Σημαντικότερο ορόσημο στη φυσική του 19ου αιώνα θεωρείται συνήθως η θεωρία των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων και η σχετική μαθηματική σύνθεση που διατύπωσε ο Τζέιμς Μάξγουελ το 1864, ενώ οι πρόοδοι που συντελέστηκαν μέχρι τα ορόσημα του 20ού αιώνα, τη θεωρία της Σχετικότητας και την Κβαντομηχανική, συνήθως μένουν στην αφάνεια.
Ο Λόρεντζ βοήθησε να προβάλει μέσα από τον όγκο της η ουσία της δουλειάς του Μάξγουελ, δηλαδή οι 4 εξισώσεις που αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία αντιδρούν στα ηλεκτρικά φορτία και την κίνησή τους και μια επιπλέον εξίσωση που προσδιορίζει τη δύναμη που αυτά τα πεδία ασκούν στα φορτία. Μετά απ' αυτό, οι επιστήμονες είχαν στη διάθεσή τους μια θεωρία για τα σωματίδια που έχουν το στοιχειώδες, το ελάχιστο κβάντο ηλεκτρικού φορτίου που υπάρχει στη φύση. Ο ίδιος ο Λόρεντζ και οι κατοπινοί του χρησιμοποίησαν τη θεωρία του για να εξηγήσουν τη μια ιδιότητα της ύλης μετά την άλλη: την ηλεκτρική αγωγιμότητα, τη διάδοση της θερμότητας, τη διηλεκτρική συμπεριφορά των μονωτών, την ανάκλαση και τη διάθλαση του φωτός. Εβαλαν έτσι τις βάσεις γι' αυτό που σήμερα ονομάζουμε ηλεκτρονική και επιστήμη των υλικών. Η πειραματική επιβεβαίωση της ύπαρξης των ηλεκτρονίων ήρθε το 1897, από τον Τζ. Τόμσον.
Αν και η θεωρία για τα ηλεκτρόνια, όπως τη διατύπωσε ο Λόρεντζ, τελικά ξεπεράστηκε όσον αφορά τις λεπτομέρειες, ήταν κεντρικής σημασίας για τη φυσική. Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο Αϊνστάιν απέτισε στον Λόρεντζ φόρο τιμής λέγοντας: «Για μένα προσωπικά σήμαινε περισσότερα απ' ό,τι όλοι οι άλλοι, που γνώρισα στο ταξίδι της ζωής μου».