Πέμπτη 23 Φλεβάρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΤΖΟ ΚΑΡΝΑΧΑΝ
The Grey

Δεν είναι εύκολο να στηρίξει κανείς μια ολόκληρη ταινία με θέμα τον αγώνα επιβίωσης μιας μικρής ομάδας ανδρών καταμεσής στο πολικό ψύχος και στους άγριους λύκους που ψάχνουν για τροφή. Ο Τζο Κάρναχαν μεταφέρει στον κινηματογράφο μια σύντομη ιστορία του Ian Mackenzie Jeffers, η (κατα)χρήση ωστόσο δοσμένων συνταγών και στερεότυπων σε ένα αδύνατο σενάριο, καθιστά την αφήγηση ιδιαίτερα προβλέψιμη. Το έλλειμμα αυθεντικότητας στη γραφή αλλά και τoν τρόπο αφήγησης καθώς και το στοιχείο των ψεύτικων «κομπιουτερίστικων» λύκων, κατατάσσει ξεκάθαρα την ταινία σε «Β φιλμ» που «περπατάει» λόγω αναμονής και προσμονής μήπως και εμφανιστεί κάτι καινοτόμο που να ξεφεύγει από τα πλαίσια του dj'vu(deja vu - κυριολεκτικά: «έχω ξαναδεί», η εμπειρία του συναισθήματος).

Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας εργαζομένων σε μια πετρελαϊκή εταιρεία στην Αλάσκα που επιστρέφουν σπίτι τους με το μικρό αεροπλάνο της εταιρείας, το οποίο απογειώνεται - παρά την αναμενόμενη επιδείνωση του καιρού. Το αεροπλάνο συντρίβεται μέσα στη χιονοθύελλα κάπου στις παγωμένες έρημες στέπες κι από τα συντρίμμια βγαίνουν κάποιοι επιζήσαντες και αρχίζουν να οργανώνουν την επιβίωσή τους. «Ξέρεις πόσους μισθούς γλύτωσαν μ' αυτήν τη συντριβή; Η εταιρεία δεν δίνει δεκάρα για μας» λέει κάποιος. Φράση που ενέχει επίγνωση της φύσης του συστήματος και που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κανείς - μέχρι το τέλος της ταινίας - δεν βγήκε να τους ψάξει ή να δει πώς κατέληξε η πτήση... Το στοιχείο της «απομόνωσης» είθισται να λειτουργεί ως ιδανικό περιβάλλον για ενδοσκόπηση, στοχασμό, απολογισμό ζωής κλπ. και είθισται να ανάγει το έργο σε επίπεδα πιο πνευματικά. Ο Κάρναχαν, μπορεί να εντάσσει στην αφήγησή του, που σφύζει από flash back (φλας μπακ), σκηνές συγκινητικές και σκέψεις ποιητικές. Τα στοιχεία όμως αυτά προσδίδουν ένα συναίσθημα ψεύτικου βάθους δεδομένης της ρηχότητας του σεναρίου - που δεν μπορεί να πείσει όσο και αν σκάψει κανείς στο βάθος και παραμένει στο στυλ, που βγαίνει από μόνο του χωρίς ο σκηνοθέτης να κάνει κάτι ιδιαίτερο, αλλά και της αδεξιότητάς του. Για ποιο λόγο ο κυνηγός, όταν ανακαλύπτει ότι πέσανε σε έδαφος λύκων, δεν ψάχνει κατευθείαν για το όπλο του που το βρίσκει τυχαία αργότερα και δεν το χρησιμοποιεί ... Η πραγματική φύση της περιπέτειας αυτής - που δεν λουστράρεται με τίποτα - είναι η ανδρική συντροφικότητα. Οι ήρωες της ιστορίας - σκληροί άνδρες με φύση σιωπηλή - συμμαχούν αλλά και αντιπαρατίθενται άγρια μεταξύ τους. Δεν συζητούν τεχνικές επιβίωσης αλλά φιλοσοφούν για τη ζωή, το θεό, τις λύπες και τύψεις τους, για την ηθική και τη μεταφυσική της θνησιμότητας. Κι απέναντί τους καραδοκούν αγέλες πεινασμένων, άγριων λύκων (που «μυρίζουν» από μακριά ειδικά εφέ). Τα παραπάνω σκιαγραφούν και το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ταινία.

Γιγαντιαίος πρωταγωνιστής στο θρίλερ επιβίωσης ο Λίαμ Νίσον, στο ρόλο του επαγγελματία κυνηγού άγριων ζώων που απειλούν τις εγκαταστάσεις της εταιρείας. Ο Νίσον είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει μετά το θάνατο, από αρρώστια, της γυναίκας του που εμφανίζεται στα όνειρα και τα οράματά του. Αισθάνεται ότι έχασε τα πάντα και πια δεν του μένει τίποτα να χάσει. Σε αυτήν την κατάσταση τον βρίσκει η συντριβή που επαναθέτει το ζήτημα του θανάτου κάνοντάς τον να αντιληφθεί ότι αυτό που τώρα τίθεται πάνω απ' όλα είναι η επιβίωση. Βέβαια, δραματουργικά, τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν ισχνότατο μανδύα που τυλίγει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τη ραχοκοκαλιά της σεναριακής κατασκευής, όπου τα πάντα κρέμονται πάνω του, μανδύας που ουδόλως διαφέρει απ' ό,τι έχουμε δει νωρίτερα. Παράλληλα διάσπαρτα στην ανάπτυξη της αφήγησης εμφανίζονται σαν γροθιές συναισθηματισμού, στοιχεία για την ιστορία καθενός από τους επιβιώσαντες - που σαν τους δέκα μικρούς νέγρους, ένας - ένας βγαίνουν από το πλαίσιο. Στοιχεία από το παρελθόν, με φλας μπακ, που προσδίδουν μια αίσθηση ανθρωπιάς στους άνδρες, που το μόνο που γνωρίζουμε εξαρχής γι' αυτούς είναι ότι θα πεθάνουν.

Με την ολοκλήρωση της σεκάνς της συντριβής, ο ρυθμός κάμπτεται, η ίντριγκα μειώνεται, η αγωνία αυξάνεται σε βάρος της δράσης, που παύει σχεδόν να υπάρχει πραγματικά και αναπαριστάται με τις κινήσεις της κάμερας. Βασιλεύει το στοίχημα για το πότε θα χτυπήσουν ξανά οι λύκοι και η ταινία από περιπέτεια μεταλλάσσεται σε ταινία τρόμου. Ούτε το χιούμορ που πηγάζει από το τίποτα, ούτε το μακρόσυρτο μελόδραμα που ντύνει η γλυκερή μουσική και το ρελαντί στην εικόνα μπορεί πια να κρύψει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κολάζ από ιδέες και λύσεις που έχουμε, κατά κόρο, δει στο παρελθόν. Στην ταινία, που πραγματεύεται την αντιπαράθεση δυο πόλων, του ανθρώπινου και του ζωώδους, μέγιστο έλλειμμα συνιστά το τέλος της. Είναι κάτι που εντάσσεται μάλλον σε μια καινούργια μόδα, να μην ολοκληρώνεται ποτέ η ιστορία ενός φιλμ, το τέλος να μένει ανοιχτό στην ερμηνεία του θεατή ως συνδημιουργού ή ως διαδραστική λειτουργία στην εκτός κάδρου αφήγηση...

Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Ντάλας Ρόμπερτ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Καναδάς (2012).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ