Κυριακή 2 Μάη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Στα κοντοβούνια της δόξας
Αλλά στο βασίλειο της φτώχειας, ακόμα και το γέλιο, βγαίνει ποτισμένο με το κινίνο

Γρηγοριάδης Κώστας

Η θειά-Χρυσάφω ισχυριζότανε πως ο Γιάννης αφού έφυγε βέβαια στην αρχή, εξαναγύρισε και πάλι στα μέρη μας. και τον εσυνταύτιζε μ' έναν καλόγερο που λέγανε ότι γύριζε παλιότερα στα χωριά μας. Αγνώριστος και μ' άλλο όνομα, που εδιακόνευε και εκήρυττε στο λαό το «μετανοείτε». Στο πόδι του συχωρεμένου του Παπουλάκου.

Ομως ούτε ο παπα-Παύλος, ούτε και οι Ζαϊμογλαίοι αναφερόντανε στο βίο και την πολιτεία του Γιάννη, εσυνταζόντανε μ' αυτό που υποστήριζε η γερόντισσα.

Μπορεί όμως και για το λόγο πως αυτή η εκδοχή να μην ταίριαζε εις τα μέτρα με το ανέκδοτο που του είχανε φτιάξει. Οπως το είχανε φορμαρισμένο σιγά, σιγά, με τη χωριάτικη πονηράδα τους. Ετσι που να τους έρχεται με περισσότερο γέλιο.

Ασχετο που στο βασίλειο της φτώχειας, ακόμα και το γέλιο βγαίνει ποτισμένο με το κινίνο. Αυτό που εκατάντησε καημένο τον Γιάννη το μπαίγνιο της Βουφράδας.

Με λίγα λόγια, ελεγότανε απ' αυτούς ότι ο Γιάννης, με τον καιρό, είτε από χατζής, είτε από τ' Αγιον Ορος που είχε πάει, εξαναγύρισε στην Πελεκανάδα, στη βάση του. Σα ζευγάς πια αλλά που φαίνεται πως δεν εξέχαγε το παπαδιλίκι που εστεκότανε πάντοτε ο μεγάλος καημός του.

Επερίμενε δέκα, είκοσι χρόνια. Ελιωσε μέσ' στην αναμονή σχεδόν άλλα τόσα ακόμα, αλλά ο παπα-Ρόζος δεν έλεγε να τα παρατήσει. Η ό,τι άλλο. Παρά εστεκότανε ακλόνητος εις το μετερίζι του με την αγιαστούρα στο χέρι. Κι όσο για να πεθάνει, αυτό πια σβείστε το. Γιατί ούτε γι' αστείο δεν ελεγότανε στην Πελεκανάδα. Ασε που όσοι δεν τους εξέρανε, Καλαματιανοί ή Νησιώτες, εβάνανε τον Γιάννη ως μεγαλύτερο από τον παπά εις τα χρόνια. Αν τύχαινε και τους βλέπανε δίπλα δίπλα.

Οπου ο Γιάννης απελπισμένος και στα εξήντα του, επαράσταινε πιο πολύ τον αδιάφορο γι' αυτό που τον έκαιγε. Και σ' όσους του το θυμίζανε στο σοβαρό ή στ' αστείο, αυτός του απαντούσε ότι πέρασε πια ο καιρός του.

Οτι με το θέλημα ως φαίνεται του θεού, τους έλεγε, την έχασε τη σειρά του. Ακόμα και την ψαλτική που επιτηδευότανε, την επαράδωσε εύκολα σ' άλλους νεότερούς του. Και σ' ένα Συρακλή από το χωριό μου, τον πατέρα του Παναή του Αθανασόπουλου.

Και ήτανε σα να είχε υπογράψει ο ίδιος μ' αυτό, μπροστά στους Πελεκαναδαίους επίσημα την παραίτησή του. Από τα πετραχίλια κι από τα άμφια. Ενα πράμα που το επλήρωσε ακριβά. Επειδή ξελευτερώθηκαν από το τάξιμό τους ο παπα-Ρόζος και η παπαδιά του. Κι εχειροτονήθηκε άψε σβήσε παπάς εις τη θέση του ο Ευγένιος, ο πρωτογιός τους!

Κάτι που ο Γιάννης δεν το άντεξε βέβαια. Εξανάφυγε, όπως λέγανε, από το χωριό κι αυτή τη φορά μια για πάντα. Και πήγε καλόγερος. Χωρίς ν' αποκλείεται να ήτανε αυτός ο ίδιος που, όπως εδιηγότανε η θειά-Χρυσάφω, εγύριζε παλιότερα στα χωριά μας.

«Αγνώριστος, με άλλο όνομα, στο πόδι του συχωρεμένου του Παπουλάκου».

Ακούγοντας, τότε, αυτή την πικρή ιστορία του Γιάννη, δε μπορούσα να καταλάβω πού εβρισκότανε το αστείο της. Που τους εχάριζε ολωνώνε τέτοιο κέφι. Οπου σοβαροί άνθρωποι κι ασπρομάλληδες όλοι τους, εγελούσανε σα να τους εγαργάλαγαν στις πατούσες. Κι όλο να ρωτάνε πια για το καθετί τον παπά, κι αυτός να επιβεβαιώνει τα πάντα για το δυστυχισμένο τον Γιάννη. Και για τ' απανωτά καζίκια που έπαθε από τον παπα-Ρόζο και τη συμβία του. Και που το ένα ήτανε τρισχειρότερο από το άλλο.

Και το έκανε αυτό ο παπάς χωρίς να σέβεται ούτε τους προκατόχους του. Τον έκανε, μ' αυτή την υπόθεση με τον Γιάννη και τον άλλο, τον Κουλουμέντα, με τα βαφτίσια, που έκανε στη Βελίκα, στη Λίμνα της Κυριακούλας.

Κι αυτό, εγώ, σαν αθώο παιδί τότε, το εκαυτηρίαζα από μέσα μου. Οτι έκανε κάτι πολύ αταίριαστο στο πρόσωπό του. Και ως παιδί, είχα δίκαιο βέβαια.

Πολύ αργότερα, όταν πια χάρη στη Βάρκιζα εκιντύνευα να μπω και ο ίδιος στην καλογερική σαν τον Γιάννη, εκατάλαβα το λάθος που είχα κάμει στην κρίση μου για το γέροντα και τους συχωριανούς μου.

Ενας: Ρουσέας Πελεκαναδαίος, ο Παναγιώτης, στην Κέρκυρα αν δεν κάνω λάθος, μ' επληροφόρησεν ότι ο παπα-Παύλος ήτανε γιος του παπα-Ρόζου. Ο δεύτερος. Και ότι κι ο Κουλουμέντας, όπως τo έχω κιόλας κάπου γραμμένο, του έπεφτε παππούς από το μέρος της μάνας του.

Τότε πια εκατάλαβα γιατί οι Ζαϊμογλαίοι το εξεσκαλίζανε κάθε τόσο αυτό το ανέκδοτο με τον Γιάννη στο γέροντα. Και το γιατί το εδιασκεδάζανε τόσο όπως τον ακούγανε που τα αποδεχότανε όλ' αυτά για τον πατέρα του και τη μάνα του.

Επειδή ήτανε ειλικρινής και ταπεινός άνθρωπος. Κι αισθάνομαι ακόμα ένοχος που τον είχα πολύ και σε πολλά αδικήσει. Ακόμα και για το βλέμμα του που νόμιζα πως δεν εταίριαζε με το σχήμα του.

Τα ανέκδοτα, εμπαίνανε τότες, όπως σήμερα οι λεγόμενες «τσόντες»

Κι ένα άλλο ακόμα που θυμάμαι από τότε, είναι πως τέτοια ανέκδοτα όπως του Γιάννη ή το άλλο του Σταυράκου και τ' αρραβωνιάσματά του που ίσως σας τα παρουσιάσω σε άλλο βιβλίο, δεν ελεγόντανε ξεκομμένα, στην τύχη.

Τις περισσότερες φορές εμπαίνανε όπως γίνεται σήμερο με τις λεγόμενες «τσόντες». Ενδιάμεσα στις πολύ θλιβερές ιστορίες ή στις «παρηγοριές» όπου εσμίγανε τα βράδια οι συγγενείς και οι γείτονες για να μαλακώσουνε το πένθος της φαμελιάς που ορφάνευε. Κάτι που το ξέρανε από παλιά αυτοί που γράφουνε στα βιβλία, τα δράματα και τις τραγωδίες που τα παίζουνε εις τα θέατρα.

Και γελούσανε όλοι με την ψυχή τους. Οπως να ήτανε εις την «Οαση» και να βλέπανε τον Οικονομίδη. 'Η τον Σπαρίδη. Υποψιάζομαι μάλιστα, ότι απ' αυτά κι απ' αυτά εβγήκε και το ρητό ότι «εγέλασε κάθε πικραμένος»!

Το μόνο που δε θυμάμαι να ξεκαθάρισαν ο παπα-Παύλος σχετικά μ' αυτή τη γυναίκα την Πελεκαναδέισσα ήτανε τ' όνομά της. Επειδή η θειά-Χρυσάφω την έφερνε όπως ξέρετε με δύο ονόματα. Ως Aννιώ αλλά κι ως Γιαννιώ.

Ομως αυτό δε θα είχε και καμιά σημασία. Αφού ήτανε μια απλή και φτωχή γυναίκα, αγρότισσα. Απ' αυτές που οι «πατέρες» δεν τις ανακηρύχνουνε εύκολα άγιες. Για να ήξεραν οι συχωριανοί μου και οι Πελεκαναδαίοι με ποιο απ' τα δύο ονόματα να την προσκυνάνε.

'Η ν' ανάβουνε τουλάχιστο μια ψίχα λιβάνι, στη μνήμη της. Γιατί οι επίσημοι ούτε σαν ηρωίδα ποτέ την αναγνωρίσανε.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ