Κυριακή 22 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οταν δεν ευημερούν ούτε οι αριθμοί...

Ολα δείχνουν πως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση - με κατεύθυνση την επιδείνωση - για μια σειρά βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά είναι τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τις εξελίξεις στην ανεργία, στον πληθωρισμό, στα δημοσιονομικά ελλείμματα, στο δημόσιο χρέος, στα ελλείμματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών κλπ.

Ιδού και τα τεκμήρια:

Τεκμήριο πρώτο, ο πληθωρισμός. Παρά τη δογματική προσήλωση της κυβέρνησης στην εφαρμογή εισοδηματικών πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους - που αποτελεί πιλότο για ανάλογη εισοδηματική πολιτική και στον ιδιωτικό τομέα - ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να «δαγκώνει». Ηδη, τρέχει με ρυθμό αύξησης πάνω από 3% (3,2% ο «εναρμονισμένος» και 3,3% ο «εθνικός» σε μέσα επίπεδα), ενώ πέρσι ο ρυθμός ήταν αρκετά χαμηλότερος (2,6% ο εθνικός και 2,2% ο «εναρμονισμένος»). Οι παραπάνω εξελίξεις, εκτός από τις αρνητικές συνέπειες που θα έχουν στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και γενικότερα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, προδικάζουν ότι φέτος δε θα εκπληρωθεί ο στόχος της κυβέρνησης για συγκράτηση του πληθωρισμού στο 2,3%.

Τεκμήριο δεύτερο, η ανεργία. Αν και οι κυβερνώντες προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την αντιλαϊκή πολιτική μακροχρόνιας λιτότητας, επιχειρηματολογώντας όχι μόνο με την ανάγκη εκπλήρωσης του «εθνικού στόχου» για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, αλλά και με το ότι θα συμβάλει στη μείωση της ανεργίας με τις νέες θέσεις απασχόλησης (υποτίθεται ότι οι επιχειρηματίες θα επένδυαν μέρος των κερδών τους και μέσω των επενδύσεων θα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας), στην πραγματικότητα η ανεργία συνέχισε να τραβά την ανηφόρα. Επίσημα το ποσοστό της ανεργίας άγγιξε το 12% (ανεπίσημα ξεπέρασε το 13%) και οι εγγεγραμμένοι άνεργοι έχουν φτάσει τους 600.000. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο πως τα στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα, μας πληροφορούν πως μεταξύ των ανέργων, τη μερίδα του λέοντος κατέχουν οι νέοι και οι γυναίκες και πως ο χρόνο των μακροχρόνια ανέργων παρατείνεται επικίνδυνα.

Τεκμήριο τρίτο, τα ελλείμματα του δημοσίου. Παρά την αποφασιστικότητα που έδειξε η κυβέρνηση στην περικοπή των μισθών και συντάξεων του δημοσίου, των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, καθώς και στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (με τις ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΚΟ κλπ.), διατηρώντας παράλληλα τη φορομπηχτική της πολιτική, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Αυτό, δε φάνηκε τόσο καθαρά με τα στοιχεία (προσωρινά) που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό του 2001 (που κατατέθηκε πέρσι το Νοέμβρη στη Βουλή και ψηφίστηκε το Δεκέμβρη), καθώς έγιναν διάφορες αλχημείες και μεταφορές κονδυλίων στο 2001. Οι αλχημείες αυτές, έχουν αρχίσει να γίνονται ορατές, από τα στοιχεία που δίνει το υπουργείο Οικονομικών για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2001 και το πρόβλημα - που ήδη ομολογούν σιωπηρά οι αρμόδιοι υπουργοί - θα αρχίσει να φαίνεται σε όλο του το μεγαλείο τον ερχόμενο Νοέμβρη με την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2002. Ηδη στερεύουν - αν δεν έχουν ήδη στερέψει - οι πηγές αύξησης των εσόδων ή περικοπής των δαπανών. Παράλληλα, μια σειρά παράγοντες - όπως οι προϋπολογισθείσες δαπάνες για την Ολυμπιάδα του 2004, τα νέα προνόμια που σχεδιάζει να δώσει η κυβέρνηση στο μεγάλο κεφάλαιο με πρόσχημα την «ανταγωνιστικότητα», την «παραγωγικότητα», σε συνδυασμό με το χαμηλό τζίρο στο χρηματιστήριο κλπ. - διογκώνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα κατά μερικά τρισεκατομμύρια. Μπροστά σ' αυτή την άσχημη κατάσταση, το οικονομικό επιτελείο αναζητά «λύσεις» για τη συγκράτηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, στα επίπεδα που έχει δεσμευτεί με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που κατέθεσε και εγκρίθηκε από το διευθυντήριο των Βρυξελλών. Καθώς, όμως, οι «λύσεις» που επέλεξε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης περιλαμβάνουν εκτός από τις κλασικές συνταγές (πρόσθετες περικοπές δαπανών για κοινωνικούς σκοπούς) και «καινοτομίες» (όπως η απόφαση για περικοπή στρατιωτικών δαπανών που μέχρι χτες θεωρούνταν «ανελαστικές»), η κυβέρνηση εισπράττει αντιδράσεις από τα θιγόμενα πλατιά λαϊκά στρώματα αλλά και από στελέχη του κόμματός της, για δικούς τους λόγους.

Τεκμήριο τέταρτο, το δημόσιο χρέος. Με δεδομένο ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα είναι μεγαλύτερα από αυτά που είχε προϋπολογίσει η κυβέρνηση, το αποτέλεσμα θα είναι να διογκωθεί ανάλογα και το δημόσιο χρέος της χώρας, με συνέπεια να μην εκπληρωθεί ο στόχος για μείωσή του - σαν ποσοστό του ΑΕΠ - που τέθηκε με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Μάλιστα, σαν ποσοστό του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος θα μειωθεί λιγότερο από το στόχο, καθώς κανείς πια δεν αμφισβητεί πως η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα θα είναι μικρότερη από εκείνη που είχε προϋπολογίσει η κυβέρνηση, λόγω της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης στις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Τεκμήριο πέμπτο, τα ελλείμματα του ισοζυγίου. Αν κάποιος από τους βασικούς δείκτες της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε δραματική επιδείνωση, αυτός δεν είναι άλλος παρά τα ελλείμματα από τις κάθε είδους συναλλαγές της Ελλάδας με το εξωτερικό. Και αυτός ο δείκτες, δεν είναι άλλος από το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της Τράπεζας της Ελλάδας. Εδώ το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο εμπορικό έλλειμμα (διαφορά εισαγωγών - εξαγωγών) και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (καταγράφονται όλες οι συναλλαγές της Ελλάδας με το εξωτερικό), τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Με βάση λοιπόν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το εμπορικό έλλειμμα σε βάρος της χώρας μας, ανήλθε το 2000 στο ποσό των 21.927,5 εκατ. ευρώ (έναντι 16.888,7 εκατ. ευρώ το 1999, ενώ το συνολικό έλλειμμα (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) εκτινάχτηκε στα 8.371,5 εκατ. ευρώ από 4.800,5 εκατ. ευρώ το 1999. Παρατηρείται δηλαδή μέσα στο 2000 μια αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 5.038,8 εκατ. ευρώ και του συνολικού ελλείμματος (ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) κατά κατά 3.571 εκατ. ευρώ. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ, το μεν εμπορικό έλλειμμα ξεπέρασε το 18% το 2000 (από περίπου 14,5% το 1999) το δε έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 7% (από 4,12% το 1999).

Η ζημιά στους εργαζόμενους

Στους δείκτες της ελληνικής οικονομίας, που δεν ευημερούν, θα μπορούσαμε ακόμη να αναφέρουμε την αξία της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (που χρόνο με το χρόνο συμπιέζονται σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα, καθώς το μοντέλο της εισοδηματικής πολιτικής που εφαρμόζεται προβλέπει ονομαστικές αυξήσεις γύρω και κάτω από τον επίσημο πληθωρισμό), ενώ αντίθετα στους αριθμούς που ευημερούν ξεχωρίζουν τα κέρδη των τραπεζών, των εμποροβιομηχανικών και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων που αυξάνονται με ποσοστά πολλαπλάσια του πληθωρισμού, διατηρώντας έτσι την «αποδοτικότητα» των ιδίων κεφαλαίων στις ελληνικές επιχειρήσεις στο υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά με τις άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και του ΟΟΣΑ.

Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που η μακροχρόνια λιτότητα έδειχνε τους αριθμούς να «ευημερούν» (μείωση ελλειμμάτων, πληθωρισμού, δημόσιου χρέους) και τους ανθρώπους (δηλαδή τα πλατιά λαϊκά στρώματα που ήταν και τα μεγάλα θύματα της μονόπλευρης λιτότητας) να υποφέρουν, σήμερα δεν ευημερούν ούτε οι αριθμοί. Μπροστά σ' αυτό το σκηνικό, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «παίζει» με τη νοημοσύνη του λαού. Ο πρωθυπουργός και οι επιτελείς τους, εμμένουν δογματικά στη συνέχισή της ίδιας πολιτικής. Στην προσπάθειά τους, μάλιστα, να ξεπεράσουν τα νέα προβλήματα που παράγει η συγκεκριμένη πολιτική, ενισχύουν τα κάθε είδους προνόμια και την ασυδοσία για το μεγάλο κεφάλαιο (μείωση του συντελεστή φορολογίας των κερδών, αύξηση των ποσών και ποσοστών κρατικής επιχορήγησης για επενδύσεις κλπ.) και την ίδια ώρα θεσμοθετούν μέτρα για τη μείωση του λεγόμενου κόστους εργασίας (μάξι ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό, πλήρης ανατροπή των εργασιακών σχέσεων κλπ.). Ολα αυτά τα μέτρα, προσπαθούν να τα περάσουν στη ζούλα, μοιράζοντας, προσφέροντας σαν αντάλλαγμα τα ψίχουλα του λεγόμενου «κοινωνικού πακέτου».

Οταν λοιπόν η κυβέρνηση των εκσυγχρονιστών του ΠΑΣΟΚ, εφαρμόζει με τέτοια συνέπεια τα μέτρα και τις πολιτικές που υπαγορεύουν οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές και οι συνεταίροι τους (μεγαλοεπιχειρηματίες), γνωρίζει ότι έχει επιλέξει να αντιπαρατεθεί - έστω κι αν συνεχίζει να φορά το «σοσιαλιστικό μανδύα» - με τους εργαζόμενους και τους οικονομικά αδύνατους. Με τέτοιες επιλογές, είναι επόμενο ο πρωθυπουργός και οι παρατρεχάμενοί του να προχωρούν αδίστακτα σε ρήξεις με τους εργαζόμενους που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Οσο για τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που ενώ υπερψήφισαν τις συγκεκριμένες πολιτικές το παίζουν «κοινωνικά ευαίσθητοι», επιδιώκουν να ενισχύουν το πολιτικό τους προφίλ στο κυβερνών κόμμα, γεγονός που βοηθά στον εγκλωβισμό δυσαρεστημένων τμημάτων της βάσης του, θέλοντας ίσως να γίνουν «Χαλίφης στη θέση του Χαλίφη». Η δε αξιωματική αντιπολίτευση (που επίσης επικροτεί τις συγκεκριμένες πολιτικές) να διαρρηγνύει τα ιμάτιά της, προβάλλει ως «διέξοδο» την επιτάχυνση των περιβόητων αναδιαρθρώσεων, δηλαδή μια από τα ίδια αλλά πιο γρήγορα...


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ