Κυριακή 5 Αυγούστου 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ - ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΟΛΑΝΤ
«Μαστίγιο» αντιλαϊκών μέτρων με «καρότα» περί φορολογίας των πλουσίων

Από παλιότερη διαδήλωση στη Μασσαλία ενάντια στα σχέδια για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης
Από παλιότερη διαδήλωση στη Μασσαλία ενάντια στα σχέδια για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης
Τακτική λεπτών ισορροπιών με εναλλασσόμενα το «κρύο» και το «ζεστό» φαίνεται ότι προσπαθεί ν' ακολουθήσει ο νέος Γάλλος Πρόεδρος, επιδιώκοντας προφανώς να εκμαιεύσει με «χρυσωμένα χάπια» και με «καρότα» την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση ή έστω τη μη αντίδραση στο νέο γύρο επίθεσης που η αστική τάξη προετοιμάζεται να εξαπολύσει στους εργαζόμενους. Βασικός στόχος, και σε αυτό το γύρο, που τον εγκαινίασε με ανακοινώσεις για χιλιάδες απολύσεις και κλείσιμο εγκαταστάσεων ο διευθύνων σύμβουλος της PSA Peugeot Citroen, Φιλίπ Βαρίν, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και συνολικά οι εργασιακές σχέσεις, όπως μέσα από αγώνες έχουν αποτυπωθεί στη γαλλική νομοθεσία.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για το πολυσυζητημένο, και στη χώρα μας, «εργασιακό κόστος», το οποίο ο Βαρίν χαρακτήρισε «δυσβάσταχτο» στη Γαλλία, σημειώνοντας ότι «ζημιώνει όσους επιλέγουν, όπως η εταιρεία του, να κρατήσουν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους επί γαλλικού εδάφους», μια απειλητική νύξη για το ενδεχόμενο μαζικής μετεγκατάστασης παραγωγικών μονάδων εκτός των γαλλικών συνόρων, όπου έχουν κατακρεουργηθεί τα εργασιακά δικαιώματα και οι συμβάσεις. Η ενημέρωση της PSA Peugeot Citroen ήρθε λίγες μέρες μετά τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις της κυβέρνησης Ολάντ περί επιβολής έκτακτων αυξημένων φορολογικών εισφορών στα πολύ μεγάλα εισοδήματα και στις μεγάλες εταιρείες, που συνοδεύτηκαν και από εξαγγελίες περικοπών εξόδων στα υπουργεία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις οποίες, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δε συμπεριλαμβάνονται απολύσεις, στο όνομα πάντα της προσπάθειας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος κ.λπ.

Το φορολογικό πυροτέχνημα

Από τις κινητοποιήσεις των εργατών της μεταλλουργίας »ArcelorMittal»
Από τις κινητοποιήσεις των εργατών της μεταλλουργίας »ArcelorMittal»
Η έκτακτη εισφορά που ανακοίνωσε η γαλλική κυβέρνηση αφορά στα πολύ υψηλά εισοδήματα, που ξεπερνούν τα 1,3 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, και κυμαίνεται περίπου στα 53%. Εκτακτη εισφορά ανακοινώθηκε και για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως μεγάλες τράπεζες και ενεργειακές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που κατέχουν μετοχές σε ενεργειακές επιχειρήσεις, της τάξης του 47%. Αυτές οι εισφορές θα είναι μάλλον εφάπαξ και η κυβέρνηση προσδοκά να συγκεντρώσει 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ από τα επιπλέον 7,2 δισεκατομμύρια που αναζητά για να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, όπως προκύπτουν από το «χρυσό κανόνα» της δημοσιονομικής σταθερότητας που συναποφασίστηκε στην ΕΕ.

Θα υπάρξει αύξηση στο φόρο μεταβίβασης περιουσίας και αποδοχής κληρονομιάς. Πιθανώς, αυτό να ενταχθεί στο νομοσχέδιο με τη συνολική αλλαγή των φορολογικών συντελεστών, την οποία ανήγγειλε προεκλογικά ο Ολάντ, μιλώντας για φορολογικό συντελεστή 75% για όσους δηλώνουν εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ ετησίως. Το νομοσχέδιο, σύμφωνα με διαρροές, πιθανότατα θα παρουσιαστεί το φθινόπωρο.

Μια προσεκτικότερη ματιά αποδεικνύει ότι πίσω από το προπέτασμα καπνού οι εξαγγελίες Ολάντ ούτε πλήττουν τόσο σκληρά τη γαλλική αστική τάξη, ούτε, όπως πλέον έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό, αυτή δέχεται, έστω και αυτά τα μέτρα, χωρίς να επιζητά ανταλλάγματα. Συγκεκριμένα, το γαλλικό φορολογικό σύστημα είναι διαρθρωμένο σε κλίμακες.

Η πρώτη κλίμακα αφορά σε ετήσια εισοδήματα μεταξύ 0 - 5.963 ευρώ και έχει μηδενικό φορολογικό συντελεστή. Η δεύτερη κλίμακα αφορά σε ετήσια εισοδήματα μεταξύ 5.964 - 11.896 ευρώ και φορολογείται με συντελεστή 5,5%, η τρίτη αφορά σε εισοδήματα μεταξύ 11.897 - 26.420 ευρώ και φορολογείται με 14%, η τέταρτη αφορά σε εισοδήματα μεταξύ 26.421 - 70.830 ευρώ και φορολογείται με 30%, η πέμπτη, που μέχρι σήμερα είναι η τελευταία, αφορά σε εισοδήματα από 70.831 ευρώ και φορολογείται με 41%.

Ο υπολογισμός του συνόλου του φόρου που πληρώνει κάποιος γίνεται κλιμακωτά: Δηλαδή αν κάποιος έχει εισόδημα άνω των 75.000 ευρώ, για τα πρώτα 5.963 δε θα φορολογηθεί, για τα υπόλοιπα μέχρι τα 11.896 θα φορολογηθεί με 5,5%, για το ποσό που έχει μέχρι τα 26.420 θα φορολογηθεί με 14% κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι το αφορολόγητο είναι στα 5.963 ευρώ.

Τι προωθεί ο Ολάντ; Να υιοθετηθούν δύο ακόμη φορολογικές κλίμακες, μία με συντελεστή 45% που θα αφορά στα εισοδήματα μεταξύ 150.000 - 1.000.000 ευρώ και μία με συντελεστή 75% που θα αφορά στα εισοδήματα από 1.000.000 ευρώ και πάνω. Ο τελικός υπολογισμός του φόρου θα γίνεται και πάλι κλιμακωτά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Συνδικαλιστικής Ενωτικής Ομοσπονδίας των Εφοριακών (Snui), αυτό μπορεί να σημαίνει ότι αυξάνεται κατά 60% ο φόρος, που σήμερα πληρώνει κάποιος με ετήσιο εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, όμως, επί της ουσίας, λόγω της κλιμακωτής φορολόγησης, ο εντυπωσιακός συντελεστής του 75% μειώνεται μόλις στο 59%.

Επιπλέον, ποιους αφορούν αυτά τα μέτρα που προωθεί ο Ολάντ; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Συνδικαλιστικής Ενωτικής Ομοσπονδίας των Εφοριακών, πρόκειται για 15.000 - 20.000 φορολογικούς κωδικούς, δηλαδή ποσοστό που δεν ξεπερνά το 1% του πληθυσμού. Το νούμερο αυτό πέφτει στα 3.523 αν υπολογιστούν μόνο όσοι δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 1.300.000 ευρώ. Εχει ενδιαφέρον, πάντως, ότι εφοριακοί και αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή συμφωνούν πως τα στοιχεία για το πόσοι έχουν ετήσια έσοδα μεγαλύτερα του ενός εκατομμυρίου ευρώ είναι κατά προσέγγιση. Από την όλη ιστορία εκτιμάται ότι θα συγκεντρωθούν το πολύ 250 εκατομμύρια ευρώ - σταγόνα στον ωκεανό δηλαδή σε σύγκριση με τα δισεκατομμύρια που η κυβέρνηση καλείται να εξοικονομήσει - ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι μιλάμε μόνο για φόρο εισοδήματος και όχι συνολικής περιουσίας, μια παράμετρος μάλλον σημαντική.

Δούναι και λαβείν

Οι εξαγγελίες αυτές δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία για το γαλλικό κεφάλαιο. Αντίθετα, ένα τμήμα του είχε, ήδη, από τα τέλη του περασμένου καλοκαιριού «κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου» επισημαίνοντας το ενδεχόμενο μεγαλύτερης εμπλοκής της Γαλλίας στην καπιταλιστική κρίση και τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής. Γι' αυτό και είχε αυτοβούλως «προσφερθεί» να «συνεισφέρει περισσότερα για την πατρίδα στο πλευρό των εργαζομένων», δηλαδή να δώσει κάτι ως «αντάλλαγμα» για τη λήψη σκληρών αντεργατικών μέτρων που θα συμβάλουν στη διατήρηση των κερδών του και στο να μην κινδυνεύσει η κυριαρχία του από κάποιο ξέσπασμα λαϊκής οργής.

«Εμείς, πρόεδροι ή διευθύνοντες εταιρείες, επιχειρηματίες, χρηματιστές, επαγγελματίες ή και πλούσιοι πολίτες, θα θέλαμε να δούμε την υιοθέτηση μιας "έκτακτης εισφοράς" που θα αφορά τους πιο προνομιούχους Γάλλους. Μια εισφορά που θα υπολογιστεί μέσα σε λογικά πλαίσια, προκειμένου να μην πυροδοτήσει οικονομικές συνέπειες ανεπιθύμητες, όπως η φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό ή η αύξηση της φοροδιαφυγής. Εχουμε συναίσθηση ότι επωφεληθήκαμε πλήρως από το γαλλικό μοντέλο και το ευρωπαϊκό περιβάλλον, στα οποία και είμαστε συνδεδεμένοι αλλά και θέλουμε να διατηρήσουμε. Αυτή η συνεισφορά δεν είναι από μόνη της λύση: Θα πρέπει να ενταχθεί σε μια γενικότερη προσπάθεια μεταρρύθμισης τόσο όσον αφορά στις δαπάνες όσο και στις συνταγές». Αυτά σημείωναν μεταξύ άλλων, σε δημόσια καταχώρισή τους στα γαλλικά ΜΜΕ στα τέλη Αυγούστου πέρσι μια σειρά από ονόματα που εκπροσωπούν, σε μεγάλο βαθμό, το «βαρύ πυροβολικό» του γαλλικού κεφαλαίου.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για: Τον Ζαν Πολ Αγκόν, διευθύνοντα σύμβουλο της «L'Oreal» (η μεγαλύτερη εταιρεία καλλυντικών στον κόσμο, με δραστηριότητες και στον χρηματιστηριακό και επενδυτικό τομέα). Την Λιλιάν Μπετενκούρ, κύρια μέτοχο της «L'Oreal». Τον Αντουάν Φρερό, διευθύνοντα σύμβουλο της «Veolia Environnement» (πρώην «Vivendi» - γαλλική πολυεθνική που ασχολείται με διαχείριση νερού, απορριμμάτων, ενέργειας και μεταφορές). Τον Ντενί Χενεκίν, διευθύνοντα σύμβουλο της «Accor» (γαλλική εταιρεία διαχείρισης ξενοδοχείων - διαθέτει 4.426 ξενοδοχεία όλων των αστέρων και στις πέντε ηπείρους). Τον Μαρκ Λαντράιτ ντε Λασαριέρ, πρόεδρο της Fimalac (εταιρεία επενδύσεων που δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό τομέα μέσα από τον όμιλο Fitch!). Τον Μορίς Λεβί, διευθύνοντα σύμβουλο της «Publicis» (μία από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο στον τομέα της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων). Τον Κριστόφ ντε Μαρζερί, διευθύνοντα σύμβουλο της «Total» (γαλλική πολυεθνική ενέργειας, μία από τους έξι παγκόσμιους κολοσσούς στον τομέα αυτό). Τον Φρεντερίκ Ουντεά, διευθύνοντα σύμβουλο της Societe Generale (μία από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες με παγκόσμια παρουσία).

Την επιστολή υπέγραφαν επίσης ο Κλοντ Περντριέλ, πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου - ιδιοκτήτη δηλαδή του ομίλου - του «Nouvel Observateur» (το μεγαλύτερο σε κυκλοφορία ενημερωτικό περιοδικό στη Γαλλία, εντάσσεται στους «υπέρμαχους» της σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης). Ο Ζαν Πεϊρελεβάντ, πρώην αφεντικό στην Credit Lyonnais, νυν πρόεδρος της Leonardo & Co France (επιχειρηματική τράπεζα) και ξεκάθαρος υποστηρικτής του Ολάντ για την Προεδρία. Ο Φρανκ Ριμπού, πρόεδρος της «Danone» (γαλλική πολυεθνική τροφίμων, εξειδικεύεται στα φρέσκα προϊόντα, κυρίως γαλακτοκομικά, θεωρείται η μεγαλύτερη παγκοσμίως). Ο Στεφάν Ρισάρ, διευθύνων σύμβουλος της «Orange» (βασικός κλάδος της «France Telecom», μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες κινητής τηλεφωνίας παγκοσμίως). Ο Λουί Σβάιτζερ, πρόεδρος της «Volvo» (του γαλλικού τμήματος της μεγάλης αυτοκινητοβιομηχανίας) και της «AstraZeneca» (γαλλικό τμήμα της βρετανο-σουηδικής φαρμακευτικής εταιρείας). Ο Μαρκ Σιμοντσίνι, πρόεδρος της Meetic (μία από τις μεγαλύτερες, παγκοσμίως, ιστοσελίδες ηλεκτρονικής συζήτησης) και ιδρυτής του επενδυτικού κεφαλαίου Ja'na. Ο Ζαν Σιρίλ Σπινέτα, πρόεδρος της Air France-KLM (το αποτέλεσμα της συγχώνευσης των δύο εταιρειών το 2004 - το 2008 ήταν η μεγαλύτερη, παγκοσμίως, αεροπορική εταιρεία από την άποψη των εσόδων και των χιλιομέτρων που διένυαν τα αεροσκάφη της) και πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της «Areva» (κατά κύριο λόγο κρατική πολυεθνική που δραστηριοποιείται σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την πυρηνική ενέργεια - από την εξόρυξη υλικών μέχρι την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων - μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα αυτό παγκοσμίως).

Τον κατάλογο αυτό έκλεινε η υπογραφή του γνωστού, πια, Φιλίπ Βαρίν, του προέδρου της PSA Peugeot Citroen. Την ανακοίνωση ακολούθησε, το περασμένο φθινόπωρο, το δεύτερο πακέτο μέτρων λιτότητας της τότε κυβέρνησης Σαρκοζί, που περιλάμβανε αύξηση του ΦΠΑ από 5,5% στο 7% σε όλα τα μη βασικά προϊόντα και υπηρεσίες, περαιτέρω μείωση φοροαπαλλαγών, «πάγωμα» των μισθών σε όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες, εφαρμογή της αύξησης ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 χρόνια το 2017 και όχι το 2018 και ως «κερασάκι», προφανώς για να δοθεί μια δήθεν εντύπωση «δικαιοσύνης», αύξηση της φορολογίας κατά 5% στις μεγάλες επιχειρήσεις. Είχε προηγηθεί άλλο πακέτο λιτότητας, εντός του περασμένου Αυγούστου, και περιλάμβανε μείωση των φοροαπαλλαγών κατά 10%, αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ανάλογα με τα εισοδήματα, αλλά και το κεφάλαιο των επιχειρήσεων, επιπλέον 6% αύξηση της φορολογίας στον καπνό, έκτακτη φορολόγηση με 3% των υψηλών εισοδημάτων (ή περιουσίας), αρχής γενομένης από τα 500.000 ευρώ το χρόνο.

Ο Σαρκοζί, τα χρόνια της θητείας του, παρά τις εξαγγελίες για γρήγορες, ριζικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, και παρά τις αλλεπάλληλες απόπειρές του, προώθησε αποτελεσματικά και μέχρι τέλους μόνο το συνταξιοδοτικό. Μάλιστα, προκειμένου να «περάσει» την αύξηση των χρόνων εισφορών από 37,5 χρόνια (που είχε επιτευχθεί με αγώνες το 1983) σε 41,5 χρόνια - δηλαδή πρακτικά την εργασία πολύ περισσότερο από τα 65 χρόνια καθώς ολοένα πιο αργά εισέρχεται κανείς στην αγορά εργασίας και αυξάνεται η πιθανότητα της παρατεταμένης ανεργίας - υπαναχώρησε αφήνοντας χωρίς αλλαγές το καθεστώς βαρέων και ανθυγιεινών, ορισμένες ειδικές κατηγορίες όπως οι μητέρες ανήλικων τέκνων κ.λπ.

Στο στόχαστρο συλλογικές συμβάσεις και εργασιακές σχέσεις

Παρ' όλα αυτά ήταν εμφανές, και ο Σαρκοζί δεν το έκρυψε ποτέ, ότι κύριος στόχος ήταν η διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και του υπάρχοντος καθεστώτος συνθηκών εργασίας, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, με την εισαγωγή νέων «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας. Το ίδιο ακριβώς επιδίωξε και ο προκάτοχός του, Σιράκ, με έμφαση στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος απέτυχε λόγω της αντίδρασης εργαζομένων, νεολαίας και συνδικάτων στις επιχειρησιακές συμβάσεις και στο Σύμφωνο πρώτης απασχόλησης, που επί της ουσίας «έλυνε τα χέρια» των εργοδοτών ως προς τις απολύσεις νέων εργαζομένων και συρρίκνωνε το επίδομα ανεργίας των νέων στα 450 ευρώ από 1.100 τουλάχιστον που είναι σήμερα.

Ο Σαρκοζί επανήλθε στο ζήτημα της «διευκόλυνσης» των απολύσεων με το επιχείρημα ότι «έτσι αποτρέπεται η μετακίνηση μονάδων παραγωγής σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερους για τους εργοδότες όρους». Μετά από πολλούς μήνες πιέσεων πέτυχε, το 2008, τη συμφωνία σχεδόν όλων των μεγάλων συνδικάτων, με εξαίρεση τη CGT, σε 19 άρθρα που εισάγουν «αναδιαρθρώσεις στην εργασιακή νομοθεσία για να γίνει πιο ευέλικτη», τα οποία έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από την Ενωση Εργοδοτών (MEDEF).

Μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις βασικούς άξονες: Την εισαγωγή μιας νέας νομικής διαδικασίας παραίτησης ή απόλυσης, τη «φιλική διακοπή σχέσης εργασίας» - συμφωνημένη λύση σύμβασης, μειωμένη αποζημίωση, επίδομα ανεργίας -, την επιμήκυνση των ορίων της δοκιμαστικής περιόδου, την υιοθέτηση νέου τύπου σύμβασης, κυρίως για υψηλόβαθμα στελέχη, περιορισμένου χρόνου και ορισμένου έργου, που μπορεί να λήξει μονομερώς από τον εργοδότη, χωρίς αιτιολογία και αποζημίωση. Τα άρθρα αυτά δεν έχουν εφαρμοστεί, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, λόγω της αντίδρασης των εργαζομένων. Αν εφαρμοστούν ανοίγουν το δρόμο για σταδιακό «ξήλωμα» της αυστηρότατης νομοθεσίας περί απολύσεων που ισχύει στη Γαλλία και, εδώ και αρκετά χρόνια, αποτελεί κύριο στόχο της επίθεσης του γαλλικού κεφαλαίου.

Με το γνωστό επιχείρημα, της «τόνωσης» της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας, η κυβέρνηση Σαρκοζί προσπάθησε, επίσης, να προωθήσει την κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών, την αύξηση των φοροαπαλλαγών της εργοδοσίας, κ.λπ. Δεν προχώρησε, όπως ήθελε, λόγω των αντιδράσεων των εργαζομένων, κανένα από τα δύο, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις μειώθηκαν - χωρίς να καταργηθούν - οι εργοδοτικές εισφορές αλλά αυτό δε γενικεύτηκε.

Η κυβέρνηση Σαρκοζί, όμως, πέτυχε το στόχο για συγχώνευση των υπηρεσιών για την ανεργία, χωρίς να διασφαλίζεται η επαρκής εκπροσώπηση των συνδικάτων. Πρόκειται για εξέλιξη εξαιρετικά αρνητική καθώς εδώ και χρόνια καλλιεργείται η άποψη περί διαγραφής από τους καταλόγους ανέργων που δε δέχονται να «επιμορφωθούν» ακόμη και σε τομείς άσχετους με την πρότερη επαγγελματική τους απασχόληση και να εγκατασταθούν σε πόλεις μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους (ασχέτως αν οι αποδοχές που τους προσφέρονται είναι επαρκείς για την επιβίωσή τους ή όχι).

Ανάλογες επιλογές έγιναν και για τον τομέα της Υγείας. Εκτός από την έμμεση ιδιωτικοποίηση, που αποπειράθηκε να προωθήσει η κυβέρνηση Σαρκοζί διά των προτάσεων μεταφοράς αρμοδιοτήτων του κεντρικού συστήματος Υγείας σε περιφερειακές επιτροπές και τη σύνδεση του, κατά τόπους, δικτύου της δημόσιας Υγείας με τον ιδιωτικό τομέα για την πραγματοποίηση «ιατρικών πράξεων» (επιλογές που αναμένεται να μειώσουν και τις θέσεις εργασίας), η γαλλική κυβέρνηση πρότεινε και την υιοθέτηση «μισθολογικών κινήτρων» για την παραμονή γιατρών στο Δημόσιο, εισάγοντας εμμέσως πλην σαφώς και εδώ την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Τέλος, ο Σαρκοζί προχώρησε μετ' εμποδίων και τα σαρωτικά σχέδιά του για το δημόσιο τομέα που είχαν ως στόχο τη σημαντική μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, αρχής γενομένης από τη μη αντικατάσταση όσων συνταξιοδοτούνται στο εξής. Παραδείγματος χάριν, το 2008, από τους 22.700 δημοσίους υπαλλήλους που πήραν σύνταξη, αντικαταστάθηκε μόνο το 1/3. Η τακτική αυτή οδήγησε σε τεράστια κενά στην εκπαίδευση, που είναι, κατά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης Ολάντ, ένας από τους τομείς που θα εξαιρεθούν από τις περικοπές και όπου θα γίνουν τουλάχιστον 60.000 προσλήψεις (Παρεμπιπτόντως, προσλήψεις και όχι περικοπές θα γίνουν και στα υπουργεία Δημόσιας Τάξης και Εσωτερικών, όπου υπάγονται τα σώματα ασφαλείας και κυρίως η αστυνομία και οι δυνάμεις καταστολής. Ο νοών νοείτω).

Οσο για τα σχέδια περί «μετακινήσεων» των δημοσίων υπαλλήλων από αντικείμενο σε αντικείμενο και περί σύνδεσης της μισθοδοσίας τους με την «παραγωγικότητα» παρέμειναν, προς το παρόν, ανενεργά, επίσης λόγω των αντιδράσεων των εργαζομένων. Προς υλοποίηση παραμένει και η πρόταση για υιοθέτηση συμβάσεων δύο ταχυτήτων - κατάργηση δηλαδή της υπάρχουσας κατάστασης - που πετά το μπαλάκι στους εργαζόμενους που καλούνται να «επιλέγουν οι ίδιοι, αν θέλουν σύμβαση δημοσίου ή σύμβαση ιδιωτικού τομέα», με τη δεύτερη να περικλείει προνόμια όπως υψηλότερος μισθός και χορήγηση μπόνους, αλλά και τον κίνδυνο της εύκολης απόλυσης.

Με μοχλό την καπιταλιστική κρίση

Είναι ξεκάθαρο ότι τα μέτρα που εδώ και χρόνια επιδιώκουν να προωθήσουν οι γαλλικές κυβερνήσεις είναι ριζικές, σε βάθος, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, οι οποίες συμπίπτουν με τις αρχές και τους στόχους που τίθενται για τον «Εκσυγχρονισμό της Εργατικής Νομοθεσίας» από την «Πράσινη Βίβλο» της ΕΕ. Πρόκειται για σειρά πολιτικών που αποτελούν πλήρη ευθυγράμμιση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, τη στρατηγική που θέτει ως βασικό της στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας του κεφαλαίου, μέσα από την κατεδάφιση των συνταξιοδοτικών, ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Ο,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να «περάσουν» λόγω των αντιδράσεων των εργαζομένων, είναι προφανές ότι θα επιδιώξει να πράξει η κυβέρνηση Ολάντ, χρησιμοποιώντας σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι προκάτοχοί της διάφορα προπετάσματα καπνού όπως η αύξηση της φορολόγησης των μεγάλων εισοδημάτων, κινήσεις, δηλαδή, χειραγώγησης της λαϊκής οργής και των αντιδράσεων. Αλλωστε, τα «σκληρά φορολογικά μέτρα» του Ολάντ δεν αποτελούν ούτε καινοτομία, ούτε πλήγμα κατά του κεφαλαίου, μεγάλο μέρος του οποίου είχε ήδη «προσφερθεί να συμβάλει στην εθνική προσπάθεια» στο πλαίσιο, όμως, ενός γενικότερου σχεδίου «μεταρρύθμισης», όπως ανέφερε και η περίφημη επιστολή. Γι' αυτό και υποστηρίχθηκε, ανοιχτά, από ορισμένους η υποψηφιότητα Ολάντ.

Αυτό ακριβώς είναι που «θυμίζει» στην κυβέρνηση Ολάντ με ηχηρό τρόπο και ο διευθύνων σύμβουλος της PSA Peugeot Citroen, Φιλίπ Βαρίν, ένας από τους «πρόθυμους» να φορολογηθούν για «το καλό της πατρίδας» την ίδια ώρα που ο ιδιοκτήτης της Peugeot «τραβά το αυτί» στον Ολάντ λέγοντάς του ότι «δεν είναι σωστό να αντιδρά με σκληρό ύφος η κυβέρνηση στα σχέδια αναδιάρθρωσης της εταιρείας, γιατί όλη η οικογένεια Peugeot καθώς και όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας πληρώνουν φόρο στη Γαλλία»... Και ο νοών νοείτω...

Ο Βαρίν έθεσε ανοιχτά το σημείο αιχμής: Μίλησε για μείωση του εργατικού κόστους, έτσι ώστε να διασφαλιστούν τα κέρδη του γαλλικού κεφαλαίου σε αυτήν την περίοδο κρίσης, στο βωμό της οποίας καλούνται να θυσιαστούν οι Γάλλοι εργαζόμενοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εργασιακό κόστος στη Γαλλία είναι το πέμπτο στην Ευρώπη, με βάση στοιχεία της Eurostat, με μέσο ωριαίο κόστος 34,2 ευρώ. Προηγούνται, κατά σειρά, οι Νορβηγία, Βέλγιο, Σουηδία και Δανία. Στη Γερμανία το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας κυμαίνεται στα 30,1 ευρώ.

Αυτός είναι ο τρόπος για να παραμείνει «ανταγωνιστικό» το γαλλικό κεφάλαιο στο πλαίσιο των διαγκωνισμών εντός του ιμπεριαλιστικού οργανισμού της ΕΕ. Και αν υπάρχει η οποιαδήποτε αυταπάτη, ακόμη, ως προς το ρόλο και τις προθέσεις του Ολάντ, αρκεί ίσως η υπενθύμιση ότι μόλις τρεις μέρες πριν τη «βόμβα» των απολύσεων από την Peugeot, ο νέος Πρόεδρος είχε διοργανώσει, για πρώτη φορά, ένα τριήμερο επαφών «κοινωνικών εταίρων», για να εξεταστούν, κοινής συναίνεσης, τρόποι «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας», δηλαδή της κερδοφορίας του κεφαλαίου.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ