Παρασκευή 29 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΚΕΒΕ
Αγώνας για την ανατροπή αυτής της πολιτικής

Χρονιά των οξυμένων προβλημάτων μπορεί να χαρακτηριστεί το 2000 και για τους επαγγελματίες - βιοτέχνες - εμπόρους της χώρας, όπως και για το σύνολο των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. «Κάθε πέρσι και καλύτερα» μπορούμε να πούμε για τους ΕΒΕ, που χρόνο με το χρόνο βλέπουν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται, δεκάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις να κλείνουν, με την κυβερνητική πολιτική να σφίγγει τη «θηλιά» γύρω από τις μικρές επιχειρήσεις. Αυτό είναι το στίγμα του συνοπτικού απολογισμού «πεπραγμένων» της Δημοκρατικής Κίνησης Επαγγελματιών - Βιοτεχνών - Εμπόρων (ΔΗΚΕΒΕ), που: α) Καταγράφει σειρά προβλημάτων των ΕΒΕ και αποκαλύπτει τους υπαίτιους της τραγικής κατάστασης. β) Ενόψει της νέας χρονιάς, καλεί όλους όσοι πλήττονται από αυτή την πολιτική σε έναν παλλαϊκό αγώνα για την ανατροπή της και την αντικατάστασή της από μια πολιτική σχεδιασμένης ανάπτυξης, λαϊκής οικονομίας με κέντρο τον άνθρωπο.

Στο «εορταστικό» της μήνυμα η ΔΗΚΕΒΕ σημειώνει:

«Διανύοντας τις τελευταίες μέρες του χρόνου άλλη μια εορταστική περίοδος αποδείχτηκε Γολγοθάς για τους εργαζόμενους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό και αυτής της χρονιάς η πτώση του τζίρου για τις μικρές επιχειρήσεις, η οικονομική αδυναμία των εργαζομένων λόγω της πολιτικής λιτότητας να καλύψουν ακόμα και βασικές καταναλωτικές ανάγκες (πολλοί από αυτούς αναγκάζονται να προσφύγουν στα καταναλωτικά δάνεια των τραπεζών), η μετατόπιση ακόμα ενός μεγαλύτερου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας της αγοράς στα πολυκαταστήματα και τα σούπερ μάρκετ.

Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες οι υπέρογκες αυξήσεις στα καύσιμα και η ανατίμηση του δολαρίου απορρόφησαν τις όποιες οικονομίες των εργαζομένων και επιδείνωσαν την κατάσταση στην αγορά. Η αναμενόμενη αναθέρμανση τις τελευταίες μέρες, λόγω και του 13ου μισθού, όχι μόνο δεν έγινε, αλλά η οικονομική δραστηριότητα κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Διπλά κερδισμένο είναι το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο στηρίζεται με θεσμικά και οικονομικά μέτρα, όπως απελευθέρωση προσφορών και εκπτώσεων, φτηνή χρηματοδότηση, μείωση φορολογίας εισοδήματος. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 1999 τα ετήσια κέρδη των μικρών επιχειρήσεων της μεταποίησης αυξήθηκαν κατά 3,2%, ενώ των μεσαίων κατά 26,4% και των μεγάλων κατά 32,7%. Αλλά και στους υπόλοιπους τομείς δε διαφέρει αυτή η κατάσταση. Στον τομέα του εμπορίου οι πολυεθνικές σήμερα κατέχουν το 32% της αγοράς. Σύμφωνα με έρευνα της ICAP, το 1,4% των εμπορικών επιχειρήσεων πραγματοποίησαν το 47% των συνολικών πωλήσεων την προηγούμενη διετία.

Ο τομέας του λιανικού εμπορίου τροφίμων σήμερα κυριαρχείται από τα σούπερ μάρκετ σε ποσοστό 70%. Στη μεταποίηση, κλάδοι που κυριαρχούνται από μικρές επιχειρήσεις χτυπιούνται. Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής την περίοδο 1985-1999 έπεσε, στο Μέταλλο, από το 90% στο 73%, στα τυπογραφεία από το 119% στο 72%, στον ιματισμό και το παπούτσι από το 85% στο 40%, στο δέρμα από το 75% στο 29%. Το 50% και πλέον της ελληνικής αγοράς έχει καταληφθεί από εισαγόμενα προϊόντα και η χώρα έχει γίνει καλή αγορά για τα μονοπώλια της ΕΕ.

Σε τομείς της μεταφοράς όπου κυριαρχούν οι αυτοαπασχολούμενοι όπως Ταξί, αστικά και υπεραστικά ΚΤΕΛ και φορτηγά ΔΧ, ετοιμάζεται το επόμενο διάστημα ευρείας έκτασης επίθεση από πλευράς κυβέρνησης. Ο προϋπολογισμός για το 2001 με την καθήλωση και τη συμπίεση των κονδυλίων προδιαγράφει τη συνέχιση αυτής της πολιτικής και θα κάνει ακόμη πιο επώδυνη την κατάσταση για τους ΕΒΕ και τους εργαζόμενους. Η προβλεπόμενη αύξηση κατά 5% του ΑΕΠ και αν ακόμη πραγματοποιηθεί, δεν πρόκειται να βελτιώσει τη δεινή θέση των μικρών ΕΒΕ και αυτοαπασχολούμενων, γιατί στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς θα την καρπωθεί και αυτή το μεγάλο κεφάλαιο.

  • Η ουσιαστική διάλυση του ΕΟΜΜΕΧ εντάσσεται σ' αυτή την κατεύθυνση. Η επιχορήγησή του προϋπολογίζεται σε 3.870 εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή όσα ακριβώς εκτιμάται ότι διατίθενται το 2000, ενώ το 1999 είχαν διατεθεί 4.170 εκατομμύρια δραχμές.
  • Διατηρείται το 35% στη φορολογία των συνεταιρισμών, παρά τη μείωση των συντελεστών φορολογίας στις ΑΕ και στα υψηλά εισοδήματα.
  • Διατηρείται η άγρια φοροκλοπή μέσω του εξολογιστικού προσδιορισμού των κερδών και της "αντικειμενικοποίησης" του ΦΠΑ.
  • Καθηλώνεται η κρατική επιχορήγηση στα ασφαλιστικά ταμεία των αυτοαπασχολούμενων στα ίδια επίπεδα (42.900 εκατομμύρια δραχμές το 1999, 41.800 εκατομμύρια δραχμές το 2000 και 41.800 εκατ. δρχ. επίσης το 2001), συνδυασμένη με την αύξηση των εισφορών πολλαπλάσια του πληθωρισμού.

Αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει. Η αμφισβήτηση και η ρήξη με αυτή την πολιτική είναι αφετηρία για νέους κοινούς αγώνες επαγγελματιών - βιοτεχνών - εμπόρων - αυτοκινητιστών - εργαζομένων - αγροτών και νεολαίας. Στην ανατολή του νέου χρόνου το συνδικαλιστικό κίνημα (ομοσπονδίες, σωματεία) πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να προσανατολιστεί σε ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Επιτακτική είναι η ανάγκη για διεκδίκηση μιας άλλης πολιτικής, σχεδιασμένης ανάπτυξης, λαϊκής οικονομίας, με κέντρο τον άνθρωπο, που θα προωθεί τη συνεταιριστικοποίηση και την εφαρμογή κλαδικών και διακλαδικών πολιτικών».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ