Αυτό που εμφανίζεται ως «αναδιαμόρφωση του πολιτιστικού τομέα» είναι μέρος «των γενικότερων μειώσεων στον προϋπολογισμό που επιχειρεί η γαλλική κυβέρνηση». Αυτό στην πράξη οδηγεί, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της κυβέρνησης να καλύψει μόνο τις μισές από τις κενές θέσεις μετά τη συνταξιοδότηση υπαλλήλων. Οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται επίσης γιατί «δίνεται όλο και μεγαλύτερη έμφαση στην αύξηση των εσόδων από την πώληση εισιτηρίων και τη μείωση του προϋπολογισμού και όχι στην ποιότητα των εκθέσεων των μουσείων».
Ολα τα παραπάνω δεν είναι παρά τα αποτελέσματα της διαδικασίας πλήρους εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, ως στρατηγικού στόχου του κεφαλαίου που αντιμετωπίζει τον πολιτιστικό τομέα ως ένα ακόμη πεδίο αύξησης της κερδοφορίας του. Σε αυτό το πλαίσιο τα μουσεία αποτελούν το κατ' εξοχήν «φιλέτο» για το κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα που το Λούβρο «αποψιλώνεται» από τους εργαζομένους του, ξεκίνησε διαδικασία επέκτασής του με τη λογική των «παραρτημάτων» σε Αίγυπτο και Αμπου Ντάμπι, λειτουργώντας ακριβώς ως μία ακόμη πολυεθνική. Αυτό το «μοντέλο» επιχειρείται να επιβληθεί και στην Ελλάδα και η πρώτη κρούση έγινε με τη θεσμοθέτηση του νέου Μουσείου Ακρόπολης ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, αποκομμένου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ώστε να «απελευθερωθεί» από κάθε δημόσιο έλεγχο και να λειτουργήσει με ιδιωτικοοικονομικούς όρους.