Κυριακή 28 Αυγούστου 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 21
ΓΥΝΑΙΚΑ
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
Με το «μαστίγιο» της ανεργίας και το «καρότο» της επιχειρηματικότητας

«Εναλλακτικό μοντέλο οικονομικής δραστηριότητας», που χαρακτηρίζεται από «σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον», εφαρμόζει «πρακτικές δημοκρατίας, ισότητας, αλληλεγγύης και συνεργασίας», υπόσχεται να δημιουργήσει «νέες αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας» και να προσφέρει το «αντίδοτο στην απορυθμισμένη ελληνική αγορά εργασίας». Με τέτοιες κάλπικες ελπίδες και προσδοκίες επενδύει η κυβέρνηση το στόχο της ανάπτυξης του τομέα της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας». Το νομοσχέδιο για την «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» (Κ.ΑΛ.Ο), που έχει επεξεργαστεί το υπουργείο Εργασίας, επιβεβαιώνει πως το συγκεκριμένο πεδίο εντάσσεται στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθεί να πετύχει με ένα σμπάρο ...πολλά τρυγόνια:

Να διαχειριστεί την ανεργία, καλώντας τις άνεργες και τους ανέργους να γίνουν «κοινωνικοί επιχειρηματίες». Δηλαδή, να λειτουργήσουν «κοινωνικές επιχειρήσεις», στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε αντίστοιχους τομείς, κυρίως στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας, της Πρόνοιας, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα για την επιβίωσή τους.

Να «αναθέσει», παράλληλα, σε φορείς που εντάσσονται στο πλαίσιο της «κοινωνικής οικονομίας» κοινωνικές υπηρεσίες, περιορίζοντας διαρκώς την κρατική ευθύνη και φορτώνοντας τα βάρη των αυξημένων πληρωμών γι' αυτές στις εργατικές - λαϊκές οικογένειες. Την ίδια στιγμή, το πεδίο αφήνεται ελεύθερο και για τη δραστηριοποίηση επιχειρηματικών ομίλων.


Στην πραγματικότητα, τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ, όσον αφορά στη θεσμοθέτηση της «κοινωνικής οικονομίας» στη χώρα μας, έχουν ήδη προλάβει προηγούμενες κυβερνήσεις. Το θεσμικό πλαίσιο για τη δημιουργία «Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων» (ΚΟΙΝΣΕΠ) φτιάχτηκε το 2011 (ν. 4019/2011), από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο βρισκόταν τότε στον κυβερνητικό θώκο.

Προπαγάνδα που απευθύνεται με διπλό τρόπο στις γυναίκες

Η προβολή της «κοινωνικής οικονομίας» και των «κοινωνικών επιχειρήσεων» από τη σημερινή και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά και από την ίδια την ΕΕ, απευθύνεται ιδιαίτερα στις γυναίκες με διπλό τρόπο:

Εχει αποδέκτες, από τη μια, τις γυναίκες που ως μητέρες μικρών παιδιών, ως συγγενείς ηλικιωμένων, ατόμων με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις, έχουν αυξημένες ανάγκες για κοινωνικές υπηρεσίες, τις οποίες θα αναζητήσουν ως «πελάτες» των «κοινωνικών επιχειρήσεων» και αγοραστές των υπηρεσιών τους. Οπως αναφέρει το νομοσχέδιο, «η κοινωνική καινοτομία (...) δίνει λύσεις εκεί που η αγορά δεν θέλει ή αποτυγχάνει και το κράτος αδυνατεί». Με άλλα λόγια, εκεί που η «αγορά», δηλαδή οι επιχειρήσεις Υγείας, Προσχολικής Αγωγής, φροντίδας ηλικιωμένων και ΑμεΑ, είναι πολύ ακριβή για την τσέπη των εργαζόμενων και άνεργων γυναικών, στην πόλη ή στην ύπαιθρο, ενώ οι κρατικές υπηρεσίες έχουν συρρικνωθεί ή είναι εντελώς ανύπαρκτες.

Απευθύνεται, από την άλλη, στις χιλιάδες άνεργες προτείνοντας το δρόμο της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας», την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως έναν τομέα που «ταιριάζει» στις «ικανότητες», στο αίσθημα αλληλεγγύης και τις «ευαισθησίες» των γυναικών. Οι αναφορές αυτές στόχο έχουν να καλλιεργήσουν αυταπάτες ότι μπορούν τάχα οι γυναίκες της λαϊκής οικογένειας να γίνουν επιχειρηματίες και παράλληλα να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Στην πραγματικότητα, αυτό που τους προτείνουν είναι να προσπαθήσουν να επιβιώσουν όπως όπως, σε κακοπληρωμένες και ανασφάλιστες θέσεις εργασίας, εμπορευόμενες τις λαϊκές ανάγκες για κοινωνικές υπηρεσίες και παρέχοντας υποβαθμισμένες. Την ίδια στιγμή, επιδιώκουν να αντικαταστήσουν τα συλλογικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα με την ατομική ή οικογενειακή υποχρέωση και ευθύνη. Μέσα στη λαϊκή οικογένεια, αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση της γυναίκας.

Παραδείγματα από την ευρωπαϊκή πείρα

Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, η «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» αποτελεί «ένα εναλλακτικό, αλλά ευρέως διαδεδομένο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μοντέλο οικονομικής δραστηριότητας». Ανατρέχοντας στην «ευρωπαϊκή πείρα», την οποία επικαλούνται και οι εισηγητές του νομοσχεδίου, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως η ΕΕ αντιμετωπίζει την ανάπτυξη των «κοινωνικών επιχειρήσεων» ως ένα ακόμα εργαλείο για να επιτευχθούν οι στόχοι της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

«Σε μια εποχή εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού, μεγάλων δημογραφικών αλλαγών και δημοσιονομικών περιορισμών, απαιτούνται νέες μορφές οργάνωσης και συνεργασίας ανάμεσα σε δημόσιο τομέα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδιωτικές επιχειρήσεις και πολίτες», αναφέρει παλιότερη έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα - Οδηγός για την Κοινωνική Ευρώπη» (Μάρτης 2013).

Στις σελίδες της έκδοσης, η γερμανική «Graefewirtschaft» παρουσιάζεται ως μια πρωτοβουλία με σκοπό την προώθηση της ένταξης των γυναικών στην εργασία και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Οπως αναφέρεται, συστάθηκε το 2009 από 14 γυναίκες, Γερμανίδες και μετανάστριες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν άνεργες. Δραστηριοποιείται σε έναν εργατικό οικισμό με υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, στον οποίο σχεδόν 57,5% των ενοίκων εξαρτάται από κοινωνικά επιδόματα ενώ το 28% έχει χρέη. Το πεδίο της δραστηριοποίησής της περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Διαθέτει εστιατόριο, το οποίο προσφέρει «οικονομικό και πολυπολιτισμικό μενού», παρέχει «διαπολιτισμικές υπηρεσίες τροφοδοσίας εκδηλώσεων», ενώ λειτουργεί «εργαστήρια ραπτικής και επαγγελματικής κατάρτισης». Η ένωση βασίζεται, σύμφωνα με τον Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε 3 εθελόντριες και απασχολεί 5 εργαζόμενες - μέλη. Από τις εργαζόμενες αυτές, οι 3 απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου και οι άλλες 2 εργάζονται με το καθεστώς των mini-jobs, δηλαδή με μεικτές μηνιαίες αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 450 ευρώ. Η κακοπληρωμένη δουλειά, χωρίς δικαιώματα, όπως αυτή του καθεστώτος των mini-jobs, την οποία αντιμετωπίζουν εκατομμύρια εργαζόμενες και εργαζόμενοι στη Γερμανία, δεν λείπει ούτε από τις «κοινωνικές επιχειρήσεις».

Παράλληλα, παρουσιάζονται και «κοινωνικές επιχειρήσεις» - μεγαθήρια, όπως η γαλλική «Groupe SOS», η οποία προβάλλεται ως ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα της «κοινωνικής οικονομίας» σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρόκειται για έναν ολόκληρο επιχειρηματικό όμιλο, που διαθέτει περισσότερες από 300 δομές στη Γαλλία και άλλες χώρες, με 14.000 υπαλλήλους, κύκλο εργασιών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και 1 εκατομμύριο ανθρώπους να κάνουν χρήση των υπηρεσιών της ετησίως. «Μέσω του δικτύου της, η Groupe SOS καταπιάνεται με κάθε μορφή κοινωνικής φτώχειας, προσφέροντας ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που συνδυάζουν (...) την υπεράσπιση ατόμων και ομάδων, και την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στα πεδία της Υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, των δικαιωμάτων των παιδιών, της κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης, της στέγασης εργαζομένων χαμηλού εισοδήματος (...)», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η γιγάντωση της «Groupe SOS» πηγαίνει χέρι χέρι με το «ξήλωμα» των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίησή τους. Στην ιστοσελίδα της μπορεί κανείς να διαβάσει για τη δραστηριοποίησή της στον τομέα της Υγείας, προσφέροντας «προσβάσιμες» - δηλαδή φθηνότερες - υπηρεσίες σε «άτομα με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα», όπως είναι οι ηλικιωμένοι, οι άστεγοι, οι τοξικοεξαρτημένοι. Η περίπτωσή της είναι χαρακτηριστική για τους τρόπους με τους οποίους ΕΕ και κυβερνήσεις επιδιώκουν να διαχειριστούν την ακραία φτώχεια, πετυχαίνοντας παράλληλα την «απόσυρση του δημόσιου τομέα από την παροχή πολλών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος».

Στις «λύσεις» της «κοινωνικής οικονομίας», που προωθούνται με το «μαστίγιο» της ανεργίας και το «καρότο» της επιχειρηματικότητας, εργαζόμενες και άνεργες πρέπει να απαντήσουν με την οργάνωσή τους και τη συμμετοχή στους αγώνες, διεκδικώντας μέτρα για την ουσιαστική προστασία των ανέργων, αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές. Το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή εργασία για όλους, γυναίκες και άνδρες, μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο σε μια κοινωνία που τα μέσα παραγωγής θα αποτελούν λαϊκή περιουσία και η παραγωγή θα σχεδιάζεται με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό από την εργατική - λαϊκή εξουσία, με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών. Μέσα σε αυτές τις οικονομικές-κοινωνικές συνθήκες μπορεί το εργατικό κράτος να στηρίξει τη γυναίκα ώστε να συνδυάζει αρμονικά την εργασία, τη μητρότητα, τον ελεύθερο χρόνο.


Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ