Μεταφορά των δειγμάτων αίματος προς τα νοσοκομεία των νομών προωθεί το υπουργείο Υγείας
Τα εργαστήρια των ΚΥ και των ΠΕΔΥ διαχρονικά έχουν απαξιωθεί, τα περισσότερα έχουν διαλυθεί και όσα απομένουν υπολειτουργούν. «Πατώντας» πάνω σε αυτήν την κατάσταση, η σημερινή κυβέρνηση ξεκινά και την τυπική κατάργησή τους. Από τα ΚΥ και τα ΠΕΔΥ της Κρήτης θα γίνονται 1 - 2 δρομολόγια τη βδομάδα, μεταφέροντας μερικές εκατοντάδες φιαλίδια από αιμοληψίες.
Ενδεικτικά: Από τα ΠΕΔΥ - ΚΥ Μοιρών, Χάρακα και Αγίας Βαρβάρας προς το ΠΑΓΝΗ θα μεταφέρονται αιμοληψίες 2 φορές τη βδομάδα. Από τα ΚΥ - ΠΕΔΥ Ανωγείων, Περάματος, Σπηλίου, Αγίας Φωτεινής προς το Νοσοκομείο Ρεθύμνου 1 φορά τη βδομάδα. Επομένως, οι κάτοικοι δεν θα μπορούν να κάνουν εξετάσεις αίματος όλες τις μέρες της βδομάδας και να έχουν έγκαιρα τα αποτελέσματα. Θα συνεχίσουν να εξωθούνται στον ιδιωτικό τομέα - όσοι μπορούν - για τις εξετάσεις τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΥ Αγίας Βαρβάρας απευθύνεται «σε πάνω από 40.000 μόνιμους κατοίκους», όπως σημειώνεται στην Αναφορά. Πέρα από τη μεταφορά των δειγμάτων αίματος, η 7η ΥΠΕ έχει επιβάλει και «την καθημερινή μετακίνηση προσωπικού για να καλύψει τα κενά στα νοσοκομεία». Κάτοικοι και φορείς διεκδικούν πλήρη στελέχωση του ΚΥ και ανάκληση της απόφασης για κατάργηση των μικροβιολογικών εργαστηρίων.
Αλλά και τα εργαστήρια των νοσοκομείων λειτουργούν οριακά και με μεγάλες καθυστερήσεις, λόγω των δραματικών ελλείψεων σε προσωπικό, αντιδραστήρια κ.ά. Οι αναμονές θα μεγαλώσουν, ενώ παραμένει ερώτημα αν τα δημόσια νοσοκομεία μπορούν να καλύψουν όλο αυτόν τον όγκο των αιμοληψιών, με δεδομένο μάλιστα ότι δεν θα ενισχυθούν με κρατική χρηματοδότηση, μόνιμο προσωπικό, υποδομές.
Τέλος, ερωτήματα προκύπτουν και σε σχέση με την ασφάλεια των δειγμάτων αίματος, αφού αυτά θα μεταφέρονται δεκάδες χιλιόμετρα, συχνά σε κακό οδικό δίκτυο, ωσότου φτάσουν στο νοσοκομείο.
Πρόκειται για μια ακόμη απόφαση στο πλαίσιο των περικοπών των δαπανών του κράτους για την Υγεία. Σύμφωνα με την οικονομοτεχνική μελέτη της 7ης ΥΠΕ, η περικοπή δαπανών «αναμένεται να ξεπεράσει τις 55.000 ευρώ ανά έτος». Περικοπή που έρχεται να προστεθεί στις ήδη πετσοκομμένες κρατικές δαπάνες για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται ούτε οι στοιχειώδεις ανάγκες.
Ετσι, το υπουργείο Υγείας δεν προσλαμβάνει μόνιμο προσωπικό για τα αποδεκατισμένα ΚΥ και ΠΕΔΥ, δεν τα προμηθεύει με τον απαραίτητο ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και τα υλικά ώστε να γίνονται οι αιματολογικές και ακτινολογικές εξετάσεις, αλλά προωθεί τη μεταφορά των αιμοληψιών στα δημόσια νοσοκομεία.
Το «κόστος» πάλι θα βαρύνει τους ασθενείς, καθώς η 7η ΥΠΕ ομολογεί πως προσβλέπει «στην αύξηση των εσόδων από τον ΕΟΠΥΥ, λόγω αύξησης των διενεργούμενων στις δημόσιες δομές Υγείας εξετάσεων». Δηλαδή, στην επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων μέσω των έμμεσων πληρωμών τους για την Υγεία. Αλλωστε, η μελέτη της ΥΠΕ στηρίχθηκε σε «πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών», όπου τα συστήματα Υγείας λειτουργούν ανταποδοτικά, με άμεσες και έμμεσες πληρωμές ασθενών, στη λογική «κόστος - όφελος».
«Η απόφαση αυτή αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν σκέφτεται να αναπτύξει ένα πλήρες, οργανωμένο πρωτοβάθμιο σύστημα Υγείας σε πόλεις και χωριά, αλλά να μετατρέψει τα ΚΥ - τα οποία είχαν αφεθεί στη μοίρα τους εδώ και χρόνια - σε σταθμούς που θα παρέχουν πρώτες βοήθειες», υπογραμμίζει το Σωματείο Εργαζομένων του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου (ΠΑΓΝΗ).