Κυριακή 17 Γενάρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
Ματοβαμμένη ένδοξη ιστορία

«Οι μαύροι σκλάβοι της Αϊτής κατατρόπωσαν το στρατό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, και το 1804 υψώθηκε πάνω στα ερείπια η σημαία των ελεύθερων. Δεκαοχτώ στρατηγοί του Ναπολέοντα είχαν θαφτεί στο εξεγερμένο νησί» αναφέρει ο Εντουάρδο Γκαλεάνο σημειώνοντας ότι το αντίτιμο για την «χαμένη αξιοπρέπεια της Γαλλίας» που είχε αρχικά οριστεί σε 150 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα και κατόπιν μειώθηκε σε 60 εκατομμύρια θα αντιστοιχούσαν σήμερα σε 21,7 δισεκατομμύρια δολάρια δηλαδή 44 φορές τον παρόντα προϋπολογισμό της χώρας.

Το αντίτιμο δεν ήταν μόνο για τις οικονομικές απώλειες - τις παραμονές της γαλλικής επανάστασης η Αϊτή παρήγαγε το 60% της παγκόσμιας παραγωγής καφέ και τροφοδοτούσε το 40% της ζάχαρης της Γαλλίας και της Βρετανίας ενώ ο πλούτος της ήταν η βάση για την οικοδόμηση «λαμπρών αστικών κέντρων» στη Γαλλία - και πολιτικές απώλειες της Γαλλίας - έχασε το κέντρο εφόρμησης για τη συνέχιση της αποικιοποίησης των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, είχε πολλές σημασίες και συνέπειες.

Καταρχήν, η Γαλλία είχε τη στήριξη του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον που έβλεπε με αποστροφή την εξέλιξη της δημιουργίας του πρώτου κράτους πρώην σκλάβων και μαύρων κατοίκων. Μία συνεργασία που στην περίπτωση της Αϊτής συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα στηρίζοντας την ντόπια πλουτοκρατία και τους πολιτικούς εκπροσώπους της.

Το μακρύ χέρι των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Γουίντροου Γουίλσον, αποστέλλοντας 330 πεζοναύτες, το 1915 καταλαμβάνει το Πορτ-ο-Πρενς και η αμερικανική κατοχή διαρκεί για 19 χρόνια. Αποχωρώντας - καθώς δεν έφυγαν ποτέ - οι Αμερικανοί πεζοναύτες δημιούργησαν τους «θεσμούς» ελέγχου αλλά και βασικές υποδομές. Ακολούθησαν σειρά πραξικοπημάτων μέχρι το 1957.

Την περίοδο από το 1957 ως το 1971 οι Αϊτινοί ζούσαν υπό τη βαριά σκιά του «Πάπα Ντοκ» Ντιβαλιέ, ενός βάρβαρου δικτάτορα ο οποίος απολάμβανε της στήριξης των ΗΠΑ διότι οι Αμερικανοί τον θεωρούσαν αξιόπιστο αντικομμουνιστή και η Αϊτή απείχε μόλις 90 ναυτικά μίλα από την Κούβα. Μετά το θάνατό του, ο γιος του Ντιβαλιέ, ο Ζαν Κλοντ «Μπέιμπι Ντοκ» έγινε ισόβιος πρόεδρος στην ηλικία των 19 ετών και κυβέρνησε την Αϊτή ώσπου τελικά ανατράπηκε το 1986. Ηταν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 που ο Μπέιμπι Ντοκ και η κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες των Ηνωμένων Πολιτειών συνεργάστηκαν για να μετατρέψουν την Αϊτή και την πρωτεύουσα της Αϊτής σε αυτό που ήταν την 12η Ιανουαρίου του 2010, καθώς έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για να μεταμορφώσουν την Αϊτή στην «Ταϊβάν της Καραϊβικής». Αυτή η μικρή, φτωχή χώρα, που βρισκόταν, πολύ βολικά, κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκε εντολές να εγκαταλείψει το αγροτικό της παρελθόν και να αναπτύξει ένα ρωμαλέο, προσανατολισμένο στις επενδύσεις βιομηχανικό τομέα. Αυτός, ελέχθη στο Ντιβαλιέ και στους ανθρώπους του, ήταν ο δρόμος προς τον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ανάπτυξη.

Από την σκοπιά της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών για την Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) η Αϊτή αποτελούσε τον τέλειο υποψήφιο καθώς η ανέχεια των μαζών μπορούσε να αξιοποιηθεί για να τις αναγκάσει να δεχτούν θέσεις εργασίας με μισθούς πείνας, για να ράβουν μπάλες μπέιζμπολ και να παράγουν άλλα προϊόντα.

Μετά την ανατροπή του Μπέϊμπυ Ντοκ ακολούθησε πολιτική αναταραχή. Το 1991 για «κακή τους τύχη» οι Αϊτινοί εξέλεξαν τον «πάστορα» Ζαν Μπερτράντ Αριστίντ, ο οποίος μετά από λίγο ανατράπηκε από πραξικόπημα. Αποκαταστάθηκε με μία «χολιγουντιανού τύπου» επέμβαση της κυβέρνησης Κλίντον υπό τον όρο όμως ότι «θα είναι υποτακτικός σε όλες τις διαταγές των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων». Ο Αριστίντ που δεν είχε δικαίωμα να θέσει ξανά υποψηφιότητα. Εντούτοις εκλέχτηκε εκ νέου το 2000. Οι ΗΠΑ αμέσως επέβαλλαν κυρώσεις «επειδή θεώρησαν ότι εκλέχτηκε με νοθεία», κυρώσεις που ήραν αμέσως μετά την ανατροπή του και την εκδίωξή του με το «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» της 29ης Φλεβάρη 2004, πραξικόπημα από κοινού με τον Καναδά και τη Γαλλία, αφήνοντας τους «κυανόκρανους» να ολοκληρώσουν το έργο της καταστολής και της καταστροφής.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ