Κυριακή 15 Ιούνη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Νέα ελληνικά μονόπρακτα
«Κέικ» στο Εθνικό Θέατρο

«Κέικ»

Copyright � 2014 Vassilis Makr

«Κέικ»
Το έργο και η παράσταση συνθέτουν μια ευχάριστη έκπληξη. Ο λόγος για το «Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Αξιόλογος πεζογράφος, ο Β. Χατζηγιαννίδης εξελίσσεται σε πολύ ελπιδοφόρο δραματουργό. Μετά τα έργα «Μεταμφίεση», «Λάσπη», «Λα πουπέ», «Αέρας», «Στην οθόνη το φως», «Τον άυλο εσένα», το 2010, παρουσίασε το ολιγόλεπτο μονόλογο «Δέκα και μισή», με ερμηνεύτρια την Μίνα Αδαμάκη. Το κείμενο αυτό, ξαναδουλεμένο, αποτελεί ένα ουσιώδες θεματολογικά, μαστορικής πλοκής, εκτενές μονόπρακτο, με τίτλο «Κέικ». Μια πικρότατη «κωμωδία» που ηθογραφεί την προβληματική ελληνική καθημερινότητά μας, νιώθει τα βάσανα των ανθρώπων, καυτηριάζει τις εμμονές, τις προκαταλήψεις, τις καχύποπτες και εχθρικές συμπεριφορές απέναντι στον «διαφορετικό», ξένο και ντόπιο, αλλά και «γλυκαίνει» την ψυχή, καταδεικνύοντας ως μόνη ανθρωπιστική διέξοδο, τη συμφιλίωση, την αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασμό των ανθρώπων.

Ενοικοι μιας μικρής αθηναϊκής πολυκατοικίας είναι τα πρόσωπα του έργου. Τρεις Ελληνες και ένας μετανάστης εργάτης, που μεγαλώνει μόνος το μικρό γιο του. Ο Πέτρος, ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, που ζει μόνος, ψήνει ένα κέικ για να υποδεχθεί τη φοιτήτρια μοναχοκόρη του. Ξαφνικά, έρχεται η Σάσα, μια ένοικος, που γράφει ακραία φαντασιόπληκτα και ερωτόπληκτα μυθιστορήματα (ειρωνικό σχόλιο του Χατζηγιαννίδη για τη «μακριά νυχτωμένη» από την κοινωνική πραγματικότητα σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία), προκειμένου να «καταγγείλει» ότι κάποιος πετά σκουπίδια από το μπαλκόνι του. Η «κουλτουριάρα» συγγραφέας δηλώνει ότι «δεν είναι ρατσίστρια» ...αλλά μόνο τον μετανάστη υποπτεύεται. Επίσης, «δεν είναι ρατσιστής», αλλά τον μετανάστη κατηγορεί και ο άλλος ένοικος (Μπάμπης). Πιεζόμενος από τους δύο ενοίκους για να βρεθεί ο «ένοχος», ο διαχειριστής καλεί στο διαμέρισμά του και τον μετανάστη (Αγκρόν). Κι αυτός ο φουκαράς, κατάκοπος από ολοήμερη δουλειά, αντί να πάει να πάρει το παιδί του από το γυμναστήριο, νυχτάτικα τρέχει στο διαχειριστή. Αντιμέτωπος με τις «ανακριτικές» προσβολές και την επιθετικότητα του Μπάμπη, ο μετανάστης «αμύνεται». Λέει ότι, ίσως, τα σκουπίδια να τα πετά η «τραβεστί» που μπαινοβγαίνει στο σπίτι του Μπάμπη («τραβεστί» είναι ο αδελφός του Μπάμπη, πράγμα που πονά τον Μπάμπη). Ο Μπάμπης χυμά στον μετανάστη. Χάρη στην ψυχραιμία, την ανθρωπιά, την κατανόηση του διαχειριστή για όποιον έχει βάσανα, ο μετανάστης ομολογεί ότι το παιδί του πετά σκουπίδια, αλλά και δεσμεύεται ότι δε θα το ξανακάνει. Το κακό αποτρέπεται, χάρη στην εκατέρωθεν «συγγνώμη» και τη γλύκα του κέικ που τους προσφέρει ο διαχειριστής, μην αφήνοντας ψίχουλο για την κόρη του. Τα κοστούμια, το εικαστικής καλαισθησίας σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου και οι μουσικές επιλογές του Ιάκωβου Δρόσου στηρίζουν την πολύ καλή σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη. Σκηνοθεσία ρεαλιστικού μέτρου, απλότητας και σοβαρότητάς, χωρίς ίχνος καταφυγής σε τηλεοπτικού τύπου ευκολίες και «κωμικότητες». Γι' αυτό μπόρεσαν να αναπτυχθούν - και από τους τέσσερις ηθοποιούς - εξαιρετικές ερμηνείες. Η μια καλύτερη από την άλλη. Και όλες αναδεικνύουν την «υπόγεια» δραματικότητα του έργου και την επιφανειακή ιλαρότητά του. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος (διαχειριστής), με απλότητα, αλήθεια και μια δόση μελαγχολίας για τις δυσκολίες στη συμβίωση των ανθρώπων, «ενσαρκώνει» τη σύνεση, τη νηφαλιότητα, την ανθρωπιά. Η Μίνα Αδαμάκη (συγγραφέας) σαρκάζει απολαυστικά την αυταρέσκεια, τη φαντασιοπληξία, την καχυποψία που μπορεί να ανάψει «φωτιές». Ο Μάξιμος Μουμούρης (Μπάμπης) με αμεσότητα και εκφραστική δύναμη «σωματοποιεί» τους κινδύνους που «γεννά» η προκατάληψη κατά των μεταναστών. Η ερμηνεία του Λαέρτη Μαλκότση «καθρεφτίζει» το φοβικό ψυχισμό, αλλά και το αίσθημα αξιοπρέπειας και τον αγωνιώδη βιοποριστικό μόχθο κάθε τίμιου μετανάστη.

«Οδός Πολυδούρη» στο «Βασιλάκου»

«Οδός Πολυδούρη»
«Οδός Πολυδούρη»
Φύση ελεύθερη, περήφανη, ασυμβίβαστη, ανήσυχη, ουσιαστικά και όχι «φεμινιστικά» χειραφετημένη, «διψασμένη» για νέες κοινωνικές και πνευματικές ιδέες, πλασμένη για τις χαρές της ζωής και της δημιουργίας, η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε η πιο φλογερή, ίσως, αλλά και η δραματικότερη γυναικεία μορφή της ελληνικής ποίησης του μεσοπολέμου, αθεράπευτα ερωτευμένη με τον «μέντορά» της, τραγικό αυτόχειρα Κώστα Καρυωτάκη. Η πολυκύμαντη, αν και ολιγόχρονη ζωή της (1902 -1930), και η ποίησή της, εξακολουθούν να συγκινούν πολλούς αναγνώστες και να απασχολούν τους μελετητές της λογοτεχνίας. Η Πολυδούρη, δεκατετράχρονη εμφανίστηκε στην ποίηση. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, βγήκε στη βιοπάλη. Εργάστηκε στο Δημόσιο, με μισθό πείνας, ενάντια στον οποίο αγωνιζόταν ο συνδικαλιστής Κ. Καρυωτάκης. Την ενδιέφεραν η Νομική αλλά και το θέατρο. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Επαιξε σε μία μόνο παράσταση (στο «Κουρελάκι» του Νικοντέμι). Για ένα καλύτερο μεροκάματο, πήγε στο Παρίσι για να μάθει ραπτική και γύρισε βαριά χτυπημένη από τη φυματίωση. Εισήχθη στο «Σωτηρία», αρχικά σε ένα υποφερτό θάλαμο, επί πληρωμή. Οταν εξαντλήθηκαν τα λιγοστά χρήματα των δικών της, η ίδια ζήτησε να μεταφερθεί στο θάλαμο των απόρων μελλοθανάτων. Δεν επέτρεψε σε κάποιους «φιλεύσπλαχνους» αστούς λογοτέχνες να κάνουν έρανο για εκείνην. Συντασσόταν, όμως, με τα υπομνήματα των φυματικών προς το κράτος - με πρωτοστατούντες τους νοσηλευόμενους κομμουνιστές - για βελτίωση των άθλιων κτιριακών υποδομών και των ανθυγιεινών συνθηκών διαβίωσης των αρρώστων στους θαλάμους, για καλύτερη και αρκετή τροφή, κατάλληλη φαρμακευτική και νοσηλευτική αγωγή για όλους, ανεξαιρέτως, τους φυματικούς. Δεχόταν τις επισκέψεις και συμφωνούσε με τη συμπαράσταση και με τις σχετικές διαμαρτυρίες προοδευτικών δημιουργών (λ.χ. Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ελλη Αλεξίου, κ.ά.). Τακτικός επισκέπτης στο θάλαμό της, παρέα της και συνομιλητής της για την ποίηση, τη ζωή και την κοινωνία, ήταν ο - επίσης βαριά φυματικός, νοσηλευόμενος και στο «Σωτηρία» - ομότεχνός της, Γιάννης Ρίτσος. Η Πολυδούρη, ξέροντας και περιμένοντας - πάντα με αξιοπρέπεια - τον αναπόφευκτο θάνατό της, συνέχισε και μέσα στο φρικτό φθισιατρείο να γράφει ποιήματα και ημερολόγιο. «Καιομένη βάτος», γενναία, «ανυπάκουη» στις άχρηστες συστάσεις των γιατρών, όσο είχε ακόμη αντοχές, το έσκαγε τα βράδια από το θάλαμο του θανάτου, για να ζήσει για λίγες ώρες με τον έξω κόσμο, να «γευτεί» και την ελάχιστη σταγόνα ζωής. Πλούσιο υλικό - και δραματουργικά - προσφέρουν η ζωή, η ποίηση και το δραματικό τέλος της Πολυδούρη, αρκεί να θέλει κανείς να αναδείξει όλες τις πλευρές του, και όχι μόνον για την «ατίθαση» φύση της και τη γενναιότητά της απέναντι στο θάνατο, όπως συμβαίνει με το μονόλογο της Ρούλας Γεωργακοπούλου «Οδός Πολυδούρη». Πρόκειται για έναν μονόλογο γραμμένο αισθαντικά, με αγάπη για την ποιήτρια. Πλην, όμως, «φεμινιστικής» λογικής, αλλά και μονομερή θεματολογικά, καθώς προσεγγίζει την Πολυδούρη μόνον ψυχολογικά και μόνο κατά την πορεία της προς το θάνατο, πράγμα που ελαχιστοποιεί το γενικότερο - ανθρώπινο, δημιουργικό και κοινωνικό - «στίγμα» αυτής της ποιήτριας. Ευτύχημα - επομένως - για το κείμενο είναι η άκρως «ποιητικής» ευαισθησίας, «μουσικών» ρυθμών, εικαστικής καλαισθησίας (σκηνικό - κοστούμια Ελένης Στρούλια), σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη, που αφουγκράζεται και μεταδίδει την - ψυχή τε και σώματι - ποιητική ελευθερία και το πάθος της Πολυδούρη. Συντελεστές του εξαιρετικού παραστασιακού αποτελέσματος είναι η εκφραστική κινησιολογία (Χριστίνα Σουγιουλτζή), η μουσική (Αλέξανδρος Γκόνης), οι φωτισμοί (Τάσος Παλαιορούτας), αλλά και η έξοχης ψυχοσωματικής αλήθειας - χωρίς ίχνος μελοδραματισμού - καθώς και «αέρινης» σκηνικής χάρης ερμηνεία της Ιωάννας Παππά.


ΘΥΜΕΛΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Γι' «Αυτές και Αλλες» γυναίκες με τη Νένα Βενετσάνου (2017-03-02 00:00:00.0)
Μελοποιημένη ποίηση (2013-04-14 00:00:00.0)
Θεατρο-μελισμένη ποίηση (2005-05-06 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ (2003-07-25 00:00:00.0)
Αντιστάθηκε στα κοινωνικά «πρέπει» της εποχής της (2003-05-04 00:00:00.0)
Ζώντας «την ευτυχία του να αγαπώ» (2003-05-04 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ