Ακόμα και η αξιολόγηση έδειξε ότι δεν περισσεύει κανένας διοικητικός υπάλληλος
Η μελέτη αξιολόγησης έγινε κατά παραγγελία του υπουργείου Παιδείας σε ιδιωτική εταιρία και τα αποτελέσματα που παραδόθηκαν χτες στα μέλη της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ήταν «θετικά» για τους διοικητικούς υπαλλήλους. Προέκυψε ότι τα 8 ΑΕΙ έχουν 4.086 διοικητικούς υπαλλήλους, ενώ, για να καλύψουν τις ανάγκες τους, απαιτούνται τουλάχιστον άλλοι 400.
Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται να την «γλίτωσαν προσωρινά» οι διοικητικοί υπάλληλοι των ΑΕΙ και οι απολύσεις στο Δημόσιο - που είναι δεδομένο ότι θα γίνουν από την κυβέρνηση - θα αναζητηθούν από άλλη «δεξαμενή».
Ο υπουργός Παιδείας Αν. Λοβέρδος, μιλώντας στην Επιτροπή, έδωσε ρεσιτάλ υποκρισίας, αναφέροντας ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε άνθρωπος είναι μια ψυχή και μια ζωή και κανένας δεν μπορεί να τον βλέπει ως αριθμό, γι' αυτό πρέπει να γίνει μια αξιολόγηση να μας πει ποιες είναι οι διοικητικές ανάγκες (...) Να χτυπήσω ανθρώπους στο ψαχνό, δεν το έκανα ποτέ μου και δε θα το κάνω (...) Αφού αυτό δεν προκύπτει, δε θα κάνω καμία απόλυση». Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του βουλευτή του Μ. Κριτσωτάκη, δείχνοντας ότι δε διαφωνεί με το συνολικό πλαίσιο, αυτό που βρήκε να σχολιάσει είναι αν ο υπουργός «αξιολόγησε την αξιολόγηση».
Αυτό που επισκιάστηκε ωστόσο ήταν ότι η αξιολόγηση έγινε για την προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, δηλαδή της ανατροπής του δημόσιου πανεπιστημίου και της λειτουργίας του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Σε αυτό η Μ. Ορφανίδου από την εταιρία ΤΕΚ ΑΕ που παρουσίασε τα αποτελέσματα ήταν σαφής, καθώς σημείωσε ότι παράμετροι και στοιχεία που βασίστηκε η μελέτη ήταν «μελέτες και δείκτες του ΟΟΣΑ» και, σε ό,τι αφορά τα 8 ΑΕΙ, «η παραγωγή αυτή καθεαυτή της γνώσης» και η «διασύνδεση με την αγορά».
Από το ΚΚΕ, ο βουλευτής Γ. Γκιόκας επισήμανε ότι «εμείς διαφωνούμε με τα κριτήρια και τους στόχους της αξιολόγησης» γιατί «υποτάσσονται σε μια πολιτική που επιδιώκει να λειτουργούν τα ιδρύματα με όρους αγοράς, με όρους ανταποδοτικότητας, με όρους αυτοχρηματοδότησης, τη μείωση του προσωπικού και την ανακατανομή του».
Και έθεσε το ερώτημα: «Η αξιολόγηση και η επιστημονική μεθοδολογία δεν έχει πολιτικές αναφορές; Δεν έχει πολιτικά χαρακτηριστικά; Ολη η εισαγωγή της συγκεκριμένης έκθεσης συμπυκνώνει την κυρίαρχη πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και το υπουργείο. Η συγκεκριμένη αξιολόγηση και μεθοδολογία έχει πολιτικά χαρακτηριστικά», τόνισε. Ανέφερε ως παράδειγμα ότι η μελέτη δίνει βαρύτητα στα ερευνητικά προγράμματα που, στο πλαίσιο της αυτοχρηματοδότησης των ΑΕΙ που προωθεί η κυβέρνηση, σημαίνει την είσοδο χορηγών και συμπράξεις με επιχειρηματικούς ομίλους. «Πέρα από τη διαδικασία», πρόσθεσε, «που είναι προβληματική, όσον αφορά τους στόχους, είναι ξεκάθαρη. Είναι η υποταγή της εκπαίδευσης σε μια σειρά αντιλαϊκών στόχων, που προσδιορίζονται από την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ».