Κυριακή 15 Νοέμβρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η κατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα

Η οικονομική κατάσταση των προσφυγικών μαζών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και οι συνθήκες διαβίωσης υπήρξαν άθλιες, ενώ επιβαρύνονταν επιπλέον από το καθεστώς του ενοικίου που είχε επιβάλλει η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Τα κεφάλαια που διέθετε για τη στέγαση των προσφύγων, επρόκειτο να της επιστραφούν με τη μορφή ενοικίου. Αυτό σήμαινε ότι η πλειοψηφία των προσφύγων βρέθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή μετά την άφιξή τους καταχρεωμένοι, ενώ η απειλή της έξωσης θα τους ακολουθούσε για χρόνια μετά τη λεγόμενη «αποκατάσταση». Η αδυναμία να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, είχε συνέπεια τη δίωξη, ακόμα και τη φυλάκισή τους. Στη δυσμενή οικονομική κατάσταση των προσφύγων συνέβαλε, επίσης, η αδυναμία - σκόπιμη και μη - του κράτους να τους καταβάλλει τις αποζημιώσεις που δικαιούνταν και που τους είχε υποσχεθεί εξαρχής.

Οι αποζημιώσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και εκλογικών παζαριών μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων («φιλελευθέρων» και «λαϊκών») για μια μεγάλη χρονική περίοδο, εγκλωβίζοντας την προσφυγική ψήφο στις συμπληγάδες του μεσοπολεμικού δικομματισμού. Το ζήτημα παρέμενε άλυτο, διαιωνιζόμενο επ' αόριστον, μέσα από αλλεπάλληλους διακανονισμούς των υποσχεθέντων ποσών προς τα κάτω, παρατείνοντας την οικονομική αβεβαιότητα και ανασφάλεια για ένα σημαντικό αριθμό προσφύγων.

Πολλές από τις τοποθεσίες αποδείχτηκαν ακατάλληλες για εγκατάσταση, μη διαθέτοντας τους απαραίτητους φυσικούς και οικονομικούς πόρους, ώστε να συντηρήσουν τον πληθυσμό. Οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε άλλα μέρη της χώρας. Το μεγαλύτερο κομμάτι εγκαταστάθηκε στη Β. Ελλάδα.

Τα ποσοστά θνησιμότητας ανάμεσα στους προσφυγικούς πληθυσμούς ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Ο δείκτης των θανάτων ως προς τις γεννήσεις για την περίοδο 1923-1925 ήταν 3 προς 1, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς της Κοινωνίας των Εθνών, 6.000 άτομα απεβίωσαν κατά μέσο όρο κάθε μήνα, μόλις τους πρώτους 9 μήνες μετά την άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος.

Η μέριμνα για τους κληρονόμους της καταστροφής ήταν από ελλιπής έως σχεδόν ανύπαρκτη. Ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η εφημερίδα «Ακρόπολις» θα αναφέρει πως στην Κοκκινιά «οι ατυχείς πρόσφυγες που έχουν ανάγκη περιθάλψεως διαγωνίζονται για να βρουν ένα κρεβάτι, έστω και μέσα σ' ένα παράπηγμα. Εγένοντο διαβήματα προς του Υπουργείο Πρόνοιας, αλλά ατυχώς δεν εξεδήλωθησαν σημαντικά βελτιώσεως της καταστάσεως των... Μόνο 30 κλίνες υπάρχουν για τους 80.000 κατοίκους της Κοκκινιάς».

Η ανάγκη του πρόσφυγα εργάτη «συναντούσε» το συμφέρον των βιομηχάνων. Τα συμφέροντα των βιομηχάνων ήταν σε βάρος των αναγκών των εργαζομένων. Αυτά λειτούργησαν στη συνείδηση των προσφυγικών μαζών ως ασυμφωνία μεταξύ των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της αστικής. Αποτέλεσαν έναυσμα για την προοδευτική ανάπτυξη της ταξικής συνειδητοποίησης των προσφύγων. Η συμβολή των προσφύγων στην ανάπτυξη της βιομηχανίας - βιοτεχνίας και τη διεύρυνση των γραμμών της εργατικής τάξης στην Ελλάδα υπήρξε καταλυτική (και τη «Διεθνή» στα ποντιακά την τραγουδούσανε). Οι πρόσφυγες άρχισαν πλέον να αναζητούν ριζοσπαστικότερες λύσεις στα προβλήματά τους.

Θύματα ρατσισμού και πολιτικών παιχνιδιών

Τα προβλήματα στους προσφυγικούς συνοικισμούς αποδείχτηκαν πολλά και χρόνια. Η εξουσία της αστικής τάξης τους αντιμετώπισε σαν πολίτες β' κατηγορίας. Προώθησε την γκετοποίησή τους, την απομόνωσή τους. Η πλειοψηφία τους είχε αντιμοναρχικά πολιτικά αισθήματα, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε συστηματικά το «βενιζελικό στρατόπεδο», το οποίο απέκτησε μεγάλη πολιτική επιρροή στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Από την άλλη, στους κόλπους του Λαϊκού Κόμματος υπήρχαν έκδηλες αντιπροσφυγικές τάσεις, οι οποίες άγγιζαν σε πολλές περιπτώσεις τα όρια του ρατσισμού και της υστερίας. Για τη στάση αυτή θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεικτικά μια σειρά δημοσιεύματα που κάναν την εμφάνισή τους στη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου από παράγοντες του αντιβενιζελισμού, καλώντας για τον «εξαγνισμό» της πρωτεύουσας, το διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «τουρκόσπορους».

Σύμφωνα με τον προσφυγικό Τύπο, «ο γηγενής πληθυσμός εδηλητηριάζετο με πειστικάς πληροφορίας ότι καταφορολογείτο επί τετραετίαν και δυστυχή χάριν των παρασίτων προσφύγων και ότι προσέτει τα τελευταίως προς τους δικαιούχους ανταλλάξιμους καταβαλλόμενα ποσά παρά της Εθνικής Τράπεζας είναι η αμοιβήν την οποίαν παρέχει η Δημοκρατική Παράταξη δια την εξαγοράν των προσφυγικών ψήφων κατά τάς τελευταίας εκλογάς». Παράλληλα, εμφανίζονταν διάφορες οργανώσεις, όπως ο «Σύνδεσμος Γηγενών Πειραιωτών», που φρόντιζαν να διαιωνίζουν τέτοιες απόψεις και αντιλήψεις, εκδίδοντας, λόγου χάρη, ανακοινώσεις στις οποίες «κατήγγειλαν» πως «ενώ η κρίση και η ανεργία μαστίζει τους κατοίκους του, ο Πειραιεύς έχει καταληφθεί από διάφορα πρόσωπα εντελώς ξένα από αυτόν». Είτε ως μεμονωμένα άτομα είτε ως ομάδες και οργανώσεις, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι προέτρεπαν τους γηγενείς να οργανωθούν εναντίον των προσφύγων. Το 1936, η εφημερίδα «Ακρόπολις» έγραφε: «Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους "αμύνης" κατά των προσφύγων. Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας, απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται "λεφούσι", χαρακτηρίζονται "Τούρκοι", απειλούνται με εξόντωσην». Η εχθρότητα εναντίον του προσφυγικού στοιχείου δεν περιορίστηκε απλώς σε φραστικές επιθέσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έλαβε και τη μορφή φυσικής βίας. Στα πρακτικά του Συμβουλίου του πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου το Νοέμβρη του 1924, γινόταν λόγος για ένοπλες επιθέσεις γηγενών κατά άοπλων προσφύγων, που αποδίδονταν στην έλλειψη αποτελεσματικού προγράμματος από την πλευρά της κυβέρνησης αναφορικά με την όλη διαδικασία της αποκατάστασης. Καταγγέλλοντας δε πλήθος αιματηρών επεισοδίων ανά την επικράτεια. Αναφορά του υπουργείου Εσωτερικών και της διεύθυνσης Χωροφυλακής προς το ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού με ημερομηνία 23/2/1933, έκανε λόγο «για τρομοκρατικές μεθόδους εναντίον του προσφυγικού πληθυσμού, που ενθαρρύνονταν άμεσα ή έμμεσα από τους λαϊκούς πολιτευτάς. Και συγκεκριμένα πολιτευτής του Λαϊκού και συγκεκριμένως ο Αστεριάδης, προέτρεπεν τους γηγενείς εις εξόντωση των προσφύγων. Αποτέλεσμα πάντων των ανωτέρω υπήρξε η δολοφονία των δύο προσφύγων από των γηγενών».

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στους πρόσφυγες

Το ΚΚΕ έδωσε τιτάνια μάχη με στόχο την κοινωνικοταξική χειραφέτηση των προσφυγικών λαϊκών μαζών, καταγγέλλοντας - στον αγώνα του να καταργήσει στην πράξη - τις διαχωριστικές γραμμές που επιδίωκε να επιβάλει ο αστικός κόσμος μεταξύ των γηγενών και των προσφύγων εργαζομένων, στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Οι κομμουνιστές πρόβαλλαν τη θέση πως «η Ελλάδα δε διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες, διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν, και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλούσιου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη». Αυτά έγραφε ο «Ριζοσπάστης» το 1926. Την περίοδο αυτή άρχισε η διαδικασία της αποκατάστασης των προσφύγων και διαμορφώθηκαν ταξικά ως το «νέο προλεταριάτο». Το ντόπιο εργατικό κίνημα, μέσω των οργανωμένων δυνάμεών του, δεν ήταν σε θέση να τους εντάξει με επιτυχία στους υπάρχοντες συνδικαλιστικούς αγώνες και δομές, αντιμετωπίζοντας το ίδιο μια σειρά προβλήματα οργάνωσης και λειτουργίας. Οι ντόπιοι κάτοικοι εδώ στην Ελλάδα και εδώ στον Πειραιά, οι εργαζόμενοι, οι άνθρωποι του μόχθου και της φτώχειας είδαν την εγκατάσταση του προσφυγικού στοιχείου με ...εχθρικές διαθέσεις, νομίζοντας ότι αυτοί οι άνθρωποι θα τους έκοβαν το μεροκάματο από τη δουλειά τους.

Η εργοδοσία της εποχής εκείνης αμέσως εμπορεύθηκε και το είδε πολύ έξυπνα, μια που υπήρχε πολύ ζήτηση εργασίας από το προσφυγικό στοιχείο, να τους προσλαμβάνει με λιγότερο ημερομίσθιο, διώχνοντας τους άλλους που εκείνη την περίοδο «το υπάρχον προλεταριάτο έδινε κονταρομαχίες με την εργοδοσία, διεκδικώντας για την εποχή εκείνη το δώρο του και λοιπά».

Οι εργοδότες χρησιμοποίησαν το πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό προκειμένου να ξεφορτωθούν ένα περισσότερο έμπειρο και μαχητικό προλεταριάτο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα από τους εργατικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου...

Να το αντικαταστήσουν με ένα δοκιμαζόμενο εργατικό πληθυσμό, που καθοδηγούταν κυρίως από τις ανάγκες της άμεσης επιβίωσης.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ