Κυριακή 11 Απρίλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η φτερωτή

Γρηγοριάδης Κώστας

Να σου πω τι μου 'τυχε στα μικράτα μου, να δεις αν έχω δίκιο που 'γινα ό,τι είμαι, Πες το Σπύρο, κι άμα συμφωνείς, τούτο το φάρμακο θα μας βοηθήσει να βρούμε την άκρη μαζί. Δε σχολίασε ο Σπύρος ο υδραυλικός την πρόταση, ήξερε αυτός πως μέχρι να τελειώσει την ιστορία του, θα 'χαν ξεμπερδέψει και το μπουκάλι, μη φανταστείτε πρώτο μέγεθος, μεσαίο ήταν από κείνα τα μοντέρνα της μπύρας. Και που λες έπιασα πρώτα πρώτα δουλειά στο κουρείο, ξέρεις ξεσκόνισμα όσο έφτανα με τη βούρτσα, να κρεμάσω το παλτό και το καπέλο, ν' ανοίξω την πόρτα, τέτοια πράματα, και νάα το χαρτζιλίκι, μάζευα δέκα οχτώ δραχμές τη μέρα, κόντευα μεροκάματο ο δικός σου, όλοι όμως ξέρανε τις δυσκολίες που 'χαμε σπίτι, Να σου πω λοιπόν καπάκι μην το λησμονήσω, δεν πρέπει, να τι μου 'τυχε τότες με το Στέλιο το σιδερά, τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις;

Παλιός εξόριστος, που στάλιασε στο νησί κι άνοιξε σιδεράδικο, θηρίο μοναχό, γίγαντας, είχε κι ένα μάτι δεν ξέρω από τι, μελέταγαν πως ήταν από κομμάτι που 'σπασε στ' αμόνι, να σκεφτείς λύγιζε στο γόνατο τις σιδεροσωλήνες αντί στον κουρμπαδόρο, ο Στέλιος που λες, τότε που δούλευα στο κουρείο και πήγαινα στη μάνα μου ό,τι μάζευα, ήταν βλέπεις πάλι σε διακοπές ο πατέρας μου, με φωνάζει μια μέρα που πέρναγα, Σκατοκόπρα έλα δω, ναι έτσι με φώναξε, σκατοκόπρα, δε ξέρω τι πάει να πει, χαϊδευτικό ήτανε πάντως, εγώ όμως τον φοβόμουνα, μου βάζει στην τσέπη τρία κατοστάρικα, ήταν καλά λεφτά, Να τα πας στη μάνα σου και μιλιά σε κανέναν, ούτε να της πεις ποιος σου τα 'δωσε σκατοκόπρα, κατάλαβες, ειδάλλως θα σε στραβώσω, μάλιστα κύριε, ο Στέλιος που τον τρέμαμε, το θυμάμαι και μου 'ρχονται δάκρυα, ήτανε κείνο το βοήθειο μια ανάσα για τη μάνα, τέλος πάντων.

Σπύρο δεν έχω την αντοχή σου, Καλά ντε, καλά όχι σε σένα, είναι πάντως ελαφρύ, καλόπιοτο, Του Μάκη είναι, Α, καλά να 'ναι κι αυτός να μας θυμάται με κάνα μπουκαλάκι τέτοιο, βάλσαμο έχει κάνει, πες του από μένα το Σπύρο, που 'κανα εμπόριο με τ' Αθάνατο νερό, λοιπόν να πούμε τι έγινε μετά, με κιαλάρισε σπέρδουλο ο γείτονας ο πονηρός, και μου λέει, Σπυράκο θα 'ρθεις να δουλέψεις μαζί μου, άλλο που δεν ήθελα, με πόσα νομίζεις, οχτώ δραχμές ο μπαγάσας, όσα και τα χρόνια μου, μα δεν είχα παράπονο, άκου όμως γιατί, το παγωτό γινότανε χειροκίνητο τότε, δεν υπήρχε ρεύμα, οπότε τη φτερωτή την καθαρίζαμε με το δάχτυλο, γι' αυτό κυνηγάγαμε τη δουλειά στο ζαχαροπλαστείο, για τη φτερωτή, μα κάποτε που 'ριχνα νερό στο ψυγείο του πάγου, ήτανε βλέπεις κι αυτό στα καθήκοντά μου κι επειδής δεν έφτανα, μου 'χε βάλει ένα χαρτόκουτο ν' ανεβαίνω πάνω, βράχηκε, έκατσε κι έπεσα μέσα στο νεροχύτη, έσπασα και κάμποσα ποτήρια, ορμάει ο άθλιος κι αντί να δει μπας κι είχα κοπεί, τραβάει ένα βρισίδι, όλο δικό μου, προσβλήθηκα κι έφυγα να γίνω με το φίλο μου το Στρατή επιχειρηματίας, πάει να πει, να κουβαλάμε το αθάνατο νερό απ' το Τέτοιο, δε γίνεται να μην το 'χεις ακουστά, όχι είπες, καλά, αυτό το νερό, για να ξέρεις, κάνει καλό στα νεφρά, σκέτη εγχείρηση είναι, αρκεί να το πιεις φαγωμένος, αλλιώτικα σου τρυπάει το στομάχι, κάνει τις πέτρες σκόνη για να καταλάβεις, κουβαλάγαμε το λοιπόν νταμιτζάνες και μπουκάλια γύρω γύρω στ' ακρωτήρι με τη βάρκα και τα πααίναμε για πούλημα βάσει λίστας πελατών, βγάζαμε καλά λεφτά, μέχρι που ο γέρος μου έμαθε πως είχα φύγει από του κουμπάρου του, αυτός ο ανάλγητος να καταλάβεις, με χρέωσε τα σπασμένα ποτήρια και τ' αφαίρεσε ο φραγκοφονιάς από τα χρωστούμενα, ο κύρης μου ποτές δεν έπαιρνε το μέρος μου, έτσι γινότανε τότε, για όλα έφταιγα γω, άκουε όμως, του τα 'πα για το δίκιο μου και την προσβολή και δεν απάντησε, κατάλαβα πως φχαριστήθηκε που 'χα άποψη και φιλότιμο....

Μου απαγόρεψε όμως το εμπόριο και μ' έβαλε στην επιχείρηση του Αποτέτοιου με τ' αναψυκτικά, πορτοκαλάδες, λεμονάδες, γκαζόζες, τούμπανο οι κοιλιές μας, και τώρα είναι φημισμένες, φέρνανε απ' την Αργολίδα την ύλη, οπότε σαν ήταν να 'ρθει ο επιθεωρητής εργασίας, με φωνάζει τ' αφεντικό και μου λέει, Σπυράκο, να μην έρχεστε απ' την κεντρική πόρτα, να μπαινοβγαίνετε από τούτη την πλαϊνή, μη σας δει τόσο πρωί ο κύριος επιθεωρητής, κι άμα σας ρωτήσει, να του πείτε πως δουλεύετε από τότε μέχρι τότε, όχι πότε έρχεσαι και φεύγεις, έτσι Σπυράκο, Πώς είπες κύριε Μανώλη τις ώρες, τον ρωτάω εγώ, Από τότε μέχρι τότε είπα, μη με κάψεις πρόσεχε, και παίρνω γω ένα χαρτόνι, γράφω πάνω ώρες εργασίας από τότε μέχρι τότε, το κρεμάω στην πόρτα και άρχισα να πηγαίνω από τότε μέχρι τότε, κι όχι μόνον εγώ μα κι άλλοι τρεις πιτσιρικάδες, που δουλεύαμε στη βιοτεχνία, όχι παίζουμε και τράβαγε τα μαλλιά του ο κυρ - Μανώλης, ήταν φίλε το πρώτο σωματείο που λειτούργησε στο νησί και γω ήμουνα οχτώ χρονώ, αμέ τι νομίζεις....

Να σου πω τώρα με τη φυλακή τι έγινε, αλλά πρώτα γιατί και πώς με σουτάρανε στο έκτακτο, τότε στη χούντα καμωμένα τούτα, στήσε αυτί να δεις, δέκα εννιά χρονώ πήγα μια μέρα με κάτι φίλους στο πάνω χωριό και τι να δούμε, όλα τα παράθυρα των καφενείων σκεπασμένα με αφίσες και συνθήματα για την επανάσταση, σκοτάδι μέσα και να σκεφτείς ανάβανε από νωρίς λουξ να βλέπουνε, τέτοια κατάντια, Στο διάολο, λέω, τα σκίζω όλα, τα πέταξα στη μέση στην πλατεία και φόκο, κοίταγαν απ' τα τζάμια, πήρε το μάτι μου κάποιον πίσω από μια μάντρα, ο χαφιές ήτανε, κάνω μια αφίσα σουραύλι, την ανάβω και του την πετάω πάνω απ' τον τοίχο, με πιάσανε μετά, τους άλλους όχι γιατί οι πατεράδες τους δεν είχαν κάνει εξορία, συνεννοηθήκαμε πάντως τι θα πούμε, Δήλωση, λένε στο τμήμα, Τι είναι αυτό, δεν ξέρω εγώ από δηλώσεις, Υπόγραψε αλλιώτικα πας στρατοδικείο, Και δε με πάτε να τρώω και τζάμπα, να ξύλο, να και στρατοδικείο, στο καράβι να σκεφτείς με δέσανε στα ρέλια οι μπασκίνες, κατάλαβες, Να 'χουμε την ησυχία μας, είπαν, κι αν βουλιάζαμε, πάει ο Σπύρος...

Εγώ κύριε Πρόεδρε είχα ένα μηχανάκι και πήγα να δω την κοπέλα μου σ' εκείνο το χωριό και βγήκε η αλυσίδα, φως δεν έχουμε στο νησί, ούτε άσφαλτο σαν και σας εδώ στην Αθήνα, τίποτα δεν έχουμε, άναψα κάτι χαρτιά μέσα στο σκοτάδι, να βλέπω τι κάνω στη μηχανή κι αυτό ήτανε, Αθώος προτείνει ο Βασιλικός Επίτροπος, Δεν είμαστε καλά, λέει ο Πρόεδρος, ανοίγει το φάκελο, είχαν φίλε μου την καμένη αφίσα, το σουραύλι που 'ριξα στο χαφιέ, Εφριξε ο Πρόεδρος, είναι μίασμα σαν και τον πατέρα του, οχτώ μήνες με αναστολή, Δηλαδή, ρωτάω, Τσακίδια σπίτι σου, αν βήξεις κακομοίρη μου την πληρώνεις διπλά, στρίβε τώρα, χαρά εγώ, πάω να φύγω, Ε, πού πας, μ' αρπάζει ο χωροφύλακας, Μα είπε ο κύριος Πρόεδρος, Είπε αλλά πρέπει να πληρώσεις τα έξοδα, πού να βρω εγώ να πληρώσω, άφραγκος ήμουνα, στο σπίτι δεν είχαν ιδέα, πού να τους φορτώνω και με τα δικά μου, τέτοιον καημό που 'χαμε με τον πατέρα μου πάλι με ΄΄τας ωραίας φακάς΄΄ του δεσπότη στη Γιούρα, το 'χεις ακούσει....

Μια και δυο στον Κορυδαλλό, ούτε κουβέρτα είχα, ούτε ρούχα, χειμώνας καιρός, σπασμένα τα μισά τζάμια οι κερατάδες, τουρτούριζα, σταματάει μια μέρα το καλοριφέρ, Ξέρει κανείς από υδραυλικά, φώναζε ένας, πώς μού 'ρθε, Εγώ ξέρω, του απάντησα, Ηξερες Σπύρο από υδραυλικά, Αστειεύεσαι, ναυτικός ήθελα να γίνω, με πάνε σ' ένα υπόγειο, χάρμα ήτανε, ζέστη να φαν κι οι κότες, άρχισα να ψάχνω, ήμουνα παρατηρητικός, πατάω ένα κουμπί πήρε μπροστά το καζάνι, πού να ξεκολλήσω εγώ, Δε φεύγω από δω, τους λέω, θα σταματήσει πάλι τουτονά, αφήστε με να το προσέχω, με κλείδωσαν εκεί, αλλά πόσο να κάτσω, μια και δυο ξέφυγα από την πόρτα της πτέρυγας και τρέχοντας μπροστά εγώ πίσω ο τύπος με το ντουφέκι, έφτασα στα γραφεία, Πού πας βρε κομμούνι, φώναζε εκείνος, Να δω τον διοικητή, δε γυρίζω πίσω, άμα θες πυροβόλα, εμένα ο πρόεδρος μου 'πε πως είμαι ελεύθερος, γιατί με φέρατε εδώ, Βρε χρωστάς λεφτά αγύριστο κεφάλι, Ε και σαν χρωστάω πώς θα τα βγάλω στη φυλακή, αφήστε με να βγω να τα φέρω....

Την άλλη μέρα άφησαν κι άλλους άφησαν και μένα, άρχισα να δουλεύω να μαζέψω τα χρωστούμενα, ήρθε σπίτι και μ' έπιασε η χωροφυλακή, απ' το δημόσιο ταμείο είπαν πως χρωστάω, ευτυχώς τ' άκουσε ο Κεφάλας ο δεξιός, οι δικοί μας οι δεξιοί είναι καλοί ανθρώποι, ξέρεις απ' τον πεθερό σου, τότε με το δικό του στρατοδικείο τον πάγαιναν για θάνατο και μάζεψε το νησί δυόμισι για τρεισήμισι χιλιάδες υπογραφές όλοι αντάμα δεξιοί κι αριστεροί, τέλος πάντων.... έβαλε τις φωνές λοιπόν αυτός, Βρε αφήστε το σατανά, αφού η αμνηστία τα χάρισε κι αυτά, άντε στο διάολο χαραμοφάηδες, εκείνος ήτανε βλέπεις φίλος της επανάστασης τον τρέμανε χωροφυλάκοι και ταμίες, μ' άφησαν και μετά ήθελα να γίνω ναυτικός είχα όνειρα και γω σαν παιδί....

Σπύρο το μπουκάλι, δεν έχω άλλο, Μπα, έχεις στο ντουλαπάκι, το 'δα γω, άσε με που 'χω συγκινηθεί να τα λέμε, άκου τώρα εκεί με τ' όνειρό μου, γράφτηκα στην ανθυποπλοιάρχων κι άρχισα να παρακολουθώ, μα δε με φώναζαν στ' απουσιολόγιο, ψυλλιάστηκα, με κάλεσε μια μέρα ο διευθυντής, Σπύρο, μου λέει χωρίς να με κοιτάζει, λυπάμαι που 'λαχε μένα να σου το πω, μα αποκλείεσαι παιδί μου απ' όλες τις σχολές και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, και μου 'ρθε ταμπλάς, Γιατί, ρωτάω, γιατί, τι έκανα, Δε γράφει παιδί μου το χαρτί, ορίστε να δεις, έβραζα, Θα μου δώσετε ένα αντίγραφο, τον παρακάλεσα και μου 'δωσε, μια και δυο τρέχοντας στο Υπουργείο Παιδείας, μπαίνω μέσα, Ε, για πού το 'βαλες, μου κάνει κάποιος όλο ύφος, Ελεύθερη είσοδο έχει σήμερα, έτσι δε γράφει εδώ, τον ρωτάω και μπραφ για τον όροφο, Να επισκεφτώ τον Υπουργό θέλω, είπα σε μια γκόμενα, Καλέ αστειεύεσαι, αυτή, Δεν αστειεύομαι καθόλου, στην ταμπέλα κάτω γράφει καθαρά, πως έχει επίσκεψη για το κοινό, εγώ κοινό είμαι και θέλω να δω αυτόν κι όχι άλλον, έρχονται δυο ντερέκια, Τι τρέχει μάγκα, Τον Υπουργό, και τους δείχνω το χαρτί, να συμπληρώσει εδώ κάτι που ξέχασε, γιατί μου απαγορεύει να σπουδάσω, τι έκανα, Βρε άει χάσου που θες και Υπουργό, κομμούνι δεν είναι ο πατέρας σου, που μας θες και σπουδές, μπρος δρόμο, μου ρίξανε και δυο σφαλιάρες, πού να ξεκολλήσω εγώ, μ' έπνιγε τ' άδικο, άρχισα να φωνάζω, όσο με δέρνανε τόσο μάνιζα, με πέταξαν έξω αλλά μέχρι να με σύρουν, τους είχα βρίσει χίλιες φορές κι αυτούς και τον υπουργό τους, τα 'λεγα, τις έτρωγα και το φχαριστιόμουνα, Με φτιάξατε σήμερα ρε, από δω και μετά να δείτε σεις σπουδές που 'χω να κάνω, και θα σερβίρω ιδέες, σαν τ' αθάνατο νερό να κάνουν τ' άδικο σκόνη, όχι παίζουμε.... έτσι κι έγινε, βάλε τώρα το τελευταίο για το δρόμο, να πάω στη Φανή να μη μουρμουράει, δίπλα μου είναι και τούτη ...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ