Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ελληνική δραματουργία
«Λυσιστράτη» από το Εθνικό Θέατρο

«Λυσιστράτη»
«Λυσιστράτη»
Με την αριστοφανική «Λυσιστράτη» βρέθηκε για πρώτη φορά στο «στίβο» του αρχαίου δράματος και των Επιδαυρίων ο Γιάννης Κακλέας. Σκηνοθέτης ταλαντούχος, με αίσθηση του χιούμορ και του σκηνικού ρυθμού, ευφάνταστος τόσο που να «γεννά» αλυσιδωτά ευρήματα (ξεπερνώντας μερικές φορές το μέτρο), ήταν βέβαιο ότι καταπιανόμενος και με μια αριστοφανική κωμωδία θα προσκόμιζε την ευρηματικότητά του. Και αυτό έκανε. Εστησε μια εύφορη θεατρικά παράσταση, κρύβοντας όμως με την ευρηματικότητά του την απειρία και αμηχανία του για το κύριο και μεγαλύτερο ερμηνευτικό πρόβλημα του αρχαίου δράματος, τα Χορικά (και μάλιστα σε ένα έργο που έχει διπλό Χορό, ανδρών και γυναικών) και μετατοπίζοντας - ακριβώς λόγω αυτού του προβλήματος - το θεματικό «πυρήνα», την ουσία του έργου. Ο Αριστοφάνης έγραψε τη «Λυσιστράτη» για να «πολεμήσει» τον ολέθριο για την Αθήνα, αλλά και για τη Σπάρτη, Πελοποννησιακό Πόλεμο (είκοσι χρόνια πολέμου συμπληρώνονταν το 411 π.Χ., που έγραψε το έργο) και όχι για να σατιρίσει τον αιώνιο «πόλεμο» των δύο φύλων, στον οποίο επικεντρώθηκε η σκηνοθετική «ανάγνωση». Ο Γ. Κακλέας, μάλλον δυσκολευόμενος να αντιμετωπίσει το ερμηνευτικό πρόβλημα της όρχησης του διπλού Χορού, παρέλειψε τα Χορικά και τα αντικατέστησε με ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό και επιτυχημένο στην έναρξη της παράστασης, αλλά εξαντλητικά επαναλαμβανόμενο σ' όλη την παράσταση εύρημα. Στην έναρξη της παράστασης, σε κλάσματα δευτερολέπτου στο κοίλον, ανάμεσα στους θεατές ξεσπά ένας άγριο καυγάς ενός νεαρού ζευγαριού, εμποδίζοντας την έναρξη της παράστασης. Οι ανυποψίαστοι θεατές αντιδρούν. Με βρισιές και χειροδικίες, το ζευγάρι φεύγει από τις θέσεις του και με κλωτσοπατινάδα φτάνει στην ορχήστρα συνεχίζοντας τον καυγά, έως ότου γίνει αντιληπτό το σκηνοθετικό εύρημα. Με αυτό το εύρημα ως αρχή και με εμβόλιμο απόσπασμα από το πλατωνικό «Συμπόσιο», όλη η παράσταση διανθίστηκε με ζεύγη αρσενικά και θηλυκά να «αλληλοπολεμούνται» λεκτικά ή χορευτικά. Στα επεισόδια με τα γυναικεία πρόσωπα της κωμωδίας να τα υποδύονται άνδρες ηθοποιοί (μόνο λίγο μέρος του ρόλου της Μυρίνης παίχθηκε από την Ελένη Κοκκίδου), ο χιουμορίστας Κακλέας αναμφίβολα τα κατάφερε και επιλέγοντας συνολικά καλούς ηθοποιούς, από τους οποίους ξεχώρισαν με το έμφυτο κωμικό ταλέντο τους οι Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Μάκης Παπαδημητρίου (απολαυστικός ως Κινησίας, αλλά και ως Μυρίνη), Γιώργος Χρυσοστόμου και Λαέρτης Μαλκότσης. Την καταξιωμένη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, επεξεργάστηκαν διασκευαστικά ο σκηνοθέτης και η Εύα Σαραγά. Εντυπωσιακό το σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη, τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου «επιθεωρίζουν» όπως και οι χορογραφίες (Κυριάκου Κοσμίδη) στους ερμηνευόμενους από άνδρες γυναικείους ρόλους.

«Ο Τυχοδιώκτης ...βασισμένος στον Χουρμούζη» από την «Εποχή»

«Τυχοδιώκτης... βασισμένος στον Χουρμούζη»
«Τυχοδιώκτης... βασισμένος στον Χουρμούζη»
1835. Η Επανάσταση του '21 έχει προδοθεί από τα λαμόγια - «υπηρέτες» των «συμμάχων» Μεγάλων Δυνάμεων - που αναρριχήθηκαν στην εξουσία. Η βαυαροκρατία βασιλεύει, κατά πώς βούλεται και κατά πώς συμφέρει τους Ευρωπαίους τοκογλύφους κεφαλαιοκράτες που με τα «δάνειά» τους κρατούν υπόδουλή τους την Ελλάδα για δύο αιώνες. Στα βρώμικα «παιχνίδια» σε βάρος του ελληνικού λαού μετέχουν και λογής - λογής ανερμάτιστοι, παράσιτοι, Ελληνες τυχοδιώκτες, όπως ο πρωταγωνιστής στο έργο του Μιλτιάδη Χουρμούζη «Ο τυχοδιώκτης». Ο Μιλτιάδης Χουρμούζης, με το βίο και τα έργα του, άφοβα, με τόλμη, χωρίς περιστροφές καυτηρίαζε τους προδότες των κοινωνικών οραμάτων των αγωνιστών του '21 για λευτεριά, ανεξαρτησία, προκοπή του λαού του νεοελληνικού κράτους. Κατήγγελλε τα νέα δεινά και δεσμά που επέβαλαν στον ελληνικό λαό για τα συμφέροντά τους η «Ιερά Συμμαχία», βαυαροκρατία και τα ευρωλάγνα ελληνικά τσιράκια τους και τα δάνεια που έπνιξαν την Ελλάδα για περισσότερο από έναν αιώνα. Εύστοχη και αξιέπαινη η ιδέα του Βασίλη Παπαβασιλείου, συμμετέχοντας στο Φεστιβάλ Αθηνών, να επαναφέρει στο φως της σκηνής το εξαιρετικά επίκαιρο έργο του Χουρμούζη. Ομως, από τη σύλληψη μιας ιδέας μέχρι την πραγμάτωσή της υπάρχει μεγάλη απόσταση και η επιτυχής «διάβασή» της δεν είναι βέβαιη. Καθώς πρόθεσή του ήταν να καταδείξει τα δεινά της Ελλάδας, σήμερα, το 2010, και τις επόμενες δεκαετίες, με τα δεσμά που της επέβαλαν η σημερινή «Ιερά Συμμαχία», η «τρόικα», το ΔΝΤ, η νέα «βαυαροκρατία», ο Β. Παπαβασιλείου επέλεξε αποσπάσματα από τον «Τυχοδιώκτη» του Χουρμούζη και τα συνέδεσε με επίκαιρα σχολιαστικά κείμενα (στα αγγλικά και ελληνικά) που προέκυψαν σε συνεργασία με τον συγγραφέα Πέτρο Μάρκαρη. Οι κειμενικές παρεμβάσεις ακούγονταν επιτηδευμένες, ρητορικές, με γλώσσα και ύφος μακράν της γλώσσας και του σατιρικού ήθους του Χουρμούζη, αλλά και χωρίς την ιδεολογικοπολιτική τόλμη του Χουρμούζη. Δεν είπαν «τα σύκα σύκα» και τη «σκάφη σκάφη». Περιορίστηκαν σε γενικολογίες και αοριστολογίες για τα αίτια, τους υπαίτιους, τα συμφέροντα που «γέννησαν» νέους τυχοδιώκτες, νέα δεινά και δεσμά κατά του λαού και του τόπου μας. Η ιδεολογικοπολιτική ατολμία ήταν επόμενο να επιδράσει στη σκηνική πραγμάτωση της ιδέας. Και η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες αμήχανα και ταλαντευόμενα έγειραν προς μια μεταμοντέρνα ποζάτη αισθητική, που και το έργο του Χουρμούζη «εξαφάνισε» και τον εκσυγχρονιστικό ιδεολογικοπολιτικό στόχο της ιδέας του Παπαβασιλείου άφησε θολό και δυσνόητο, στα μισά του δρόμου.

«Τόκος» από τη «νέα Σκηνή»

«Τόκος»
«Τόκος»
Προς τι η ύπαρξη της Τέχνης αν δεν καταδεικνύει τα δράματα, τα πάθη, τα λάθη του ανθρώπου και της κοινωνίας του; Ασφαλώς προορισμός της είναι να διακρίνει όποιο κακό πληγώνει την ατομική και συλλογική ζωή. Αλίμονο, όμως, αν δε βρίσκει τίποτα καλό στον άνθρωπο και στην κοινωνία. Αν δε βλέπει και δεν αναδεικνύει και ό,τι καλό μπορεί να «θεραπεύσει» και να «εξυψώσει» και τον άνθρωπο και την κοινωνία. Χωρίς αγάπη και πίστη στις καλές δυνάμεις του ανθρώπου, χωρίς αναγνώριση του αγώνα του καλού και του ωραίου, τι άλλο υπηρετεί και διακηρύσσει η Τέχνη αν όχι τη μισανθρωπία, την απαισιοδοξία, την απαξίωση του ανθρώπου, τη δοξολογία και αποδοχή του κακού, το μηδενιστικό κοινωνικό χάος; Μια πολύ δυσάρεστη «γεύση» απαισιοδοξίας, μισανθρωπίας, απαξίωσης της ανθρωπότητας, απέχθειας και καταδίκης του εκ της φύσεως δοσμένου «προπατορικού αμαρτήματος» που αναπαράγει το ανθρώπινο γένος και διαιωνίζει την ανθρωπότητα με την ερωτική συνεύρεση άνδρα - γυναίκας, και χαοτικού μηδενισμού μας άφησε το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Τόκος», που ανέβασε η «νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Χαοτικό θεματολογικά, εγκεφαλικό και δυσνόητο, χαώδες στην πλοκή και στα πρόσωπα, το έργο δήθεν «στοχάζεται» και καταδεικνύει το κακό, επιλέγοντας μάλιστα ως «επίκεντρό» του τα λαϊκά στρώματα. Ο συγγραφέας σε συνέντευξή του για το έργο εξομολογήθηκε την ουσία, το λόγο γραφής του έργου του: «Στην ύπαρξη των φύλων οφείλεται η θνητότητά μας. Η ύπαρξη των δύο φύλων δεν είναι μια κατάσταση που μπορώ να δεχτώ. Δεν το εννοώ μόνο από απόψεως σεξουαλικότητας, αλλά και ανθρώπινης σύστασης». Ετσι ο συγγραφέας έγραψε ένα έργο που στα δύο φύλα βλέπει μόνο το κακό και με την πλοκή του «εισηγείται» ως μόνη «σωτήρια» πράξη, το τέλος, τη δολοφονία των μωρών που «αναπαράγουν» τα δύο φύλα. Οκτώ πρόσωπα έχει ο «Τόκος» και αρχίζει με αναφορά της πράξης ενός απόντος, που είναι φυλακή γιατί δολοφόνησε και τα δώδεκα μωρά που γέννησε η νύφη του. Ολα τα πρόσωπα του έργου λίγο - πολύ είναι «τέρατα» και με την ετερόφυλη συνεύρεσή τους αναπαράγουν «τέρατα». Η γυναίκα του φονιά των δώδεκα μωρών διηγείται την πράξη του αδιάφορα, με «ακροατές» μια γυναίκα μοιχό, έναν σύζυγο μοιχό και σπορέα νόθου, μια κόρη δολοφόνο, έναν ελεεινό αλλά στείρο σύζυγο και τη γυναίκα του που λαχταρά να τεκνοποιήσει και έναν κατά συρροήν δολοφόνο μωρών. Ο Λευτέρης Βογιατζής - όπως αποδείχνουν κείμενα που περιλαμβάνει το πρόγραμμα της παράστασης - συνειδητοποιώντας το χαοτικό και χαώδες του έργου κόπιασε πολύ και για να βάλει σε σκηνική «τάξη» το νοσηρό θεματολογικό και νοηματικό χάος του έργου και να του δώσει ενδιαφέρουσα αισθητική μορφή και κάποιο θετικό κοινωνικό νόημα. Αλλά το χάος του έργου και ο χαώδης και κακής ακουστικής χώρος που του δόθηκαν στην Πειραιώς 260 «κατάπιαν» την καλλιτεχνική προσπάθεια του σκηνοθέτη, των συνεργατών του (Δημήτρης Καμαρωτός - μουσική, Αγγελική Στελλάτου - κινησιολογία, Λευτέρης Παυλόπουλος - φωτισμοί) και των ηθοποιών (Ρ. Πιττακή, Δ. Ημελλος, Γ. Νταλιάνης, Α. Παπαθεμελή, Α. Καλτσίκη, Γ. Γάλλος, Π. Δεντάκης, Λ. Μιχαλοπούλου). Το μόνο «κέρδος» ήταν το απέριττα καλαίσθητο σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκι.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ