βιολογικής, ποιητικής και πολιτικής ζωής του. Καλούμαστε λοιπόν σήμερα, έναν αιώνα μετά τη γέννησή του και είκοσι σχεδόν χρόνια από το θάνατό του, να τον ξαναδιαβάσουμε, να αποτίσουμε έναν άξιό του φόρο τιμής. Πιο πολύ ακόμα, για μένα, καλούμαστε ν' ακούσουμε και ν' αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του έργου του, να πράξουμε σύμφωνα με την «υποθήκη» του. Και τέλος να υπερασπιστούμε αταλάντευτα τη φωνή του μπροστά σ' όλους του σύγχρονούς μας Κυπαρίσηδες2«που δεν γνώρισαν ποτέ τη φτώχεια, τη στέρηση, την εκμετάλλευση, την καταπίεση, όταν διαβάζουν τη λέξη σημαία ή ελευθερία στραβομουτσουνιάζουν (οι καλαίσθητοι) και λένε: "τι μεγαλοστομίες, πολιτικολογίες, συνθηματολογίες" και κάνουν πίσω, όπως κάνουν πίσω μπροστά στον εχθρό, αν δεν συνεργάζονται κιόλας μαζί του».3 Ο Γιάννης Ρίτσος όμως δεν έγραψε ποτέ για αυτούς: «Μα ποιος τους λογαριάζει; Ποιος γράφει για δαύτους; Δεν πα να κουρεύονται».4Οι «δικοί του» ήταν και είναι άλλοι, το κοινό που τον ενδιέφερε και στο οποίο απευθυνόταν πρώτα και πάνω από όλα, όπως προκύπτει από την ίδια την ποιητική του έργου του, ήταν και είναι η εργατική τάξη, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του κόσμου.
Ειδικότερα τώρα η σχέση του έργου του Γιάννη Ρίτσου με την αστική κριτική ήταν και είναι μια σχέση πολύπλοκη, η οποία ωστόσο καθορίστηκε σαφώς από την πολιτική ταυτότητα του ανθρώπου Ρίτσου αλλά και από την ποιητική έκφραση αυτής στο έργο του. Από την άποψη αυτή, η εξέλιξη αυτής της σχέσης μπορούμε να πούμε ότι ακολούθησε την ιστορική πορεία των καιρών: ξεκίνησε από την απόλυτη άρνηση - που κυμαίνεται από τον Α. Καραντώνη, που αρνείται να του προσδώσει ακόμα και τον τίτλο του ποιητή, μέχρι την καταστροφή των λίγων υπολειπόμενων αντιτύπων του Επιταφίου από τη μεταξική δικτατορία - προχώρησε σε μια «συγκαταβατική», θα λέγαμε, αποδοχή και βράβευση (1956 Κρατικό Βραβείο Ποίησης εξ ημισείας με το Νικηφόρο Βρεττάκο για το έργο του "Η σονάτα του σεληνόφωτος") στην τελική αποδοχή, κάτω και από την πίεση της διεθνούς πια καταξίωσής του, η οποία όμως συνοδεύτηκε και από την αποδόμηση του έργου που φλερτάρει επικίνδυνα με τη διαστρέβλωση. Φυσικά, αυτή η παρουσίαση είναι απαράδεκτα σχηματική και δεν αξιώνει ν' αποτελέσει τελική κρίση σε σχέση με την ιστορική πορεία της σχέσης της επίσημης κριτικής με το έργο του Ρίτσου. Στόχο έχει ν' αναδείξει έναν πρώτο προβληματισμό και να θέσει μια βάση για την ανάπτυξη κάποιων ζητημάτων που αφορούν στη σχέση του έργου του Ρίτσου με την κριτική.
Από νωρίς όμως τον αγκάλιασε και με την αγάπη του ο κόσμος, ο λαός: το 1936 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Ο ίδιος σε συνέντευξή του με όλο το προσωπικό του «Ριζοσπάστη» λέει: «Για να καταλάβετε, εκείνο τον καιρό, οι μεγαλύτεροι ποιητές έβγαζαν τριακόσια, πεντακόσια, το πολύ χίλια αντίτυπα, τα οποία πουλιόντουσαν μέσα σε δύο, τρία, τέσσερα χρόνια. Ο πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων, ο Παλαμάς, έβγαζε τόσα. Βγήκε, λοιπόν, σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα και μέσα σε δύο μήνες έφυγαν τα εννέα χιλιάδες επτακόσια πενήντα ή οχτακόσια αντίτυπα».8 Σύντομα η ποίησή του μελοποιείται και τραγουδιέται από χιλιάδες στόματα. Πολλοί θα πουν ότι οι μελοποιήσεις ζημίωσαν το έργο του. Ο ίδιος έχει διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης: «Η οποιαδήποτε μουσική επένδυση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να καταστρέψει ένα ποίημα. Να το φθείρει. Οταν μάλιστα συμβεί να γίνει μια πιο καλή επένδυση μουσική ενός ποιήματος, όπως έχουμε τα έργα του Θεοδωράκη, και πολλών άλλων συνθετών, τότε όχι μόνο δεν σκιάζουν το ποίημα αλλά του δίνουν φτερά, το δυναμώνουν, κι όπως σας είπα πρωτύτερα το εξοικειώνουν με τον κόσμο! Γίνεται ένα στοιχείο απαραίτητο μέσα στην ίδια τη ζωή τους. Τελικά καταντάει ή επιτυγχάνεται να γίνεται προσωπική έκφραση του καθενός ένα ποίημα που γράφτηκε γι' αυτό ή για κείνο το λόγο. Το ποίημα μέσω της μουσικής πηγαίνει και βρίσκει τον αναγνώστη, πηγαίνει και βρίσκει τον ακροατή, πηγαίνει και βρίσκει το φίλο, πηγαίνει και βρίσκει το σύντροφο και δημιουργείται μια πλατύτατη επικοινωνία, η οποία βοηθάει την ποίηση. Γίνεται καθημερινός λόγος! Γίνεται μια αναγκαιότητα όπως το ψωμί, ο έρωτας, το κρασί, η φιλία...9». Το έργο του γίνεται λαϊκό κτήμα και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, και για τον ίδιο, που βρήκε στον κόσμο και στους ποιητές την αναγνώριση που του στέρησαν οι διάφορες ακαδημίες, αλλά πρωτίστως για το λαό, ο οποίος μέσα από την ποίηση του Ρίτσου ήρθε σ' επαφή με την ποίηση της Γενιάς του '30 και τον ελληνικό ποιητικό μοντερνισμό.10
Αυτά ως μία σύντομη και κατ' ανάγκην πολύ γενικευτική περιγραφή του τοπίου της κριτικής σε σχέση με το έργο του Γιάννη Ρίτσου, θα ήθελα ωστόσο να εστιάσω σε κάποια ζητήματα, τα οποία η κριτική καταλόγιζε και εξακολουθεί λιγότερο ή περισσότερο να καταλογίζει στο Ρίτσο και να τα εξετάσω ως προς τις θέσεις του ίδιου του ποιητή, όπως προκύπτουν από την ποίηση του, τα πεζά του, τις συνεντεύξεις και την αλληλογραφία του.
Ενα πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κριτική προσεγγίζοντας το έργο του Ρίτσου είναι ο όγκος του. Μιλάμε σήμερα για αρκετές χιλιάδες τυπωμένες σελίδες και για έργο που περιλαμβάνει ποίηση, πεζογράφημα, θέατρο, μετάφραση. Σίγουρα πρόκειται για όγκο δυσθεώρητο. Σίγουρα το ευρύ κοινό θα τον γνωρίσει από τις ανθολογίες. Και σίγουρα οι φιλολογικές μελέτες δεν έχουν καλύψει παρά κάποια τμήματα αυτού του έργου. Από την άλλη όμως δεν μπορούμε με βάση αυτό να πούμε ότι το έργο του Ρίτσου είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό ούτε βέβαια και να το απαξιώσουμε με το επιχείρημα ότι είναι αδύνατον σ' έναν τέτοιο όγκο να υπάρχει ποιητική αξία. Πράγματι, υπάρχουν ποιήματα μεγαλύτερης και μικρότερης αξίας, όπως στο έργο κάθε ποιητή. Σε καμία περίπτωση όμως ο όγκος του έργου του δεν μαρτυρά προχειρότητα γραφής, κάτι για το οποίο του καταλόγισαν συχνά.
Χαρακτηριστικό σχετικά με το θέμα της πολυγραφίας του είναι το παρακάτω απόσπασμα από το «Τι παράξενα πράματα», δεύτερο τόμο του «Εικονοστασίου Ανωνύμων Αγίων»:
«... αφού η ζωή, συνεχίζεται μ' όλες τις αντιθέσεις της (και εξαιτίας τους), και κάθε αληθινό βιβλίο, κάθε σωστό έργο πρέπει να 'ναι ατελεύτητο, απέραντο. Μα το απέραντο πώς να το πούμε ολόκληρο μες στη θνητότητά μας; (...) Αλλωστε καραδοκεί και ο κίνδυνος της απεραντολογίας. Και τι θα πουν πάλι οι άκριτοι (και με το δίκιο τους οι άνθρωποι): "αμάν τι πολύγραφος, τι πολυπρόσωπος, απρόσωπος, αντιπρόσωπος. αυτός, παιδί μου, δεν γράφει λέξεις, κατουράει λέξεις"».13
Πάντως, πέρα από τη βαθιά ποιητική του ιδιοσυγκρασία που τον έκανε να βιώνει τη ζωή ως ποίηση και μέσα από την ποίηση, πέρα από την ακούραστη δουλειά του, η οποία τον χαρακτήριζε ως ποιητή, πρέπει, πιστεύω, στην εξέταση του θέματος της πολυγραφίας του να λάβουμε υπόψη και δύο ακόμα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με την ποιητική του και με την πολιτική του ταυτότητα. Από τη μία ο Ρίτσος ήταν ένας εξαιρετικά ευαίσθητος «κοινωνικός δέκτης» και έγραφε ανταποκρινόμενος σε κάθε καθημερινό κοινωνικοπολιτικό - και όχι μόνο - ερέθισμα. Από την άλλη, ότι αντιλαμβανόταν και όριζε την ποίησή του ως κοινωνική προσφορά, ως έναν τρόπο του να προσφέρει την ομορφιά στους ανθρώπους και, μέσα από την ομορφιά, την αγάπη για τη ζωή και τον κόσμο καθώς και το κουράγιο ν' αγωνιστούν για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.
Δύο είναι όμως τα κυριότερα στοιχεία που αξίζει, νομίζω, να μας απασχολήσουν. Πρώτα απ' όλα, η ταύτιση του πολιτικού με το επικαιρικό, η οποία φαίνεται ανάγλυφα στον τρόπο με τον οποίο η αστική κριτική χρησιμοποιεί τον όρο «στρατευμένη ποίηση (ή και γενικότερα τέχνη)», την οποία βέβαια απαξιώνει εντελώς. Ωστόσο, στρατευμένη είναι η τέχνη στο σύνολό της. Στρατευμένη με τη μία ή με την άλλη πλευρά. Αυτό άλλωστε εννοεί και ο ίδιος ο Ρίτσος, όταν λέει «η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι» και αρνείται να χωρίσει την ποίηση σε τέτοιου τύπου κατηγορίες, ότι δηλαδή η ποίηση, όπως και ολόκληρη η τέχνη, και κάθε ανθρώπινη πράξη μέσα σε μια κοινωνία έχει πολιτική ταυτότητα, «παίρνει θέση». Ετσι ο Ρίτσος δεν είναι «πολιτικός» μόνο στις «Γειτονιές του κόσμου» και το «Καπνισμένο τσουκάλι». Είναι και στην «Τέταρτη Διάσταση» και στις «Μαρτυρίες» και στις συλλογές που εντάσσονται στο «Γίγνεσθαι» και στα «Ερωτικά» του και στο «Εικονοστάσιο». Είναι κομμουνιστής ποιητής - είτε μιλάει για την ιστορία είτε μιλάει για τον έρωτα - κι αυτό γιατί η κοσμοθεωρία του καθορίζει την ποιητική του.
Το γεγονός δηλαδή ότι ο Ρίτσος επιλέγει να μιλήσει «απλά», χρησιμοποιώντας τα υλικά της καθημερινότητας και του λαϊκού βίου αλλά και τη λαϊκή γλώσσα, τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο και σε επίπεδο δομής, ότι επιλέγει να γράφει χωρίς «καθόλου προπάντων αφηρημένα ουσιαστικά», όπως λέει στο Εικονοστάσιό14 του, ότι προβάλλει διαρκώς ως πρότυπο την εργατική τάξη, ακόμα και ότι επιμένει να εντοπίζει και ν' αναδεικνύει την ομορφιά ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες είναι εγγενή στοιχεία της ποιητικής του, τα οποία απορρέουν από την πολιτική του ταυτότητα.
Παραθέτω:
«Γιατί προοδευτικό δεν είναι μονάχα το να κάνουμε μια επίθεση εναντίον των αντιδραστικών δυνάμεων. Προοδευτικό, επίσης, είναι το να γράφουμε έναν ύμνο της ζωής, το να λέμε ότι τούτη η ζωή δεν είναι αυτή η μαύρη όπως μας την καταντάνε, αλλά έχει ωραία ηλιοβασιλέματα, έχει ωραίες ανατολές, έχει ωραίες γυναίκες, έχει ωραίες φιλίες, έχει ωραίες αγάπες, ότι κάτω απ' τις χειρότερες των συνθηκών η ζωή είναι ωραία και αξίζει να τη ζήσουμε και εν ονόματι αυτής της αξίας ν' αγωνιστούμε να γίνει καλύτερη».15
Το δεύτερο στοιχείο, στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι η κρατούσα στους σύγχρονους - και όχι μόνο - κύκλους των ποιητών και της κριτικής άποψη ότι ποίηση και πολιτική δεν μπορούν να συμβαδίζουν, ότι άρα ό,τι είναι πολιτικό δεν έχει αισθητική αξία ως ποίημα. Θα γυρίσω πρώτα για μια ακόμη φορά στο Ρίτσο: «Ο ποιητής είναι ένα πραγματικό παιδί του λαού. Γι' αυτό είναι υποχρεωμένος να κάνει πολιτική». Είναι αυτονόητο ότι το πολιτικό περιεχόμενο από μόνο του δε δίνει αισθητική αξία στο ποίημα. Αυτή είναι αποτέλεσμα κοπιώδους επεξεργασίας και, βέβαια, «ταλέντου». Αυτά όμως τα γνώριζε ο Γιάννης Ρίτσος πάρα πολύ καλά, το ίδιο το έργο του είναι, νομίζω, το ασφαλέστερο τεκμήριο για αυτό.
Κλείνοντας, θέλω ν' αναφερθώ σ' ένα ακόμη στοιχείο που έχει απασχολήσει πολύ τη σύγχρονη κριτική σε σχέση με το έργο του Ρίτσου. Πρόκειται για το θέμα της κρυπτικότητας του έργο του, το οποίο συνδυάζεται με νύξεις για ανειλικρίνεια ή για αυτολογοκρισία.
Η ποίηση του Ρίτσου παρουσιάζει το παράδοξο ότι κατορθώνει να παραγάγει ένα τεράστιο σημασιολογικό βάθος χρησιμοποιώντας πάρα πολύ ευτελή και «μονοσήμαντα» εκ πρώτης όψεως υλικά: το τραπέζι, το ψωμί, τα χέρια, ένα λουλούδι, ένα φύλλο. Ετσι, όπως συχνά έχει παρατηρηθεί από τους μελετητές,16ενώ φαίνεται εύληπτη, έχει πάρα πολλά επίπεδα σημασίας. Η ουσιαστική της διαφορά ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι με αυτά τα ευτελή υλικά της φροντίζει ώστε να γίνει εύληπτη και για τον μη μυημένο, τον μη ασκημένο αναγνώστη. Κι αυτό ίσως είναι το πιο καίριο πολιτικό της στοιχείο. Σαφώς, δεν μπορεί κανείς να συλλάβει το βάθος αυτό στην ολότητά του με την πρώτη ανάγνωση, ίσως όχι και μετά από πολλαπλές αναγνώσεις, ωστόσο πιστεύω ότι χρησιμοποιώντας τα υλικά του καθημερινού λαϊκού βίου, ο Ρίτσος κατορθώνει να παρασύρει τον λαϊκό, τον απαίδευτο αναγνώστη στη δεύτερη, την τρίτη ανάγνωση - ή ακρόαση - μέσα από τη συγκίνηση που του δημιουργεί στην πρώτη κιόλας επαφή με την ποίησή του. Ετσι, η ποίησή του πάνω από όλα «επιμένει στη συνάντηση»:
Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
θ' αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,
θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.
**
Το αυγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στην κουζίνα
σα γανωμένο τεντζέρι (γι' αυτό που σας λέω γίνεται έτσι)
φωτίζει τ' άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή του σπιτιού -
πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
**
Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.
(«Το νόημα της απλότητας», Παρενθέσεις, 1946 - 1947)
Δεν θα τον χαρακτήριζα κρυπτικό ποιητή επομένως, μόνο και μόνο γιατί πιστεύω ότι θέλει να τον «βρούμε» και μας παρέχει απλόχερα τα εφόδια για να το πετύχουμε.
Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε, νομίζω, να μιλήσουμε και για την ειλικρίνειά του, την αφοπλιστική του τελικά ειλικρίνεια. Στον τελευταίο τόμο του «Εικονοστασίου» γράφει:
«Ειλικρινά θα 'θελα να 'μαι απόλυτα ειλικρινής. Ομως κανείς μας δεν το καταφέρνει, δεν το μπορεί ή εμποδίζεται, την κρίσιμη στιγμή, απ' την ενδεχόμενη (μάλλον βεβαία) παρανόηση των άλλων. Ετσι κάτω απ' την όποια ειλικρίνειά μας νιώθεις να διανοίγονται πλάγιοι δρόμοι (υπόγειοι ή υποβρύχιοι), υπεκφυγές, ελιγμοί, θελημένες ή αθέλητες συγχύσεις και αποσιωπήσεις που πασχίζουν να σβήσουν με τα πέλματά τους, με κινήσεις κάπως χορευτικές, τα ίχνη της ευθύγραμμης (γι' αυτό και κοινότυπης) ομολογίας. Κι ίσως αυτές οι συχνές μετατοπίσεις χρόνου, τόπου, φωτισμού, ατμόσφαιρας, να 'ναι εκείνες που δημιουργούν τη μαγεία των πολλών διακλαδώσεων και συσχετίσεων, εκείνες που αποτρέπουν μια κατευναστική λύση, ένα απαλλακτικό (άρα και αποχαυνωτικό) συμπέρασμα χωρίς πια να ερευνάς πιο πέρα, να συμμετέχεις και να συνεχίζεις. Αυτό ήταν λες... Ε, όχι, λοιπόν, κύριοι. Δεν τελείωσε. Τίποτα δεν τελειώνει. Ψάξε. Σκάψε. Υπάρχει κι άλλο στρώμα πιο βαθιά. Υπάρχει χρυσάφι δικό σου, δικό μας, όλων μας... Ευλογημένη ας είναι η ημιτελής ειλικρίνεια που κινείται ακάματη μέσα στη διάρκεια»,17 και «Και τα κρατώ καλά κρυμμένα. Και να το ξέρεις: κρύβοντας αποκαλύπτεις».18
Οσον αφορά, τέλος, στο θέμα της αυτολογοκρισίας, θα έλεγα ότι ναι, αυτολογοκρίνεται και στην ποίησή του με τον τρόπο που αυτολογοκρίνεται όταν γράφει στη φίλη του Καίτη Δρόσου από το κολαστήριο της Μακρονήσου και της μιλάει για την ομορφιά της θάλασσας ή ενός λουλουδιού και της λέει ότι είναι καλά. Αυτολογοκρίνεται επειδή θεωρεί «ότι αθέλητος σκοπός της τέχνης είναι ο μετασχηματισμός των αρνητικών στοιχείων της ζωής σε θετικά. Γιατί; Γιατί αυτό το πλεονέκτημα το έχει ο ποιητής: από τα βάσανά του, απ' την εξορία του, απ' την πικρία του, απ' το μαρτύριό του, απ' τη στέρησή του, να παίρνει ερεθίσματα, αφορμές, για να φτιαχτεί ένα ωραίο ποίημα. Και η ομορφιά του ποιήματος είναι εκείνη που επιστεγάζει όλο το μαρτύριο, το εξαγνίζει και σχεδόν απαλλάσσει τον άνθρωπο απ' το μαρτύριό του και του δημιουργεί ένα "ευχαριστώ" που δέχτηκε κι αυτό το χτύπημα, για να μπορέσει να προσφέρει στην ανθρωπότητα αυτό το ωραίο ποίημα που την κάνει να πιστέψει στην αξία της ζωής».19 Δεν πρόκειται δηλαδή για απόκρυψη πληροφοριών ή για ανειλικρίνεια, αλλά για ένα μετασχηματισμό του αρνητικού σε θετικό, ο οποίος τελείται μέσα στο ίδιο το ποίημα και ο οποίος απορρέει από την όλη του κοσμοθεωρία. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, τον ιδιαίτερο ρόλο που κατέχει η ομορφιά ως αξία στην ποίηση του Ρίτσου και μάλιστα ως αξία που οφείλει να προσφερθεί:
«Γι' αυτό κι εγώ πασκίζω νύχτα μέρα να καταγράψω τα όμορφα και τα καλά του κόσμου, να γίνει πιο καλή (όσο γίνεται) η ζωή για μένανε και για όλους».20
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*.Γιάννης Ρίτσος, «Επιλογικό» Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα. Κέδρος. Αθήνα 1991. 93 - 94.
1.Γιάννης Ρίτσος, Γίγνεσθαι. «Το τερατώδες αριστούργημα». Κέδρος. Αθήνα 2004 14. 369 - 370.
2.Στο εννιάτομο πεζογράφημα του «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων» ο Ρίτσος δημιουργεί έναν αποκρουστικό αλλά και συνάμα κωμικό χαρακτήρα, τον κ. Κυπαρίση, ο οποίος εκφράζει λίγο πολύ τις θέσεις της αστικής κριτικής απέναντι στο έργο του. Ο αφηγητής, πίσω από τον οποίο μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι βρίσκεται ο ίδιος ο Ρίτσος, τον αντιμετωπίζει παραδειγματικά με ειρωνεία, χιούμορ και ενίοτε συγκατάβαση.
3.Γιάννης Ρίτσος. «Ισως να 'ναι κι έτσι». Κέδρος. Αθήνα 1986, 77.
4. Ο.π.
5.«Ο Κωστής Παλαμάς στο Γιάννη Ρίτσο», Νεοελληνικά Γράμματα, τχ. 35 (31.7.1937). 15.
6.Λ. Αραγκόν. Ο Αραγκόν για το Ρίτσο, επιμέλεια Αικ. Μακρυνικόλα, «Μελέτες για τον Γιάννη Ρίτσο», Κέδρος. Αθήνα 1983. 10. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Les Lettres Fraincaises, τχ. 660 (28 Φεβρουαρίου 1957). Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε μετάφραση Κώστα Κουλουφάκου στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 27 (Μάρτιος 1957).
7.Εφημερίδα «DAILY WORLD», 1/12/73.
8. «Γιάννης Ρίτσος: ο ποιητής της ειρήνης και της εργατιάς. Κάθε βιασμός της ανθρώπινης συνείδησης είναι ένας θάνατος». Συνέντευξη στη Βάνα Χαραλαμπίδου, Θεσσαλονίκη 10 Μάη 1984.
9.Ο.π.
10.Τ. Δημητρούλια. «Ωρα να δούμε τον ποιητή». Καθημερινή, 9.10.2005.
11.«Μία συνομιλία του Γιάννη Ρίτσου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η λέξη, τχ. 8, Οχτώβρης 1981, σ. 644 - 648.
12.Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Αρη Αλεξάνδρου, πρόλογος: Καίτη Δρόσου, επιμέλεια - εισαγωγή - σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου. Αγρα, Αθήνα 2008, 266 - 7.
13.Γιάννης Ρίτσος, Τι παράξενα πράματα. Μυθιστόρημα. Κέδρος, Αθήνα 1986, 169.
14.Γιάννης Ρίτσος. Ισως να 'ναι κι έτσι, ό.π., 106.
15.«Γιάννης Ρίτσος. Ο κομματικός, ο πανανθρώπινος ποιητής. (Οι συντάκτες του "Ριζοσπάστη" συζητούν με τον ποιητή εν όψει του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ»). «Κυριακάτικος Ριζοσπάστης», 5 Απρίλη 1987.
16.Βλ. ενδεικτικά: Σόνια Ιλίνσκαγια. «Θέματα ποίησης και ποιητικής στο Ρίτσο», στο Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1981, σσ. 439 - 451. Ρούλα Κακλαμανάκη. «Γιάννης Ρίτσος. Από το εγώ στο εμείς και στο εκείνος», στο: Αραγκόν, Αλεξανδρόπουλος, Αναγνωστάκη. Ιλίνσκαγια. κ.ά. Γιάννης Ρίτσος. Μελέτες για το έργο του, Διογένης, Αθήνα 1975, Χρίστος Αλεξίου, «Μια απόπειρα ανάλυσης της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου», στο: Διεθνές Συνέδριο. Ο ποιητής και ο πολίτης. Οι εισηγήσεις, επιμέλεια Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Στρατής Μπουρνάζος, Μουσείο Μπενάκη και Κέδρος, Αθήνα 2008, σσ. 147 - 177.
17.Γιάννης Ρίτσος, Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων. 9. Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Αγιος, Κέδρος, Αθήνα 1987, 19 - 20.
18.Ο.π., 76
19.«Η ομιλία του Γιάννη Ρίτσου στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων», Ριζοσπάστης, 2 Ιούλη 1976.
20.Γιάννης Ρίτσος, «Με το σκούντημα του αγκώνα», Κέδρος, Αθήνα 1986, 125.