Δημοσιεύουμε σήμερα το άρθρο «Της Σύνταξης»
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη που θα έχουν μια σειρά πιο συγκεκριμένα «ανοιχτά» ζητήματα το αμέσως επόμενο διάστημα, το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί τις λίγες βδομάδες που έχουν ακολουθήσει τις βουλευτικές εκλογές του Γενάρη έχει οριοθετήσει με μεγάλη σαφήνεια το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί -και κινείται ήδη- η νέα κυβέρνηση.
Το ΚΚΕ αξιοποίησε και την προεκλογική περίοδο για να συζητήσει τα παραπάνω ζητήματα, να συγκρουστεί με τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες περί λύσεων «εντός των καπιταλιστικών τειχών» και ν' αναδείξει την αναγκαιότητα ενός ριζικά διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας που θα βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό - λαϊκό έλεγχο. Πολύ σημαντικό όπλο σε αυτή την παρέμβαση και κατά την προεκλογική περίοδο αποτέλεσαν οι συλλογικές επεξεργασίες του Κόμματος, η απόφαση για το Σοσιαλισμό με επίκεντρο την ΕΣΣΔ, η μελέτη της εμπειρίας του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, το νέο Πρόγραμμα του Κόμματος. Αυτές οι επεξεργασίες και η αντίστοιχη δουλειά στις γραμμές και τον περίγυρο του Κόμματος αύξησαν τη δυνατότητά του να αντιπαλεύει τις δυσκολίες, να τα βγάζει πέρα παλικαρίσια σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Η ΚΕ του ΚΚΕ, ενώ χαιρέτησε τη θετική τάση συσπείρωσης στο Κόμμα, ανάκτησης απώλειας ψήφων και εισροής νέων, εκτίμησε ότι η κυβερνητική εναλλαγή και η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ δε συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού. Από τα πρώτα βήματά της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έδειξε τη διάθεσή της να διαχειριστεί τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και κατ' επέκταση να σεβαστεί τον πυρήνα των πολυποίκιλων δεσμεύσεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό που αυτός συνεπάγεται.
Βασικό καθήκον των κομμουνιστών είναι ν' αναδεικνύουν με την παρέμβασή τους τον ταξικό χαρακτήρα αυτών των προσαρμογών. Ομολογουμένως πρόκειται για ένα δύσκολο καθήκον που απαιτεί βαθιά ιδεολογική παρέμβαση, πολλές φορές «κόντρα στο ρεύμα» των λαϊκών προσδοκιών και αυταπατών. Μόνο έτσι όμως μπορεί το επαναστατικό κόμμα να συμβάλει στην πολιτικοποίηση της εργατικής - λαϊκής συνείδησης και στην αποτροπή του αφοπλισμού του κινήματος -μέσω της ενσωμάτωσής του πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής διαχείρισης- στην πάλη του απέναντι στο κεφάλαιο.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα ποιες συνθήκες επικρατούν όλη αυτή την περίοδο πριν και μετά τις τελευταίες εκλογές. Καταρχήν οποιαδήποτε κυβέρνηση προέκυπτε μετά τις εκλογές έπρεπε να δράσει σε συνθήκες κατά τις οποίες δεν έχει σταθεροποιηθεί η έξοδος από την καπιταλιστική κρίση. Ταυτόχρονα, η όποια αστική διαχείριση ασκούνταν δε θα λάμβανε χώρα μέσα σε συνθήκες απομόνωσης της Ελλάδας, αλλά σε συνθήκες κυριαρχίας ενός περίπλοκου πλέγματος συμφερόντων και επιδιώξεων άλλων -και μάλιστα πολύ ισχυρών- καπιταλιστικών κρατών. Επίσης, εννοείται ότι η όποια πολιτική ακολουθούνταν έπρεπε να διαχειριστεί μια σειρά υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που απορρέουν από την επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης να παραμείνει στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Μετά τις εκλογές του Μάη του 2012, ο τότε πρόεδρος του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλος χαρακτήρισε το αποτέλεσμα των εκλογών «αντιμνημονιακή ψήφο οργής και τιμωρίας», ενώ καλούσε ανοιχτά από τότε σε βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα με συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και στελέχη της ΝΔ αμφισβητούσαν προεκλογικά πλευρές της κυρίαρχης διαχείρισης, με πιο χαρακτηριστικές ίσως τις δηλώσεις του ηγετικού στελέχους της ΝΔ και Επιτρόπου της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δ. Αβραμόπουλου, ο οποίος έκανε ανοιχτά λόγο για την ανάγκη ευελιξίας ως προς την τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας για τις χώρες του Νότου.
Το ίδιο κλίμα επικράτησε και μετεκλογικά. Από τη μία είχαμε δηλώσεις σημαντικών συλλογικών φορέων της αστικής τάξης που δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους για την κυβερνητική αλλαγή (ΣΕΒ, Σύνδεσμος Εξαγωγέων, ΕΒΕΑ, ΣΕΤΕ κλπ.) και από την άλλη σχετικές αναφορές μεγάλων καπιταλιστών υπέρ της κυβέρνησης. Φυσικά η ύπαρξη της παραπάνω κυρίαρχης συνισταμένης στις γραμμές της αστικής τάξης και η έκφρασή της σε πολιτικό επίπεδο σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την ύπαρξη τμημάτων του κεφαλαίου που εκτιμούν ότι τα συμφέροντά τους μπορεί να θιγούν από την προσαρμογή αυτή.
Οσον αφορά τις διεθνείς συμμαχίες της ελληνικής αστικής τάξης, φαίνεται να διατηρείται ο βασικός προσανατολισμός τους ως προς τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ΟΝΕ. Φυσικά αυτό σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν πραγματικές διαφοροποιήσεις στην ιεράρχηση των διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης, τόσο ως ανάγκη διατήρησης ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας για παν ενδεχόμενο, όσο και ως τμήμα της διαπραγμάτευσης στο ζήτημα της διαχείρισης του κρατικού χρέους. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα στοιχεία σύγκλισης της νέας κυβέρνησης με κάποια ευρωπαϊκά κράτη που πιέζουν προς παρόμοια κατεύθυνση στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης (π.χ. Γαλλία, Ιταλία), αλλά και με τις ΗΠΑ, οι οποίες φαίνεται ν' αξιοποιούν -αν και με προσοχή- την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα για την ανάπτυξη των δικών τους επιδιώξεων στην ΕΕ. Οι παραπάνω συγκλίσεις εκφράζονται τόσο στην κυβερνητική φράση «πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική», όσο και στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, με ενδεικτικές τις τοποθετήσεις του Γ. Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών, του Ν. Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών και του Π. Καμμένου στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι αυτή η προσαρμογή γίνεται στο έδαφος της αποδοχής του κεντρικού άξονα της προηγούμενης διαχείρισης, πυρήνας του οποίου ήταν η αναγκαιότητα απαξίωσης της εργατικής δύναμης ως προϋπόθεση εξόδου από την κρίση. Αυτή η αποδοχή εκφράζεται στη διατήρηση του κορμού των εφαρμοστικών νόμων του Μνημονίου, αλλά και στις χαρακτηριστικές δηλώσεις κεντρικών κυβερνητικών στελεχών περί αποδοχής του 70% των προγραμματικών μέτρων και συμπλήρωσής τους με άλλα μέτρα που προτείνει ο ΟΟΣΑ και κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση αξιοποιεί ένα τεχνοκρατικό μηχανισμό που στο παρελθόν είχε επίσης αξιοποιηθεί από τη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ (η πρόσληψη της εταιρίας «LAZARD» για τη διαχείριση του κρατικού χρέους, προτάσεις ΟΟΣΑ κλπ.).
Παρά το γεγονός όμως της αποδοχής από τη νέα κυβέρνηση του κεντρικού άξονα της διαχείρισης που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι προσαρμογές που αυτή επιδιώκει. Αυτές οι προσαρμογές είναι ποικίλου χαρακτήρα και διαφορετικής σημασίας για το κεφάλαιο. Ξεκινούν από διάφορους αστικούς εκσυγχρονισμούς σε θεσμούς και λειτουργίες, για να φτάσουν μέχρι το πολύ πιο κομβικό ζήτημα των αλλαγών στο ακολουθούμενο μίγμα της οικονομικής πολιτικής.
Η κυβερνητική διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα σε συνθήκες ενσωμάτωσης στην ΕΕ και ΟΝΕ είχε τα τελευταία χρόνια ως ακρογωνιαίο λίθο της την πολύ περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που συμπλήρωνε την -ασκούμενη σε επίπεδο Ευρωζώνης- νομισματική πολιτική. Η ελληνική κυβέρνηση διεκδικεί ως απαραίτητη προϋπόθεση στήριξης από το κράτος μία χαλάρωση της προσπάθειας για σταθεροποίηση.
Στην προσπάθεια αυτή συμβάλλουν και σημαντικά τμήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, τα οποία προσπαθούν να μετατρέψουν το συνδικαλιστικό κίνημα σε «ουρά» της αστικής κυβερνητικής διαπραγμάτευσης. Ιδιαίτερο βάρος σε αυτή την προσπάθεια πέφτει στις πλάτες του οπορτουνισμού. Χαρακτηριστική είναι η στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία στηρίζει ανοιχτά τις φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις που οργανώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο διευθυντής του «Πριν»,της εφημερίδας του ΝΑΡ, δε διατηρεί κανένα απολύτως πρόσχημα στην υπεράσπιση της διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ.