Η κρατική επιχορήγηση καλύπτει μόλις το 3% των εσόδων των νοσοκομείων
Οπως λοιπόν φαίνεται στον Πίνακα 2, τα έσοδα των νοσοκομείων απ' τα νοσήλια «σταθεροποιήθηκαν» κοντά στο 76% μετά το 1999, που η μισθοδοσία των εργαζομένων στα νοσοκομεία δεν περιλαμβάνεται στην κρατική επιχορήγηση. Την ίδια στιγμή η κρατική επιχορήγηση μειώθηκε από 36,4 δισ. το 1999 σε 23,14 δισ. το 2000 (μείωση κατά 36,4%) και το 2001 έπεσε σε 18,015 δισ. (μείωση 22,1% σε σχέση με το 2000 και 50,5% σε σχέση με το 1999). Μάλιστα η κυβέρνηση θριαμβολογεί επειδή μόνο «μικρό μέρος των δαπανών αυτών καλύπτεται απ' την κρατική επιχορήγηση». Σύμφωνα με τον κοινωνικό προϋπολογισμό, τα συνολικά έξοδα των νοσοκομείων το 2001 θα φτάσουν τα 535,9 δισ. Δηλαδή τα νοσοκομεία θα παρουσιάσουν και πλεόνασμα 11 δισ. δραχμές.
Από τον Πίνακα 2 φαίνεται ότι τα τελευταία εννιά χρόνια υπήρξε μια εκτίναξη των νοσηλίων που πληρώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία στα νοσοκομεία - ή, τέλος πάντων, των ποσών που τα νοσοκομεία εγγράφουν ως απαιτήσεις από τα Ταμεία. Ετσι, λοιπόν, από 45,8 δισ. που ήταν το 1992 τα νοσήλια που πλήρωσαν τα Ταμεία στα νοσοκομεία, το 2001 έφτασαν στα 416 δισ. Το ποσό εννιαπλασιάστηκε ή υπήρξε μια αύξηση που ξεπερνά το 808,2%.
Ορισμένες απ' αυτές τις πλευρές αποτυπώνονται στον Πίνακα 3. Τα ασφαλιστικά ταμεία μείωσαν κατά 12,4% τις δαπάνες της νοσοκομειακής περίθαλψης και κατά 1,8% της οδοντιατρικής περίθαλψης. Επίσης μείωσαν τις δαπάνες στα επιδόματα φυματίωσης και για τα ατυχήματα.
Η κατάσταση αυτή θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο με το νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) που αναμένεται να ψηφιστεί εντός του 2001. Κεντρικός μοχλός θα είναι ο Οργανισμός Διαχείρισης Πόρων Υγείας (ΟΔΙΠΥ), που θα συγκεντρώνει τα χρήματα των ταμείων για την υγεία και «θα "αγοράζει" υπηρεσίες πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής φροντίδας υγείας για τους δικαιούχους του από το ΕΣΥ και τον ιδιωτικό τομέα με κριτήρια ποιότητας και κόστους».
Συνολικά οι δαπάνες υγείας για το 2001 είναι 2,189 τρισ. (έναντι 1,944 τρισ. το 2000), ενώ οι δαπάνες πρόνοιας είναι 998,1 δισ. έναντι 916,8 δισ.