Κυριακή 27 Γενάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΕ - ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Για Κόμμα «παντός καιρού»

Οπως σημειώνουν και οι Θέσεις, απαραίτητος όρος για την εκπλήρωση του επαναστατικού καθοδηγητικού ρόλου του Κόμματος είναι η ενότητα ταξικότητας και επιστημονικότητας. Η τελευταία με τη σειρά της προϋποθέτει τη συνεχή αγωνία του Κόμματος να αφουγκράζεται τη ζωή, να αντλεί τα αναγκαία συμπεράσματα, να βλέπει αν επιβεβαιώθηκαν ή όχι από την πράξη παλαιότερες θέσεις. Με δυο λόγια, να γενικεύει θεωρητικά και να μετατρέπει αυτή τη γενίκευση σε καθοδήγηση για δράση. Ετσι, ο μόνος τρόπος για να καθοδηγείται ουσιαστικά ένα ΚΚ από την κοσμοθεωρία του μαρξισμού - λενινισμού είναι αναπτύσσοντάς την. Αυτή η ανάπτυξη μάλιστα δεν έχει απλώς σωρευτικό χαρακτήρα επί του ήδη υπάρχοντος αποθέματος θέσεων και επεξεργασιών αλλά αναδιατάσσει, αναδιοργανώνει, εμπλουτίζει υπό το φως των νέων επεξεργασιών και τις παλαιότερες. Πρόκειται για νομοτέλεια κάθε διαδικασίας εμβάθυνσης της συνείδησης, τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής κομματικής. Το Σχέδιο Προγράμματος αποτελεί τη συμπύκνωση όλης της προόδου των τελευταίων δύο σχεδόν δεκαετιών. Θα σταθώ στην ανάδειξη αυτής της ωρίμανσης σε τρία ζητήματα:

α) Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με τον ρητά αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της Λαϊκής Συμμαχίας (ΛΣ), η πυξίδα της οποίας πρέπει να δείχνει σταθερά στην κατεύθυνση της εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Το ζήτημα τίθεται κάπως έτσι: Πώς πρέπει να κινούμαστε ως Κόμμα στον καθημερινό μας αγώνα, σε συνθήκες μη επαναστατικές, έτσι ώστε να συμβάλλουμε στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα για την αξιοποίηση της επαναστατικής κατάστασης (όταν προκύψει) και το πέρασμα στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό; Με ποια κατεύθυνση, με ποια συνθήματα, με ποιες μορφές πάλης, με ποιες μορφές οργάνωσης, με ποια ιεράρχηση κοινωνικών δυνάμεων; Με «γραμμή» εντός των πλαισίων της «αντοχής της οικονομίας» και της ανταγωνιστικότητας ή με «γραμμή» ρήξης που βάζει στο επίκεντρο τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και τον παραγόμενο από τους εργαζόμενους πλούτο; Με υποσχέσεις για μία φιλολαϊκή κυβέρνηση χωρίς ρήξη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ή με την επεξεργασμένη σύγκρουση με τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες των μαζών; Με τη συνεργασία με τα οπορτουνιστικά κόμματα, δηλαδή με τους φορείς της αστικής ιδεολογίας, ή με τη σταθερή πολεμική με αυτά και την παραλυτική τους επίδραση στο κίνημα;

Κι εδώ πρέπει να ξεπεραστούν λαθεμένες αντιλήψεις. Πρέπει να καταπολεμηθεί η κατανόηση της τακτικής ως κολακεία και υπόκλιση στο αυθόρμητο, ως ξεγέλασμα των λαϊκών μαζών. Υπολογισμός του επιπέδου συνείδησης των μαζών δεν σημαίνει εξαπάτησή τους, δεν σημαίνει απόκρυψη του πραγματικού εχθρού, δεν σημαίνει απώλεια κριτικής. Δεν σημαίνει διατήρηση αυτού του επιπέδου, αλλά προσπάθεια ανύψωσής του. Σημαίνει τίμια, ειλικρινή στάση, αναγνώριση του κάθε φορά εφικτού βαθμού συμπόρευσης. Σημαίνει προσπάθεια για σταθερή ανάπτυξη των εμβρυακών συνειδητών στοιχείων έναντι των πιο ανώριμων. Σημαίνει ρήξη με το λογικό πυρήνα της αυθόρμητης σκέψης, ο οποίος αντικειμενικά και εξ ορισμού κινείται «εντός των καπιταλιστικών τειχών», προϋποθέτει το ταρακούνημα των μαζών που μπαίνουν σε κίνηση, προϋποθέτει να νιώσουν μέσα τους ότι «κάτι δεν είχαν καταλάβει καλά μέχρι τώρα».

Από μόνη της, η «όξυνση των προβλημάτων», η «κίνηση των μαζών» και η «πάλη για τα καθημερινά προβλήματα» μπορεί να οδηγήσουν στην επιτάχυνση της ενσωμάτωσης των εργατικών μαζών και της πίεσης στο ΚΚ για ενσωμάτωση στο αστικό πολιτικό σύστημα. Αλλωστε, ιστορικά μάλλον είναι περισσότερα τα παραδείγματα που η κίνηση των μαζών έχει οδηγήσει στην περαιτέρω στερέωση του εκμεταλλευτικού συστήματος παρά στην ουσιαστική αμφισβήτηση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Αυτό βέβαια δε συνεπάγεται κανένα φόβο απέναντι σε αυτή την κίνηση αφού μόνο πάνω σε αυτό το έδαφος μπορεί να μετρήσουμε βήματα στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, στη ριζοσπαστικοποίηση τμήματος των αυτοαπασχολούμενων και στην ενδυνάμωση και αντοχή της κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Αλλωστε, όταν λέμε ότι από κάθε πόρο της κοινωνίας μας απορρέει η σήψη του καπιταλισμού και η αναγκαιότητα της ανώτερης, της κομμουνιστικής κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι αντικειμενικά υπάρχει η δυνατότητα να κατανοείται αυτή η αναγκαιότητα στο έδαφος της πάλης για τα λαϊκά προβλήματα. Για να μετατραπεί όμως αυτή η δυνατότητα σε πραγματικότητα προϋποτίθεται ότι ως Κόμμα, έχοντας συνείδηση των σημερινών συνθηκών και των ορίων που αυτές θέτουν, δρούμε με ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο τέτοιο, με μορφές οργάνωσης τέτοιες που φωτίζουν αυτά τα προβλήματα υπό το φως της σχέσης κεφαλαίου - εργασίας, που αναδεικνύουν την προοπτική επίλυσής τους με τον παραμερισμό της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της πολιτικής της εξουσίας.

β) Ενα δεύτερο ζήτημα στο οποίο θέλω να σταθώ είναι το ζήτημα της στάσης του Κόμματος στην περίπτωση ιμπεριαλιστικού πολέμου. Εδώ πρέπει να κατανοηθεί ότι το βασικό ζήτημα σε κάθε πόλεμο δεν είναι ποιος επιτίθεται και ποιος αμύνεται αλλά ποιας πολιτικής συνέχεια (με άλλα, με βίαια μέσα) αποτελεί η επίθεση σε μία άλλη χώρα ή η άμυνα απέναντι σε κάποιον εισβολέα. Π.χ., για άλλους λόγους αμύνεται στον εισβολέα η αστική τάξη μίας χώρας και το κράτος της, για άλλους λόγους αμύνεται η εργατική τάξη. Η πρώτη αμύνεται - στο βαθμό που εκτιμά ότι αυτό απαιτείται - για να διατηρήσει «για την πάρτη της» την εκμετάλλευση των εργαζομένων και του πλούτου του «έθνους-κράτους» της, ενώ η εργατική τάξη πρέπει να αξιοποιήσει τον αλληλοσπαραγμό των αστών των διαφόρων κρατών για να οικοδομήσει τη δική της κοινωνία. Εδώ εδράζεται η θέση για τη δημιουργία «αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής - λαϊκής αντίστασης», η οποία θα αντιπαρατίθεται ταυτόχρονα τόσο με την αστική τάξη-εισβολέα όσο και με την αμυνόμενη εγχώρια αστική τάξη, διατηρώντας και σε συνθήκες πολέμου την απαραίτητη ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος από τις επιδιώξεις της αστικής τάξης.

γ) Τέλος, οι Θέσεις αναδεικνύουν με καλύτερο τρόπο τη στάση του Κόμματός μας απέναντι σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης. Συγκρούονται με την επικίνδυνη αντίληψη περί μεταβατικής κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, η οποία θα προετοιμάσει δήθεν την εξέγερση, αντίληψη που ιστορικά λειτούργησε ως Δούρειος Ιππος της οπορτουνιστικής μετάλλαξης των ΚΚ. Οπως αποδεικνύεται και ιστορικά και θεωρητικά, αυτή η θέση λειτουργεί παραλυτικά σε σχέση με τα επαναστατικά αντανακλαστικά ενός ΚΚ. Αυτή η παράλυση είναι μάλιστα «γλυκιά» αφού αρχικά βρίσκει πλατιά ανταπόκριση στις μάζες των αγωνιζόμενων εργατών και αυξάνει βραχυπρόθεσμα την πολιτική-εκλογική επιρροή ενός ΚΚ ακριβώς γιατί «πηγαίνει με τα νερά των αυταπατών τους». Πολύ σύντομα βέβαια τροχιοδρομείται η αντίστροφη πορεία...

Η ωφελιμότητα του Σχεδίου Προγράμματος έχει ήδη αποδειχτεί αφού οι καλύτερες διατυπώσεις του έχουν εξαναγκάσει κάποιους «άσπονδους φίλους» να πάρουν ανοιχτά αντιμαρξιστικές, αντιλενινιστικές θέσεις. Προκειμένου να πολεμήσουν την επαναστατική γραμμή του Κόμματος «εξαναγκάστηκαν» να αποκόψουν τον ιμπεριαλισμό από τον καπιταλισμό, να προβάλουν ως βασικό κριτήριο ορθότητας της πολιτικής του ΚΚ το εκλογικό αποτέλεσμα, να αμφισβητήσουν ανοιχτά τη λενινιστική θέση για τα κριτήρια καθορισμού του χαρακτήρα κάθε πολέμου και της στάσης του επαναστατικού κόμματος σε αυτόν. «Αναγκάστηκαν» να ξεθάψουν το μίνιμουμ και μάξιμουμ πρόγραμμα, «αναγκάστηκαν» να αμφισβητήσουν ανοιχτά την αναγκαιότητα της αταλάντευτης διαπάλης με τα οπορτουνιστικά κόμματα, να αμφισβητήσουν ανοιχτά τη θεμελιακή θέση για μη συμμετοχή του ΚΚ στη διαχείριση του καπιταλισμού.

Το Σχέδιο Προγράμματος αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό βήμα στη μετατροπή του Κόμματός μας σε Κόμμα «παντός καιρού».


Χρήστος Μπαλωμένος


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ